De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

3 ἤ ἐκ τεθειλοπεδευμένης σταφυλῆς λαβὲ γλεύκους μετρητὴν καὶ βάλε γύψου εἰς τὸν οἶνον ⋖ κ΄, καὶ ἔασον ἡμέρας δύο, καὶ κάθες ἔνδεσμον [*](3 SIM. Pl. XIV 110 (e S. N.).) [*](14 EXC. Orib. I 405 D. (ἢ ἐλλεβόρου — ἐκτιτρώσκει).) [*](1 καὶ om. Di 2 δὲ addidi e Di καὶ πινόμενος post ἐγκλ. add. EDi τὰ αὐτὰ E) [*](9 num. cap ψλ𝔮´ P: ψλδ´ Q: ψλη Di: οε E χοῦν HDi: χόέαν (sic) E 4 δέκα δύο P: ιβ reliqui βάλλε F λείου καὶ βάλε Di λεῖα F: λείαν L: λεῖον H ἀραιῷ] καθαρῷ HDi, fort. ἀραιῷ καθαρῷ 5 ἢ om. Di ἀθαλάττου E: θαλάσσης Di χόας ιε´ ἢ ιδ´ Di post χοῦν add. ἔμβαλλε E οὐγγίας ἤ οὐγγίας ιδ QL 6 ὁλοσχεροὺς E βάλε εἰς χοῦν γλεύκους E τινὰς] ῑ E 7 ποτίζεται δὲ κύαθο ///ς E πρὸς κοιλίας ῥύσιν (ῥ. in mg.) ἤ λύσιν E (post δείπνου colloc.) 8 ἐξηρακόσιν ἢ E ἢ]ἄλλως E ⋖ ⋖ κ E: κ´ HDi: δραχμὰς κ΄΄ F 9 σχίνου, ιβ Di ιβ PE: οὐγγίας ιβ reliqui συριακῆς E ⋖ ῑγ P: ⋖ ⋖ ῑβ ἢ ῑγ E: ῑγ Di: οὐγγίας reliqui 10 κ P: κοτύλας reliqui ἐπὶ] πρὸς E μ QLEDi 11 ἀφηθίσας E ἢ] ἄλλως E 12 ἑψημένης HEDi ξέστας β ἢ ῑβ E: ξέστας ιβ´ HDi 13 λείου E λίτρας τὸ ἥμισυ comp. scr. PLF: ἡμιλίτριον E: λίτρας 𝔮´ H: λίτρας 𝔮´ Di μ´ QLE: ῑᾱ Di 14 ἢ] ἄλλως E ⋖ ῑβ PEDi: οὐγγίας ῑβ´ QOrib. ἀφονίτρου LQEDi δραχμὰς] οὐγγίας Orib.: ⋖ EDi 15 κοτύλας ῑβ ἢ β E ἡμέρας ῑε Orib. EQLDi 16 𝔮 Q post ἐκτιτρώσκει add. πότιζε κύαθον Orib. ἢ] ἄλλως E: καὶ F: ἢ καὶ HDi τεθη(η in ras.)λοπεδευμένης E: θειλοπεδευμένης P: θηλοπαιδευμένης QDi 17 μελαίνης σταφυλῆς EDl βάλε εἰς γλεύκους μ. Di post μετρητὴν add. ἔστι δὲ ὁ μετρητὴς χόες δέκα QEDi 18 γυψουτη P: γύψον γύψον τῆ L: γύψου \\\\\ (1 litt. del.)τῆς E: γύψον QDi δύο ἡμέρας E)

37
μέλανος ἐλλεβόρου ⋖ λ´, σχοίνου ⋖ λ´, καλάμου ⋖ λ´, ἀρκευθίδων ἡμιχοίνικον καὶ τέταρτον, σμύρνης δὲ καὶ κρόκου ἀνὰ ⋖ α´, ἐνειλήσας ὀθονίῳ κρέμασον πρὸς ἡμέρας μ´, εἶτα διύλιζε καὶ δίδου κυάθους τρεῖς ἢ δύο κεράσας. καθαίρει ἐκ τοκετῶν καὶ ἐκ τρωσμῶν· φθείρει δὲ καὶ ἔμβρυα, καὶ πρὸς τὰς ὑστερικὰς πνίγας ποιεῖ.

73 σκαμμωνίτης· σκαμμωνίας τῆς ῥίζης ⋖ ιε´ ὀρωρυγμένης ἐν πυραμητῷ ἐμβάλλονται εἰς γλεύκους χοέα λεῖαι ἐν ὀθονίῳ ἐπὶ ἠμέρας τριάκοντα. καθαίρει δὲ κοιλίαν, ἄγων χολὴν καὶ φλέγμα.

74 καδμεία ἀρίστη μέν ἐστιν ἡ Κυπρία, ἐπικαλουμένη δὲ βοτρυῖτις, πυκνή, βαρεῖα μέσως καὶ μᾶλλον ἐπὶ τὸ κουφότερον ῥέπουσα, ἔχουσα τὴν ἐπιφάνειαν βοτρυώδη, χρώματι σποδοειδής, θλασθεῖσα δὲ ἔνδοθεν ἔντεφρος καὶ ἰώδης. ἐχομένη δ᾿ ἐστὶν ἡ ἔξωθεν μὲν κυανίζουσα, ἔνδοθεν δὲ λευκοτέρα, διαφύσεις [*](7 SIM. Pl. XIV 110 (e S. N.).) [*](7 EXC. Orib. I 405 D. (σκαμμωνίτης — φλέγμα).) [*](11 SIM. Pl. XXXIV 100 sq. (e S. N.), unde Isid XVI 20, 12, cf. Posid. (Str. III 15, 163).) [*](11 EXC. Orib. XIII s. v. (καδμεία — ἄθετος), cf. Orib. Syn. II 56 (V 79 D.); Pap. Lugd. II 245 L. (καδμεία — λευκή); Gal. XII 219 (unde Aet. II 57. P. A. VII 3 s. v.); Ps. Gal. simpl. s. v.) [*](1 ἐλλεβόρου μέλανος HEDi ⋖ λ PEDi: οὐγγίας λ´ reliqui σχοίνου ⋖ λ post τέταρτον colloc. E σχίνου Di σχοίνου λ´ οὐγγιας H 3 οὐγγίας α´ Q δὲ ἐν ὀθονίω E πρὸς om. HDi μ] λ E 4 κούλας γ ἢ δύο Di fort. καθαίρει δὲ 5 φθείρει] κατασπᾷ Di, superscr. H2 6 ποιεῖ πνίγας E) [*](7 num. cap. ψλε´ Q: ψλζ´ P: ψλθ Di: o𝔮 E σκαυμωνίας om. LQ ⋖ ⋖ ῑε (post σκαμμωνίας colloc.) EDl: οὐγγίαι ιε´ QLOrib. ὀρωρυγμένης H: ὠρυγμένης PFL: ὀρυττομένης Di: ὄρυττε E: ὀρύττεται Orib. 8 ἔμβαλλέ τε E: ἐμβάλλεται Orib.: ἔμβαλε Di χόα H (ᾱ superscr.): χοῦν ἕνα Di λεῖα Orib.: λεῖον (ν in ras.) E2: λείας Di, corr. H2 9 δήσας ἐν ὁθ. Di, δήσας superscr. H2 λ QLDi καθαίρει διὰ κοιλίας Orib. 10 post φλέγμα add. τέλος παντὸς ἀκεραίου οἴνου καὶ ἀμιγοῦς καί σκευαστοῦ Q) [*](11 περὶ παντὸς μεταλλικοῦ λίθου (λ. om. A) add. HADi: ἀρχὴ σὺν θεῷ τῶν μετάλλων E num. cap. ψλη´ P: ψλ𝔮´ Q (ψλη in ind. F): ψμ Di: οζ E tit. περὶ καδμείας QDi καδμία PEpap.Paul. Aeg.: καδμίας QDi ἡ κυπρία ἀρίστη ἐστὶν E μέν ἐστιν om. pap. καλουμένη Di 12 δὲ] ἡ δὲ (ditt.) E: om. Orib. 13 βοτρυείτης E: βοτρυίτης P χρώματι δὲ E 14 θλασθεῖσα — ἰώδης om. pap. ἔσωθεν Orib.E ἔντεφρος ἔνδοθεν HDi τεφρος P 15 ἡ om. Orib. pap. λευκοτέρα om. Orib.E)

38
ἔχουσα ἐμφερῶς ὀνυχίτῃ λίθῳ· τοιαῦται δέ εἰσιν αἱ ἐκ τῶν παλαιῶν μετάλλων ὀρυσσόμεναι. ἐστι δέ τις καὶ πλακωτὴ λεγομένη, ὡσπερεὶ ζώνας ἔχουσα τὰς διαφύσεις, ὅθεν καὶ ζωνῖτιν αὐτὴν ἐκάλεσαν. καλεῖταί τις καὶ ὀστρακῖτις, ἰσχνὴ καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μέλαινα, γεώδει δὲ ἢ ὀστρακώδει κεχρημένη ἐπιφανείᾳ· φαύλη δὲ ἡ λευκή.