De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

156 τῆς δὲ Κιμωλίας ἡ μέν ἐστι λευκὴ ἡ δὲ ἐμπόρφυρος καὶ λιπαρίαν τινὰ ἔμφυτον κεκτημένη, πρός τε τὴν ἁρὴν κατάψυχρος, ἣν ἀρίστην ἡγητέον.

ἑκάτεραι δὲ διαφοροῦσιν ὄξει διειμέναι παρωτίδας καὶ τὰ ἄλλα φύματα, πρός τε τὰ πυρίκαυτα ποιοῦσιν ἐπιχριόμεναι παραχρῆμα, ὥστε ἀφλυκταίνωτα διατηρεῖν τὰ πεπονθότα μέρη.

καταστέλλουσι δὲ καὶ διδύμων σκληρίας καὶ φλεγμονὰς τὰς περὶ 2 ὅλον τὸ σῶμα, ἔτι δὲ ἐρυσιπέλασιν ἐνίστανται. καθόλου δὲ πολύχρηστοί εἰσιν αἱ γνήσιοι, ἐὰν μὴ νόθοι παραλαμβάνωνται.

[*](4 SIM. Pl. XXXV 194 (e S. N.) — D. eup. I 110 (148) I 108 (148).)[*](4 EXC. Orib. XIII s. v. γῆ (καὶ τῆς χίας — λάθῃ), cf. Gal. XII 181 s sq. (∼ Aet. II 7. Paul. Aeg. VII 3 s. v. γῆ).)[*](13 SIM. Pl. XXXV 195 (unde Isid. XVI 1, 6); D. eup. I 149 (170) 178 (186) 141 (164) 168 (180).)[*](13 EXC. Orib. XIII s v. γῆ (τῆς δὲ — ἡγητέον); Gal. XII 182, unde Aet. II 8.)[*](1 ἀμβλεῖς: Q: ἀμβλεισ΄///// E2 (c. 5 litt. del.): ἀμβλυντικὴν Di: ἀμυντικὴν Sar. τε] δὲ E, om. Di καὶ om. Di 2 λευκώματα F: reuma oculis abstinet Dl 3 φυλακτήριον E)[*](4 num. cap. ωιη΄ Q: ωκε Di: ρξ E tit. περὶ τῆς (om. Di) χίας γῆς HDi γῆς δὲ χίας τὴν λευκὴν E post λευκὴν add. γῆν Orib. 5 λεπτή Orib.E: λευκή QDi: latas venas teneras habens Dl τοῖς τε σχήμασι om. mg. add. Orib. (01) 6 τε] δὲ Orib.Di σχήμασιν E 7 ἔχει post δὲ colloc. HDi, post Σαμίᾳ Orib. λεῖον τε κσὶ τετανὸν καὶ E 8 δὲ (pr.)] τε Q τὸ ὅλον σῶμα Orib.E 10 nov. cap. (ωκ𝔮) περὶ σελινουσίας γῆς inc. Di τὸ αὐτὸ καὶ Orib.: τὰ αὐτὰ δὲ HDi ποιεῖ καὶ ἡ Di 11 στίλβουσα καὶ λευκὴ vulgo τε] δὲ Di ταχέως ἄγαν vulgo λυομένη Orib.: λυομένη καὶ χυλουμένη E)[*](13 num. cap. ωιθ΄ Q: ωκζ Di: ρξα E tit. περὶ κιμωλίας γῆς Di κιμουλίας γῆς E ἐστιν Orib.E 14 καταψήχουσα/// E2 16 διαφέρουσιν FE (corr. E2) διημέναι E 17 πρὸς πυρίκαυτα τε ποιοῦσιν E 20 ἐνΐεται E καὶ καθόλου om. δὲ) E 21 νόθαι E)
106

157 ἡ δὲ λεγομένη πνιγῖτις γῆ τῇ μὲν χρόᾳ ἔοικέ πως τῇ Ἐρετριάδι, ἔστι δὲ ἁδρόβωλος καὶ ψυκτικὴ πρὸς τὰς τῶν χειρῶν ἐπιβολάς, τῇ δὲ γλώσση μάλιστα κολλᾶται ὡς ἐκκρέμασθαι.

δύναμιν δὲ ἔχει τὴν αὐτὴν τῇ Κιμωλίᾳ, βραχὺ τῆς εὐτονίας ὑστεροῦσα. ταύτην ἀντὶ τῆς Ἐρετριάδος τινὲς πιπράσκουσιν.

158 ὄστρακα δὲ τὰ ἐξ ἰπνῶν τὰ λίαν κάτοπτα ἐσχαραωτικά, ὅθεν ἐπιχριόμενα σὺν ὄξει κνησμοὺς καὶ ἐξανθήματα ἰᾶται καὶ ποδαγρικοὺς ὠφελεῖ, ἀναλημφθέντα δὲ κηρωτῇ χοιράδας διαφορεῖ.

καὶ ἡ ἐκ τῶν καμίνων δὲ κάτοπτος γῆ πυρρὰ τὴν αὐτὴν ἔχει δύναμιν τοῖς ὀστράκοις.

159 ἡ δὲ Μηλία τὴν μὲν χρόαν καὶ αὐτή ἐστιν ἐμφερὴς Ἐρετριάδι γῇ τῇ σποδοειδεῖ, ἔντραχυς δὲ καὶ παρατριβομένη τοῖς δακτύλοις ὡσεὶ ψιθυρισμόν τινα ἀποτελεῖ ὅμοιον ψωχομένῃ κισήρει· τῇ δὲ δυνάμει στυπτηριώδης ἐστίν, ἀνειμένως δὲ μᾶλλον, δ δὴ καὶ διὰ τῆς γεύσεως ἐμφαίνει· ἀναξηραίνει δὲ καὶ τὴν γλῶσσαν πραέως.

2 δύναται δὲ καθαρὸν καὶ εὔχρουν ἀποτελεῖν τὸ σῶμα, λεπτύνειν [*](1 SIM. Pl. XXXV 194.) [*](1 EXC. Orib. XIII s. v. γῆ (ἡ δὲ — πιπράσκουσιν).) [*](7 SIM. D. eup. I 106 (147) 235 (214) 154 (173).) [*](13 SIM. Th. ap. 62 sq. Pl. XXXV 37.) [*](13 EXC, Orib. XIII s. v. γῆ (ἡ δὲ — θίγῃ).) [*](19 SIM. D. eup. I 101 (144) Pl. l. s.) [*](1 num. cap. ωκ΄ Q: ωκη Di: ρξβ E tit. περὶ πνιγίτιδος γῆς Di ἐπνίτις Orib. μὲν om. HDi 2 τῇ om. E καὶ addidi ex E post ψυκτικὴ add. καὶ εὔθρυπτος Orib.: tacto frigido, digitis aerens Dl 3 δὲ] τε Di γλώττη Orib. καλλᾶσθαι Q ἐκκρεμᾶσθαι Orib.HDi 5 ἔχει post αὐτὴν coll. DiH, post κιμωλίᾳ Orib. 6 ταύτην ἔνιοι Orib. τῆς addidi τινὲς] ἔνιοι E) [*](7 num. cap. ωκα΄ Q: ωκθ Di: ρξγ E tit. περὶ ὀστράκων Di ἴπνων QE2 (φούρνων superscr. H2) post τὰ (alt.) c. 3—4 litt. del. E2 9 δὲ] τε H 11 nov. cap. (ωλ) περὶ τῆς ἐκ τῶν καμίνων γῆς inc. Di γῆ κάτοπτος E post κάτοπτος 7—8 litt. del. E2 (om. πυρρά) post αὐτὴν 2 litt. del. E2) [*](13 num. cap. ωκβ΄ Q: ωλα Di: ρξδ E tit. περὶ μηδίας γῆς Di μηλίας E: μηλία γῆ Orib. χροιὰν Orib.: τῆ μὲν χρόα E αὐτῆς F ἐμφερής ἐστιν Orib.E 14 ἐρετρίδι F γῇ om. Orib.Di τραχεῖα δὲ ἐστιν E 15 ὡσεὶ Orib.E: ὡς QDi ἀποτελεῖν H ψοχομένη E (ψηχομένη corr. E2) 17 δὲ μᾶλλον om. Οrib.E (δὲ add. E2) Di καὶ add. E2 18 καὶ om. Orib. γλῶτταν E πράως Orib. 19 λεπτύνειν τε Orib.: λεπτύνει τε Q: λεπτύνει δὲ E: λεπτύνει δὲ καὶ Di)

107
τε τάς τρίχας, καὶ ἀλφοὺς καὶ λέπρας σμήχειν. χρησίμη δὲ καὶ ζωγράφοις εἰς πλείονα παραμονὴν χρωμάτων, καὶ χλωραῖς δυνάμεσι συνεργεῖ.

καὶ ταύτης δὲ καὶ κοινῶς ἀπάσης γῆς τὴν ἄλιθον ἐκλεκτέον καὶ πρόσφατον, μαλακήν τε καὶ εὐθρυβῆ καὶ εὔλυτον, ὅταν ὑγροῦ θίγῃ.

160 τῆς δὲ ἀμπελίτιδος γῆς, ἥν τινες φαρμακῖτιν καλοῦσι, γεννωμένης δὲ ἐν Σελευκείᾳ τῇ κατὰ Συρίαν, τὴν μέλαιναν προκριτέον καὶ πευκίνοις ἄνθραξι μακροῖς ἐμφερῆ, ὑποσχιδακώδη τε καὶ στίλβουσαν ποσῶς, ἔτι δὲ οὐ βραδέως τηκομένην, ὅταν λεανθείσῃ ἐπιχυθῇ ποσὸν ἔλαιον. τὴν δὲ λεπτὴν καὶ τεφρώδη καὶ ἄτηκτον φαύλην ἡγητέον.