De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

3 στύφει δὲ τῇ δυνάμει καὶ ψύχει ἐπιεικῶς. καταστέλλει δὲ τὰ ὑπερέχοντα καὶ οὐλὰς σμήχει τὰς ἐν ὀφθαλμῖς· πληροῖ δὲ καὶ κοιλώματα καὶ κατουλοῖ, πρὸς τε αἵματος ἀναγωγὰς ἱκανῶς [*](6 SIM. Th. lap. 38. Pl. XXXII 21 sq. (e S. N.), unde (sid XVI 8, 1. Carm. de herb. 14. Orph. lith. 510 sq. Dam. lap. 7.) [*](6 EXC. Orib. XIII s. v. (τὸ δὲ — ἐπιεικῶς).) [*](17 SIM. Pl. l. s. 24 — D. eup. I 41 (112) eup. II 30 (240) 61 (273) 109 (307).) [*](1 οἱ ἁπαλ. αὐτῶν Orib, τοῖε ὑπὸ κύνα καύμασι Spr. 3 βλεπέτω Orib, EDi δὲ (pr.) om. L ἡ δὲ ἐποτομὴ κάτω E 4 αἰθρία θερεία Di τῇ σελήνη Orib. 5 τῇ om. Di οἱ τοιοῦτοι addidi e Di) [*](6 num. cap. ψπε΄ Q: φ𝒢ᾶ Di: ρκη E tit. περὶ κοραλλίου QDi κουράλιον F (in ind.) Th. Pl. Orib.: κοράλλιον libri 7 στερεοποιεῖται E 8 post ἑλκυσθῇ haec habet Di ἔξαλον γινόμενον καὶ βαπτόμενον ἤτοι πηγνύμενον ὥσπερ ὑπὸ τοῦ π.: ἔξαλον γινόμενον (dein litt. c. 18 del.) κεχυμένου (tum c. 13 litt. del.) ἡμῖν ἀέρος E (mg. add. τῆς ἁλὸς ἁπτόμενον τοῦ περικ. del. ἔξαλον γινόμενον E2) τῆς ἁλὸς om. Orib. ἁπτόμενον LQE2: βαπτόμενον ὡσπερεὶ ὑπὸ Orib.: βαπτόμενον ἤτοι πηγνύμενον ὥσπερ ὑπὸ A, superscr. H2 9 συράκουσαν (ν in ras.) E2 10 τῷ add. Spr. καλουμένῳ δὲ Orib.E 11 σηρικῷ LF: σηρικῷ χρώματι Orib. (χρώκατι del. E2): ἀνθηρικῷ HA: ἀνθηρικῷ χρώματι Di: correxi coll. Pl. XXXV 30. 40. Aet. II 82 εὐτριβές Q 12 ὡς ἐν ἑαυτῷ E (init. in ras.): ὡσαύτως reliqui ὀσμῇ βρυῶδές τε καὶ φυκίοις ἐμφερές Orib. 13 γεώδη καὶ βρυώδη Di: γ. καὶ mg. add. A2 15 τῇ χρόᾳ delebat Sar., exspectamus τῇ ἐπιφανείᾳ 16 ἡγητέον (in ras.) E2 17 δὲ (alt.)] τε E 18 ὑπερέχοντα] ὑπερσαρκοῦντα E, mg. add. A2 19 κοιλώματα καὶ πρὸς αἵματος E κατουλοῖ] οὐλὰς LQDi: corr. Marc. coll. Pl. 24 ulcerum cava explet, cicatrices extenuat πρός τε om. L)

91
ἐνεργεῖ, καὶ δυσουροῦσιν ἁρμόζει, καὶ σπλῆνα τήκει σὺν ὕδατι πινόμενον.

122 καὶ τὸ καλούμενον δὲ ἀντιπαθὲς κουράλιον οἰητέον ὑπάρχειν, εἰδικὴν ἔχον διαφοράν. ἔστι δὲ τῇ μὲν χρόᾳ μέλαν, δενδρίζον δὲ καὶ αὐτὸ καὶ ὀζῶδες μᾶλλον.

δύναμιν δὲ ἔχει τὴν ἴσην τῷ προειρημένῳ.

123 λίθος Φρύγιος, ᾧ ἐν Φρυγίᾳ οἱ βαφεῖς χρῶνται. ὅθεν καὶ ὠνόμασται, γεννᾶται ἐν Καππαδοκίᾳ. ἄριστος δέ ἐστιν ὁ ὠχρὸς καὶ μέσως βαρύς, οὐκ ἰσότονος τῇ συγκρίσει τοῦ χρώματος, ἔχων δὲ διαφύσεις λευκὰς ὡς ἡ καδμεία.

καίεται δὲ οὕτως· βρέξας αὐτὸν ὡς ὅτι καλλίστῳ οἴνῳ διαπύροις 2 ἔγκρυψον ἄνθραξι καὶ ῥίπιζε συνεχῶς· ὅταν δὲ μεταβάλῃ τὴν χρόαν κιρρότερος γενόμενος, ἐξελὼν αὐτὸν σβέσον τῷ αὐτῷ οἴνῳ, καὶ πάλιν εἰς τοὺς ἄνθρακας ἀποθέμενος τὰ αὐτὰ ποίει· καῖε δ᾿ αὐτὸν καὶ ἐκ τρίτου, προσέχων μὴ θρυβῇ καὶ ἀπασβολωθῇ.

δύναμιν δὲ ἔχει ὠμός τε καὶ κεκαυμένος στυπτικὴν ἐνεργῶς, 3 ἔτι δὲ ἀνακαθαρτικὴν καὶ ἐσχαρωτικήν, κατακαυμάτων τε ἰατικὴν σὺν κηρωτῇ καὶ σηπτικὴν ποσῶς. πλύνεται δὲ ὡς ἡ καδμεία.

[*](7 SIM. Pl. XXXVI 143 (unde Isid. XVI 4, 9 aliis e D. additis); Cels. V 7.)[*](7 EXC. Orib. XIII s. v. λίθος (λίθος — ἀπασβολωθῇ), cf. Gal. XII 201 (unde Aet. II 21. Paul. Aeg. VII 3 s. v. λίθος. Ps. Gal. simpl. s. v. lapis.)[*](1 σπλῆνας E 2 post πινόμενον add. οὗτος καὶ φυλακτήριόν ἐστι καὶ παντὸς κακοῦ ἀποτρόπαιον A)[*](3 num. cap. ψπ𝔮΄ Q: ψ𝒢β Di: ρκθ E tit. περί ἀντιπαθοῦς HADi κοράλλιον LEADi: κοράλιον H: κολλάριον F (κουράλιον in ind) 4 τὴν διαφορὰν Q 5 δροσίζον F καὶ (alt.) om. LF 6 ἴσην] αὐτὴν QDi τῶν προειρημένων L)[*](7 num. cap. ψπζ΄ Q: ψ𝒢γ Di: ρλ E tit. περὶ φρυγίου λίθου RADi λίθος δὶ E οἱ βαφεῖς ὲν Φρυγίᾳ Orib.QDi 8 ὄθεν — Καππαδοκίᾳ om. Orib. ὅθεν — ὠνόμασται om.  LQ: unde et nomen accepit Dl ὀνομάσθη E γεννᾶται δὲ LE δὲ om. Orib. 9 μέσως] μὲλας Q (corr. H2) ἰσότονος Orib.E (ι in ras.) Di: ἰότονος L: εὔτονος reliqui 10 χρώματος Orib.EDi: σώματος reliqui ἡ om. Orib.EFDi 11 καίεται δ᾿ ὁ λίθος Di οὕτω QDi ὡς ὅτι om. Orib Di 12 ἐὰν Di μεταβάλλῃ QDi 13 γινόμενος Q: γιγνόμενος Orib. αὐτὸν addidi e Di σθέσον post μὐτῷ coll. Orib.EDi σπέσον] βρέξον Di 14 τὸ μὐτὸ Q 15 καὶ ἔα αὐτὸν L καὶ (pr.) om. LDi, del. E2 17 καὶ om. L ἐνεργῶς LE: ἐναργῶς reliqui 18 ἐσχαρ. ποσῶς Di κατακλυσμάτων LQ: κατακλασμάτων Di, at cf. Dl cum ceroto conbustionibus medetur τε EDi: δὲ reliqui ἰατρικὴν LE 19 κηρῶ L καὶ addidi ex E καὶ σηπτικὴν ποσῶς om. Di ἡ om. F)
92

124 Ἄσσιον δὲ λίθον παραλημπτέον τὸν κισηροειδῆ τὴν χρόαν, χαῦνόν τε καὶ κοῦφον, ἔτι δὲ εὐθρυβῆ καὶ διαφύσεις μηλίνας ἔχοντα διὰ βάθους. τὸ δὲ ἄν θος αὐτοῦ ἐστιν ἡ ἐφιζάνουσα ἁλμυρὶς τῇ ἐπιφανείᾳ τῶν λίθων, τῇ μὲν συστάσει λεπτή, τῇ δὲ χρόᾳ τὸ μέν τι λευκόν ἐστι, τὸ δέ τι ἔοικε κισήρει, ἐπὶ τὸ μήλινον τετραμμένον, προσαγόμενόν τε τῇ γλώττῃ δάκνει ποσῶς.