De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

175

9 σύμφυτον πετραῖον· φύεται ἐν πέτραις. κλωνία δὲ ἔχει ἐμφερῆ ὀριγάνῳ, λεπτόφυλλα, κεφάλια δὲ ὡς θύμου. τὸ δ᾿ ὅλον ἐστὶ ξυλῶδες καὶ εὐῶδες, γλυκύ τε πρὸς τὴν γεῦσιν καὶ πτυέλου προκλητικόν· ῥίζαν δὲ ἔχει μακράν, ὑπόπυρρον, ὅσον δακτύλου τὸ πάχος.

τοῦτο ἑψηθὲν σύν μελικράτῳ καὶ ποθὲν ἀνακαθαίρει τὰ ἐκ πνεύμονος καὶ τοῖς αἷμα ἀνάγουσι καὶ νεφριτικοῖς σὺν ὕδατι δίδοται.

σὺν δὲ οἴνῳ ἑψηθὲν πίνεται πρὸς δυσεντερίαν καὶ 2 ῥοῦν γυναικεῖον ἐρυθρόν, σύν ὀξυμέλιτι δὲ πρὸς σπάσματα καὶ [*](9 RV: σύμφυτον· οἱ δὲ καὶ τοῦτο πηκτήν, [οἱ δὲ ἀναξελῖτις,] οἱ δὲ ξυλοφόρον, οἱ δὲ Ἐλένιον, οἱ δὲ ἀναζελῖτις, οἱ δὲ ἀνάχυλις, οἱ δὲ ἀνάχυσις, Αἰγυπτιοι αἱμόστασις, Ῥωμαῖοι κονφέρβα, οἱ δὲ ἄλου〈μ〉 Γάλλικου〈μ〉, Ἀφροι ἀργαλλικού.) [*](1 SIM.: Pl. XXVII 41sq. e 8. N.) XXVI 42 (ex I. 3.) cf. XIX 116 — Zop. (Orib. II 567) Scrib. Larg. 83 Pl. XXVII 41 D. eup. II 80 (239) 35 (248) — Pl s. 41 eup. II 102 (304) — Pl. XXVI 45 eup. II 48 (260).) [*](1 EXC.: Orib. XII s, v. (σύμφυτον — πάχος); Gal. XII 133 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII s. v.). Ps. Ap. 60 (unde Pa. Orib. I 48 ~ A. Mai VII 446) Isid. XVII s, 61.) [*](10 SIM.: Ps. Ap. 60.) [*](1 num. cap. νπα ODi: θ E tit. περὶ συμφύτου FHDi: textum om. R φύεται μὲν E 2 ἐμφερῆ] ὅμοια Di λεπτὰ δὲ φόλλα P: λεπτὰ φύλλα FHA: λεπτὰ reliqui correxi 3 γλυκύτερον Orib. 4 πτυέλου προκλ.] στυπτικόν Orib.: salium ciens Pl.: fleuma proyocat Dl ὑποπόρφυρον 0: radice longa ru- tila Pl.: obrufa Dl: fulua Ps. Ap. 5 πάχος ὅσον δακτύλου Orib.: τὸ om. Dl 6 τοῦτο] ὕπερ H: τότε F 8 σὺν δὲ οἴνῳ PE: σὺν οἴνῳ δὲ reliqui 9 γυναικεῖον om. Di ἐρυθρόν om. E) [*](10 C fol. 286v: N fol. 132: syn. om. HDi marg. add. N (man. rec) sim- phyton i. e. consolida maior cf. M. S. s. v. τοῦτο N: μὐτὸ C πηκτήν] alii pectes Ps. Ap. (L) cf. D. IV 10 οἱ δὲ ἀναξελῖτις post ξυλοφόρον transpos. N: seclusi. incerta sedes evincit glossema (ad ἀναζηλητις emendandum) 11 ξυλοφόρον] xylophyton Ps. Ap. ἑλαίνιον C cf. D. I 27 Pl. XIV 108 ἀναζηλητις R: anazetesin Ps. Ap.: correxi ἀναυλις R: correxi coll. Ps. Ap. anachylin: M. S. anaxilis i. e. consolida minor (symphyton flegma sursum ver- sus agit) 12 Αὐγύπτιοι R: suspectum cf. Ps. Ap. Democritus haemostasin (Ack.) αἱμοσασλις R: correxi fort. οἱ δὲ αἱμόστασις, Αἰγύπτιοι . . . 9symph. sanguinem reicientibus prodest) κονφέρβα] alii dicunt confirmam . . . alii conserbam Ps. Ap.: conferuam dicunt alii Ps. Orib. cf. Theod. Prisc. ed. Rose 551 conferua appellata a conferuminando Pl. XXVII 69 13 ΑΝΟΥΓΑΛΛΙΚΟΥ (sic) R: correxi coll. Scrib. Larg. 83 symphyti radix, quam quidam inulam ru- sticam uocant, quidam autem alum Gallicum dicunt: Ps. Ap. Itali argallic (L: anagalico superscr. m. rec.) Pl. l. s. cf. Theod. Prisc. l. s. Pelag. ed. Ihm 148 ἀργαλλικου R cf. Cael. Aur. m. chr. V 2, 37 radice argallici, quod Graeci σύμφυ- τον uocant (m. chr. II 12, 147) Löw l. s. 403)

176
ῥήγματα· καὶ ἄδιψον δέ ἐστι διαμασώμενον, ἁρμόζον καὶ ταῖς περὶ βρόγχον τραχύτησι· κολλᾷ καὶ τὰ νεότρωτα καὶ ἐντεροκήλας ἀποκρατεῖ καταπλασσόμενον, καὶ τὰ κρέα δὲ συμπήττει ἑψόμενον σὺν αὐτοῖς.

10 σύμφυτον ἄλλο, οἱ δὲ πηκτὴν καλοῦσιν· ἀνίησι [*](10 RV: πηκτή· οἱ δὲ σύμφυτον, Ῥωμαῖοι σολδάγινεμ, οἱ δὲ σολδάγω. καυλὸν ἀνίησιν πηχυαῖον ἢ καὶ μείζονα, κοῦφον, παχὺν ὥσπερ σόγχου, φύλλα δασέα, γωνίας ἔχοντα, ὑπομήκη πρὸς τὰ τοῦ βουγλώσσου· ἔχει δὲ καὶ παρὰ τὰς γωνίας ὁ καυλὸς ἐξοχάς τινας παρατεταμένας φύλλων λεπτῶν προστύπων ἀφʼ ἑκάστης μασχάλης, ἐν οἷς τὰ ἄνθη ἔχει μήλινα, ἐμφερῆ πρὸς τὰ τοῦ πηγάνου καὶ καρπὸν ὡς φλόμου. ὅλος δὲ ὁ καυλὸς καὶ τὰ φύλλα ἔχει χνοῦν ὑπότραχυν κατὰ τὴν προσαφήν κνησμὸν ἐμποιοῦντα. ῥίζαι δʼ ὕπεισιν ὑπόλευκοι, μικραί, γλίσχραι, ὧν καὶ ἡ χρῆσις. ποιοῦσι δὲ λεῖαι πινόμεναι αἱμοπτυϊκοῖς καὶ ῥήγμασιν καὶ τὰ νεότρωτα κολλῶσι καταπλασσόμεναι· καὶ τὰ κρέα δὲ συνεψομένη συνάγει.) [*](1 SIM.: Pl. XXVI 45 D. eup. II 82 (293) — Pl. XXVI 137—Pl. XXVII 42 — Pl. 41 eup. I 94 (139) — Pl. l. s. eup. I 163 (178) — Pl. XXVI 81.) [*](5 EXC.: Orib. XII s. v. (σύυφυτον — γλίσχραι); cf. Gal. XII 134 ( ═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Ps. Ap. 60.) [*](1 δὲ om. H ἁρμόζον τε καὶ E (καὶ eras. E2) 2 περὶ om. Di: in ras. E2 βρόγχου Di 3 καταπλασσόμεναν P: καταπλασσομένη V συμπέττει O: συμπήσσει E ἐν αὐτοῖς FH) [*](5 num. cap. υπβ ODi: ι E tit. περὶ τοῦ αὐτοῦ H: περὶ ἑτέρου συμφύτου Di ἄλλο om. Orib. post ἄλλο syn. e R add. Di πυκτὴν FHDi καλοῦσιν om. Orib.) [*](6 N fol. 124: cap. om. C, sed textum habet s. v. σύμφυτον (fol. 286v): text. ter habet N (s. v. πηκτή, s. v. σύμφυτον fol. 132, s. v. ἑλένιον fol. 69) adnotabo quae CN s. v. σύμφυτον praebent σολδάγινεμ, σολδάγω N: alii consolida (conserliam L) Ps.  Ap. cf. C.G.L. III 540, 5 7 καυλὸν δὲ C ἀνίησιν δασὺν R δίπηχυν C ἢ om. R μείζονα γωνιοειδῆ (γωνιώδη N) R κοῦφον om. R 8 παχύν, ὑπόκενον (ὑπόκουφον N), οὐκ ἐκ μεγάλων διαστημάτων R σύκου N: ὥσπερ σόγχου om. C τὰ φύλλα R γωνίας ἔχοντα om. R ὑπομήκη] ὑπόστενα καὶ ὑπόμήκη ἐνγράμματα (ἔνγραμμα N) R 10 παρατεταγμένας N λεπτῶν om. R 11 post μασχάλης haec habet R ἄνθη λευκὰ ἢ μήλινα καὶ καρπὸν περὶ τὸν καυλόν 13 φύλλα ἐνίοτε (om, N) R ὑπόλευκον καὶ ὑπότραχυν C 14 ὕπεισιν εὐμεγέθεις τὴν μὲν ἐπιφάνεταν μέλαιναι, ἔνδοθεν δὲ λευκαί, ὧν καὶ χρῆσις (ἡ χρῆσις δʼ αὐτῶν N) R. 16 δήγμασιν καταπλάσσεταί τε (δὲ N) πρὸς κόλλησιν τραυμάτων καὶ νεοτρώτων καὶ τὶ κρέα δὲ συνεψόμενα συνάγουσιν R)

177
καυλὸν δασύν, δίπηχυν ἡ καὶ μείζονα, γωνιώδη, κενὸν ὥσπερ σόγχου, περὶ ὃν οὐκ ἐκ μεγάλων διαστημάτων φύλλα δασέα, στενά, ὑπομήκη πρὸς τὰ τοῦ βουγλώσσου· ἔχει δὲ καὶ παρὰ τὰς γωνίας ὁ καυλὸς ἐξοχάς τινας παρατεταμένας φύλλων προστύπων ἀφʼ ἑκάστης μασχάλης· ἄνθη δὲ ἔπεστι μήλινα καὶ καρπὸς περὶ τὸν καυλὸν ὥσπερ φλόμου.

ὅλος δὲ ὁ καυλὸς καὶ 2 τὰ φύλλα ἔχει χνοῦν ὑπότραχυν, κατὰ τὴν προσαφὴν κνησμὸν ἐμποιοῦντα ῥίζαι δὲ ὕπεισι τὴν μὲν ἐπιφάνειαν μέλαιναι, ἔνδοθεν δὲ λευκαὶ καὶ γλίσχραι, ὧν καὶ ἡ χρῆσις.

ποιοῦσι δὲ λεῖαι πινόμεναι αἱμοπτυϊκοῖς καὶ ῥηγματίαις, καταπλάσσονταί τε πρὸς φλεγμονάς, μάλιστα τὰς ἐν δακτυλίῳ ὠφελίμως μετὰ φύλλων ἠριγέροντος· καὶ τὰ νεότρωτα δὲ κολλῶσι καταπλασθεῖσαι καὶ τά κρέα συνεψόμεναι κολλῶσιν.