De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

69 ψύλλιον· οἱ δὲ κυνοκέφαλον, Σικελοὶ δὲ κρυστάλλιον, οἱ δὲ κυνόμυιαν καλοῦσι· φύλλον ἔχει κορωνόποδι ὅμοιον, δασύ, κλῶνας δὲ σπιθαμιαίους· καὶ τὸ ὅλον δὲ βοτάνιον χορτῶδες. ἄρχεται δὲ αὐτοῦ ἡ κόμη ἀπὸ μέσου τοῦ καυλοῦ, κεφάλια δύο ἢ τρία ἐπʼ ἄκρου συνεστραμμένα, ἐν οἷς σπέρμα ψύλλοις ἐοικός, μέλαν, σκληρόν· φύεται ἐν ἀρούραις.

δύναμιν δὲ ἔχει ψυκτικήν ὠφελεῖ δὲ καταπλασσόμενον 2 ἀρθρίτιδας, παρωτίδας, φύματα, οἰδήματα, στρέμματα, κεφαλ [*](69 RV: ψύλλιον· οἱ δὲ κατάφυσις, οἱ δὲ κυνοκεφάλιον, οἱ δὲ κρυστάλλιον, οἱ δὲ κυνόμυιαν, οἱ δὲ ψύλλερις, οἱ δὲ Σικελιωτικόν, Σικελοὶ δὲ κυνοειδὴς ἢ κρυστάλλιον, Ῥωμαῖοι σιλβάκιουμ, οἱ δὲ ἕρβα πουλικάρις, Ἄφροι οὐαργουγούμ.) [*](4 SIM.: Pl. XXV 140 (c S. N.)) [*](4 EXC.: Orib. XII s. v. (ψύλλων—ἀρούραις); cf. Gal. XII 158 (— Aet. I s. v. Paul. Aeg. VIΙ 3 s. v): Ps. D. de h. f. 25 ~ A. Mai l. s. VII 458 (e D. lat. cf. Mai 455); Isid. XVII 9, 54 (e D. lat); Hes. s. v. ψύλλιον; Anecd. gr. ed. Boiss. lI 408.) [*](10 SIM.: Pl. XXVI 101. 104 Alex. Trall. II 513. 515 — Alex. Trall. II 121 — Pl. XXV 140 cf. XXVI 122 — D. eup. I 147 (168) — Pl. XXV 140 eup. I 1 (94) — Pl. XXVI 79 — Pl. XXV 141.) [*](1 φασὶ—άπεργάζεται om. A ἵστησιν δὲ αὐτίκα ἐὰν ἕλκος τις ἐν κόλπῳ ἔχων ἐγκλύσῃ N ἐάν τις Di: κἂν E ἔχων FH 2 ἐγκλέσῃ σὺν γλυκεῖ /////// (4 litt. eras. E 2) E ἐργάζεται NDi: ἀπεργάζεται ἐνκλυσθὲν E) [*](4 num cap. φμα ΟDi: ξη E tit. περὶ ψυλλιου FHADi post φύλλιον syn. e R add. Di: mg. H 2 κυνοκέφαλον 0rib. E0: κννοκεφάλιον RDi: quino- fallion Dl: utraque forma utitur schol. 0rib. II 744 Σικελοὶ] οἱ Orib. κρυ- στάλλειαν 0rib. (ον superscr. pr. m.): crystallion Pl. 5 κννομυίαν VE: quino- mela Dl post καλοῦσι syn. Rom. inser. A φύλλα AE δὲ ἔχει CE (corr. E 2) κωρονόποὃι C: κορωνοποδίῳ N ὅμοια δασέα E δασὺ καὶ μακρότερον RDi (marg. inser. A 2) 6 δὲ (pr.) om. Orib. δὲ (alt.) om. R0rib.Di βοτάνιον] κλωνίον E (βοτάνιον superscr. E 2) 7 κεφάλια δὲ REDi 8 τρία ἢ πλέονα C, marg. add. A 2 συνεσταλμένα Di ἐν οἷς om. RDi τὸ δὲ σπέρμα RDi: τὸ σπέρμα E ἐοικός] ὅμοιον RDi] 9 σκληρόν om. 0rib. φύεται δὲ E ἐν ἀρούραις καὶ ἐν χέρσοις Di 10 ἔχει μαλακτικήν, στυπτικήν, ψυκτικήν Di 11 ἀρθρίτιδα NDi: ἀρθριτικοὺς corr. E 2 στρέμματα] σπάσματα RDi: super- scr. A 2 κεφαλαλγίαν NFHADi) [*](12 C fol. 383v: N 169 13 cymomyiam Pl. l. s. ψίλερις RDi: ψύλλερις H alii Sicelicon Pl. l. s. 14 κοινηλης C: κοινηδιης N: κοινιδιίς H: κινιδιΐς Di: correxi coll. Pl. l. s. alii cymoides ἢ] οἱ δὲ Di σιλβακιούμ HA: σιβακιούμ Di: suspectum 15 πονλύκαρις HADi cf. D. III 121 Ps. D. de h. f. Isid. XVII 9 54 Cass. Fel. 219 (ed. R) de Afrorum nom. cf. Löw 1. s. 409)

228
αλγίας μετὰ ῥοδίνου καὶ ὄξους καὶ ὕδατος, ἐντεροκήλας τε τὰς ἐπὶ παίδων καὶ ἐξομφάλους ὑγιάζει καταπλασσόμενον δεῖ δὲ ὀξυβάφου πλῆθος λεάναντας βρέχειν ἐν ὕδατος δυσὶ κοτύλαις καὶ ὅταν παγῇ τὸ ὕδωρ ἐπιπλάττειν· ψύχει δὲ ἱκανῶς.

70 στρύχνον κηπαῖον· ἐδώδιμόν ἐστι. θαμνίσκος οὐ μέγας, μασχάλας ἔχων πολλάς, φύλλα μέλανα, ὠκίμου μείζονα [*](70 RV: στρύχνος μέλας κηπαῖος· οἱ δὲ ἥμερον, Ῥωμαῖοι στρούμουμ, οἱ δὲ κουκούβαλουμ, Αἰγύπτιοι ἀληλώ, Γάλλοι σκούβουλου μ, Ἄφροι ἀστιρσμουνίμ.) [*](5 SIM.: Theophr. h. pl. VII 7, 2. 15, 4. Pl. XXI 177 sq.) [*](5 EXC.: Orib. XII s. v. (στρύχνον — γεῦσιν); med Gal. XΙΙ 145 s. v. τρύ- χνον (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v. στρύχνον); Ps. D. de h. f. 29 ~ A. Mai VII 428 (e D. lat., unde Isid. XVII 9, 78); Ps. Ap. 74; Ps. Orib. IV 222.) [*](1 καὶ (pr.)] ἢ Di καὶ (alt.)] ἢ RDi: cum oleo roseo et aqua et aceto adhi- bitus Dl: cum oleo rosacio vel aqua Ps. D. de h. f.: eœ aceto et rosaceo aut posca Plin.: σὺν ὄξει βραχὲν καὶ ὁοδίνῳ D. eup. I 1 (94) 2 παιδίων E σὺν ὄξει ὑγιάζει E ὑγιάζει] συνάγει N καταπλασθέν NE: καταπλασθεῖσα C post καταπλασσόμενον add. σὺν ὄξει FHADi 3 πλῆθος (τὸ πλ. N) post λεάναντας transpos. R λεαίνοντας C: λιαίνοτας N: λειαίνοντας Di ὕδατι HA: δυσὶν ὅδατος κοτύλαις RDi: β κοτύλαις ὕδατος E 4 κὅταν P ὅταν — ὕδωρ om. R πλαγῇ P πάντη ἐπιπλάττειν R δὲ] γὰρ Di in fine aliena add. Di (marg. inser. E2H2) τὸ ψύλλιον εἰς ὕδωρ (δὲ ξέον add. E2) ἐπιτιθέμενον ζέον καταστέλλει τὴν θέρμην· ποιεἶ δὲ καὶ πρὸς ἐρυσιπέλατα . φασὶ δὲ ὅτι κομισθὲν (κομισθεῖσα E) ἐν οἴνῳ χλαρὸν (χλωρὰ E) οὐκ ἐᾷ ψύλλας (ψύλλους E) γενέσθαι. κοπὲν (κοπεῖσα Ε) δὲ μετὰ στέατος τὰ ῥυπαρὰ καὶ μκοήθη τῶν ἑλκῶν ἀπο- καδαίρει. ὁ δὲ χυλὸς μετὰ μέλιτος πρὸς ὦτα ῥευματιζόμενα ποιεῖ καὶ σκώληκας ἔχοντα (ῥευματιζόμενα καὶ σκώληκας ἔχοντα ποιεἰ E)) [*](5 num. cap. φμβ 0Di: ξθ E tit. περὶ στρύχνου FHADi στρύχνος μέγας κηπαῖος Di: στρύχνος κηπαῖος HA : στρύχνος Theophr. l. s.: τρύχνον Nic. Th.: trychno quam quidam strychnon scripsere Pl: τρύχνον, ἔνιοι δὲ μετὰ τοῦ σίγμα στρύχνον ὀνομάζουσι Gal. l. a. post syn. initio e R addita haec habet Di στρύχνος ἐδώδιμός ἐστι θαμνίσκος ἐδώδιμον 0rib.E: ἐδώδιμος reliqui: stri- qnon hortinum comeditur Dl ἐστι post θαμνίσκος transpos. 0rib.: ante ἐστὶ dist. E οὐ μέγας om. Orib. (spatio relicto), add. 02, marg. add. A 2 6 φύλλα δὲ E) [*](7 C fol. 293r: N 136: syn. mg. add. H 2 marg. add. N (man. rec.) morella. strichnos melas cepaios μέγας Di ἵμερον R cf. Theophr. h. pl. VII 15, 4 8 ῥουμούμ A (στρουμούμ superscr. A2) cf. Pl. XXVII 68 quidam hanc (sc. cucu- balum) alio nomine strumum appellant alii Graece strychnum: Ps. D. de h. f. strychnos, alii manicos dicunt, alii cucubalum, alii strumum κακουβαλούμ HDiA (κουκουβαλούμ superscr. A 2): vel cubalum Ps. Ap. (L man. rec.): praet. a Romanis uva lupina vel herba salutaris appellabatur (cf. Isid. l. s. Ps. Apul. l. s.) ἀλληλώ Di 9 ἀτιρσμουνιμ C: ἀστρσμουνιμ N: ἀστρισμουνίμ HDi cf. Löw l. s. 404)

229
καὶ πλατύτερα, καρπὸς περιφερής, χλωρὸς ἢ μέλας· ἔγκιρρος δὲ γίνεται μετὰ τὸ πεπανθῆναι· ἀβλαβὴς δὲ ἡ βοτάνη πρὸς γεῦσιν.

δύναμιν δὲ ἔχει ψυκτικήν, ὅθεν τὰ φύλλα καταπλασσόμενα ἁρμόζει πρὸς ἐρυσιπέλατα καὶ ἕρπητας μετὰ πάλης ἀλφίτου, καθʼ ἑαυτὰ δὲ ἐπιτιθέμενα λεῖα αἰγίλωπας θεραπεύει καὶ κεφαλαλγίας καὶ στομάχῳ καυσουμένῳ βοηθεῖ, παρωτίδας τε διαφορεῖ σὺν ἁλσὶ λεῖα καταπλασσόμενα.

καὶ ὁ χυλὸς δὲ αὐτοῦ 2 ποιεῖ πρὸς ἐρυσιπέλατα καὶ ἕρπητας σὺν ψιμυθίῳ καὶ λιθαργύρῳ καὶ ῥοδίνῳ, πρὸς αἰγιλώπια δὲ σὺν ἄρτῳ· ἁρμόζει καὶ σειριῶσι παιδίοις σὺν ῥοδίνῳ ἐμβρεχόμενος. μείγνυται δὲ καὶ κολλυρίοις ἀντὶ ὕδατος ἢ ᾠοῦ τοῖς πρὸς ῥεύματα δριμέα εἰς τὰς ἐγχρίσεις, ὠφελεῖ καὶ ὠταλγίας ἐνσταγείς· ἴσχει δὲ καὶ ῥοῦν γυναικεῖον ἐν ἐρίῳ προστεθείς.

71 ἔστι δὲ καὶ ἕτερον στρύχνον, ὃ ἰδίως ἁλικάκκαβον καλοῦσι, φύλλοις ὅμοιον τῷ προειρημένῳ, πλατύτερον μέντοι· [*](4 SIM.: D. eup. I 169 (181) cf. Gal. X 951—eup. I 54 (118) — eup. I 2 (95) — Alex. Trall. I 341 — eup. I 148 (169) Alex. Trall. II 123 — eup. I 168 (180) — eup. I 9 (98) Orib. V 430 cf. Alex. Trall. I 358 — eup. I 58 (122) Alex. Trall. II 77) [*](15 SIM.: Pl.. XXI 177 (ex I. B.) — D. eup. II 56 (268)) [*](15 EXC.: Orib. XII s. v. (ἔστι — στεφάνοις); med. Gal. XII 145 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII c. 3) Ps. D. de h. f. 29. Ps. Ap. 74. Hes. s. v. ἀλικάκκαβα.) [*](1 καρπὸν περιφερῆ χλωρὸν H2ADi ἤ om. ROrib.H2ADi post χλωρὸς c. 7 litt. eras. E2 μέλας δὲ ἢ κιρρὸς R0rib.H2ADi at cf. Ps. Ap cum semine rotundo, viridi aut nigro: Dl semen viride, nigrum aut rufum, quod cum matu- raverit, mutat colorem κιρρὸς E 2 γίνεται om. 0rib.: πίννεται R 4 ψνκτικὴν καὶ στυπτικήν E 5 παιπάλης HADi 6 αἰγίλωπα (σ add. man. rec.) CDi 7 κεφαλαλγίαν FHADi στομάχων P: στομάχων καυσουμέ- νων V: στόμαχον καυσούμενον παρηγορεῖ R τε] δὲ REDi 8 λεῖα καὶ ἐλαίῳ E (corr. E2) 10 πρὸς αἰγιλώπια — ῥοδίνῳ om. C: del. A αἰγίλω- πασ E 11 σιριῶσι PVE: συριῶσι FHADi: ῥιγοῦσι N ἐπιβρεχόμενος E 12 κολλουρίοις E ἀντὶ] ἀπὸ R 13 ὠφελεῖ δὲ καὶ E ὠταλγίτν FHADi ἐνσταγείς om. R 14 ἐν om. E in fine cap. add. DiA (del. A2) E2H2 (in marg.) ὁ δὲ χυλὸς τοῦ κηπαίου στρύχνου (τοῦ κ. στρ. om, Ε2) ἀναγκαῖός ἐστι πρὸς αἰγίλωπας συμμαλασσόμενος ἀφόδῳ πυρρᾷ ὀρνίθων (ὀρωιθίων Ε2) κατοικιδίων (κατοικιτιδίων E2) καὶ ῥάκει ἐπιτιθέμενος (unde?)) [*](15 num. cap. φμγ 0Di: ο E tit. περὶ στρύχνου ἁλικακάβου Di: om. FHA lemma φυσαλλίς R δὲ om. Di ἕτερον εἶδος στρύχνου A οἱ δὲ pro ὃ ἰδίως Orib. ἀλικάκαβον EHDiD. eup. II 56 (268) 16 post καλοῦσι add. e R οἱ δὲ φυσαλίδα A (marg. H2) φύλλοις ἐστὶν (om. N) ὄμοιον τῷ προειρημένῳ (om. C) κηπαίῳ στρύχνῳ R πλατυτέροις REDi: πλατύτερα Orib.)

230
οἱ καυλοὶ δὲ αὐτοῦ μετὰ τὸ αὐξηθῆναι χαμαικλινεῖς γίνονται. καρπὸν δʼ ἔχει ἐν θυλακίοις περιφερέσιν, ὁμοίοις φύσαις, πυρρόν, περιφερῆ, λεῖον, ὡς ῥᾶγα σταφυλῆς, ᾧ καὶ οἱ στεφανοπλόκοι χρῶνται καταπλέκοντες τοῖς στεφάνοις.

δύναμιν δὲ ἔχει καὶ χρῆσιν τὴν αὐτὴν τῷ προειρημένῳ κηπευτῷ στρύχνῳ χωρὶς τοῦ βιβρώσκεσθαι. δύναται δὲ ὁ καρπὸς τούτου πινόμενος ἴκτερον ἀποκαθαίρειν οὐρητικὸς ὤν· καὶ χυλίζεται δὲ ἀμφοτέρων ἡ πόα καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ εἰς ἀπόθεσιν· ποιεῖ δὲ πρὸς τὰ αὐτά.

72 στρύχνον ὑπνωτικόν, οἱ δὲ ἁλικάκκαβον, οἱ δὲ κακκαλίαν καλοῦσι· θάμνος ἐστὶ κλάδους ἔχων πολλούς, πυκνούς, στελεχώδεις, δυσθραύστους, φύλλων πλήρεις λιπαρῶν, ἐμφερῶν μηλέᾳ κυδωνίᾳ, ἄνθος ἐρυθρόν, εὐμέγεθες, καρπὸν ἐν λοβοῖς [*](71 RV: φυσαλλίς· οἱ δὲ στρύχνον, οἱ δὲ ἁλικάκκαβον, Ῥωμαῖοι βησικάρια.) [*](10 SIM.: Theophr.] h. pl. IX 11, 5. 15, 5; Theophr. VII 15, 4; Pl. XXI 180 (ex I. B.).) [*](10 EXC.: Orib. XII s. v. (στρύχνον — τόποις); med. Gal. XII 145 (= Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3); Ps. Ap. 23. 74.) [*](1 οἱ om. ORE ἀξανθῆσαι (sic) Orib. γίγνεται Orib.: om. R post γίνονται haec habet R καὶ σπέρμα τι (τισιν C) ὅμοιον (ὁμοίως C) φύσαις, πυρρόν, περιχερές, λεῖον 2 ἔχει om. HA ὁμοίοις Orib.: ὅμοιον 0Di at cf. Ps. Ap. l. s. fructu sive semine in folliculis rotundis vesicae similibus incluso 3 περιφερεῖ E: om. Orib. ῥῶγα R: ῤᾶγας Orib.E στεφανηπλόκοι ROrib. 4 τοὺς στεφάνους corr, E2 5 προειρημένφ om. Di 6 κηπαίω REDi 7 τούτου PFHE: αὐτοῦ reliqui ante πινόμενος del. βιβρωσκόμενος ἢ E2 πινόμενος] χυλισθείς R: superscr. A2 καὶ om. REDi 8 ἀρφοτέρων om. R. εἰς] πρὸς RDi) [*](10 num. cap. φμδ ODi: ρα E tit. περὶ στρύχνου ὑπνωτικοῦ Di: om. FHA in R s. v. ἁλικάκκαβος errore ibrarii text. capp. 71 et 70 subnectitur post ὑπνωτικόν syn. e R add. Di: marg. H2 ἀλικάκαβον Orab. HADi cf. IV 71 κακκαλίαν PV : cecalion Ps. Ap. (Li V): καλλίαν Orib. Dl: καλλίαν, οἱ δὲ κακ- καλίαν E: callion Pl.: κακκαλίδα F: καλλαίδα Di: καυκαλίδα AH (καλλαίδα corr. H2) cf. Salm. de syn. hyl. iatr. 66 11 καλοῦσι om. A. καυλοὺς Orib. πυκνοὺς πολλούς Orib. 12 στελεχοειδεῖς R: στελεγχώδεις E 13 μηλοκυδωνίῳ Di: κυδωνίῳ E (corr. E2): μηλέᾳ τῆ γλυκείᾳ [Theophr.] l. s. post ἄνθος c. 5 litt. eras, Ε2 καρπὸν — εὐμεγέθη om, Orib.: καρπὸν ἐρυθρότερον κόκκου [Theophr.] l. s. post λοβοῖς c. 7 litt. eras. E2) [*](14 C fol. 360r: N 148 marg. add. N (man. rec) στρύχνον χνσάλλεις quod est quidam species strigni sive solani φυσαλλεις N ἀλικκακαβον C 15 βισσι- καλια N: βισσικαλις C: correxi coll. Pl. nostri autem vesicariam: Cass. Fel. 45 (114 R) herbae fysalidos quam Romani vesicariam appellant)

231
κροκίζοντα, ῥίζαν φλοιὸν ἔχουσαν ὑπέρυθρον, εὐμεγέθη· φύεται ἐν πετρώδεσι τόποις.