De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

ἀμφότεροι δὲ οὗτοι μανιώδεις ὑπάρχουσι καὶ 2 καρωτικοί, δύσχρηστοι. εὔχρηστος δὲ εἰς θεραπείαν ἠπιώτατος ὢν ὁ τρίτος, λιπαρὸς καὶ ἁπαλὸς καὶ χνοώδης, ἄνθη λευκὰ ἔχων καὶ τὸ σπέρμα λευκόν· φύεται παρά θαλάττῃ καὶ ἐν ἐρειπίοις.

χρηστέον οὖν ἐστι τῷ λευκῷ· εἰ δὲ μὴ παρείη οὗτος, χρῆσθαι δεῖ τῷ ξανθῷ, τὸν δὲ μέλανα ἀποδοκιμάζειν ὡς χείριστον. χυλίζεται δὲ ὁ καρπὸς ἁπαλὸς καὶ τὰ φύλλα καὶ οἱ καυλοὶ κοπτόμενοι καὶ ἐκθλιβόμενοι, ἐν ἡλίῳ ξηραινομένου τοῦ ὑγροῦ· χρῆσις δὲ αὐτοῦ πρὸς ἐνιαυτὸν διὰ τὸ εὔσηπτον.

χυλίζεται δὲ 3 αὐτοῦ καὶ τὸ σπέρμα κατ᾿ ἰδίαν κοπτόμενον ξηρὸν ὕδατος θερμοῦ [*](8 SIM.: Pl. XXV 35 D. eup. I 11 (99) — Pl. l. s. 36.) [*](1 ἀνιεὶς πολλοὺς παχεῖς A πλατέα, παχέα E ἐπεσχισμένα E 2 μεγάλα καὶ μέλανα E παρὰ] περὶ Orib.: iuxta cuius astas Dl πεφύκασιν ἄνθη ADi: ἄνθη marg. add. H2 3 πεφραγμένοις P: πεφρυγμένοι FA ἀσπιδίσκοις μεστοὶ om. NDl ἀσπιδίσκῃ P: ἀσπιδίσκοις Orib.HDi: ἀσπιδίσκοι EVFA μεστοῖς Orib.VH: σπέρματος μεστοῖς Di ad rem cf. Ps. Ap. balanos generans ut est mali Punici ampullaceum appellatum obstrusis quidem scutulis et semine plenis 4 εἰσὶν δὲ αὐτοῦ διαφοραὶ τρεῖς (γ Orib.) Orib.E δισσή N ἡ μὲν Orib.: ὃς μὲν N 5 φύλλα δὲ N ὅμοια σμίλακι Orib.: σμίλακι libri: correxi coll. Dl. folia milace similia 6 τις] τὰ N μηλοειδῆ libri: ἀτρέμα μηλίζον Gal.: alterum vero flores mellinos habet Dl: correxi duce Sarac. 7 ἁπαλωτέρους NOrib.E δὲ om. NDi 9 καρωτικοί] ὑδρωπικοῖς N εὔχρηστοι NV: om. OribE (add. E2) ἠπιότερος N 10 δ᾿ ὢν Orib.E (δ᾿ eras. E2): δὲ ἐστιν V: δ᾿ ὁ τρίτος N 11 φύεται ἐν τῇ παραθαλαττία 7 12 ἐν ante ἐρειπίοις add. E ἐριπίοις P: ἐρειπίοις VFHDi: ἐρυπίοις A: εὐρείποις N: εὐρίποις Orib.E: eoripis Dl: in maritimis nascens Pl.: nascitur quam maxime humectis locis A. Mai l. s. 13 χρηστέον — λευκῷ om. NODi at cf. Dl semen vero utile est albu(m), quod si minime inventum fuerit, rufo secundatur: A. Mai l. s. hoc namque medicinae aptum est παρῆν Orib. χρηστέον Orib. 14 δεῖ om. E ἀποδοκιμαστέον R ὡς χείριστον om. N ἄχρηστον E 15 post καρπὸς marg. inser. τοῦ λευκοῦ E2 16 καὶ ἐκθλιβόμενοι om. Norib. θλιβόμενοι E (ἐκ superscr. E2) post ἐκθλιβόμενοι 9 fere litt. eras. E2 ἡλίῳ δὲ N 17 εὔσηπτον εἶναι Orib. 18 αὐτοῦ om. NOrib.E καὶ om. N ξηρὸν κοπτόμενοι Orib.)

226
παραχεομένου καὶ ἐκθλιβόμενον· ἐστι δὲ βέλτιον τοῦ ὀπίου τὸ χύλισμα καὶ ἀνωδυνώτερον. ἡ δὲ χλόη κοπεῖσα καὶ μιγεῖσα σιτανίῳ ἀλεύρῳ ἀναπλάσσεται εἰς ἀρτίσκους καὶ ἀποτίθεται.

ἁρμόζει δὲ τὸ πρῶτον χύλισμα καὶ τὸ ἀπὸ ξηροῦ τοῦ σπέρματος εἰς κολλύρια ἀνώδυνα καὶ πρὸς ῥεῦμα δριμὺ καὶ θερμὸν καὶ ὠταλγίας καὶ τὰ περὶ ὑστέραν, σὺν ἀλεύροις δὲ ἢ ἀλφίτοις