De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

52 σχοίνου ἑλείας τὸ μέν τι καλεῖται ὀξύσχοινος, ἄποφυς [*](50 RV: τράγιον ἄλλο.) [*](51 RV: τράγος ἕτερος ἢ σκορπίος ἢ τάργανον.) [*](52 RV: ὀξύσχοινος· οἱ δὲ ὀξύπτερος οἱ δὲ ὀφρὺς ἡλίου, Ῥωμαῖοι ἰούγκουμ μαρίνουμ, οἱ δὲ ἰούγκουμ μανουάλεμ, Ἄφροι χουδόδ.) [*](8 SIM.: Theophr. h. pl. IV 12, 1 sq. Pl. XXI 112 sq. (ex Hyg.) Pl. XXI 119 (e S. N.).) [*](8 EXC.: Orib. XII s. v. (σχοίνου — αὐτῆς); med. Gal. XII 136 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.). Hes. s. v. ὁλόσχοινος.) [*](1 θάλασσαν ROrib. μάλιστα om. COrib. θαμνίσκος ἐστὶν Orib. ἐπὶ γῆς PDi: om. R: del. A2: ἐπὶ γῆς ἐπιμήκης FHA (dittogr.) correxi μέγεθος ἔχων σπιθαμῆς Orib.: longitudinem palmi unius habet aut amplius Dl: ὅσον σπιθαμῆς RDi δὲ (pr.) om. R: sine foliis Pl. XIII 116: foliis pusillis Pl. XXVII 142 3 ῥῶγες μικροὶ πυρροί R πυρραί om. marg. add. P πυροῦ om. R: πυρροῦ H 4 ὀξεῖς ROrib. post ὀξεῖαι dist. Orib. ἀπ᾿ ἄκρον R sustuli comma post πολλαὶ λίαν om. Orib. γευομένῳ Orib. 5 ὡς] καὶ R αἱ ῥῶγες ποθεῖσαι (ποθέντες N) κοιλ. R 6 ῥοικὰς γυναῖκας Di ὠφελοῦσιν διαθέσεις C δὲ καὶ A αὐτὸ R: αὐτὴν A 7 ἐπὶ (ἐν C) ἀγγοθεσίαν R οὕτω AHDi) [*](8 num. cap. φκδ O: φκγ Di tit. περὶ σχοίνου FHA: περὶ σχίνου Di ὀξύσχοινος in lemmate habent RDi initio syn. e R add. Di τούτου δισσὸν εἶδος· τὸ μέν τι (μέντοι Di) αὐτοῦ καλεῖται σχοῖνος λεία, τὸ δὲ ὀξύσχοινος (ὀξύσχινος Di) ἄποξυς κτλ. RDi: σχοῖνος λεία· τὸ μέντοι αὐτοῦ καλεῖται σχοῖνος λεία, τὸ δὲ ἄποξυς A: σχοῖνος ἑλεία· τὸ μὲν (τοι superscr. H2) καλεῖται (αὐτοῦ superscr.) ὀξύσχοινος (σχοῖνος λεία superscr.) ἔποξυς H ἑλείας] λείας Orib. cf. Gal. l. s. σχοίνου ἑλείας ἡ μὲν ὀξύσχοινος, ἡ δὲ ὁλόσχοινος ὀνομάζεται . . . τῆς δʼ ὀξυσχοίνου δύο εἰσὶν εἴδη· τὸ μὲν ἄκαρπον . . . τὸ δ᾿  ἔτερον καρκοφύρον. cf. Theophr. l. s. Salm. exerc. Pl. 185 μὲν τι] μέντοι F καλεῖται om. marg. add. P) [*](9 C fol. 341v: N 140) [*](10 C fol. 341v: N 140 (syn. om.)) [*](11 C fol. 245v: N 116 ὀξύπτερνος libri: correxi οἱ δὲ ὀφρὺς ἡλίου om. C: ὀφρῦς HDi 12 ἰουνκουμαρίνου HDi cf. Pl. XXI 112 alterum genus iuncorum facit (sc. Mago) quod marinum et a Graecis oxgschoenon vocari invenio ἰευκουμανουυάλε(ε H)ν HDi: ἰουμανουάλον A: μανουάλε R 13 χουδοδ C: χουδοα N: χούδουα HDi cf. Löw l. s. 410)

208
ἐπ᾿ ἄκρῳ. δισσὸν δὲ καὶ ταύτης εἶδος· ἡ μὲν γὰρ ἄκαρπος, ἡ δὲ καρπὸν μέλανα ἔχει, περιφερῆ, παχύτεροι δὲ ταύτης οἱ κάλαμοι καὶ σαρκωδέστεροι. ἐστι δὲ καὶ τρίτη πολλῷ σαρκωδεστέρα καὶ παχυτέρα τοῖν δυεῖν ὁλόσχοινος λεγομένη· ἔχει δὲ καὶ αὕτη καρπὸν ἐπ᾿ ἄκρου ὅμοιον τῇ πρὸ αὐτῆς.

2 ἀμφοτέρων δὲ ὁ καρπὸς φρυγεὶς καὶ πινόμενος μετὰ κράματος κοιλίαν καὶ ῥοῦν ἐρυθρὸν ἵστησι καὶ οὖρα κινεῖ· ἔστι δὲ κεφαλαλγής. τὰ δὲ πρὸς τῇ ῥίζῃ ἁπαλὰ φύλλα καταπλασσόμενα φαλαγγιοδήκτοις ἁρμόζει. ἡ δὲ Εὐριπικὴ σχοῖνος ὑπνωτικὸν ἔχει τὸν καρπόν· φυλάττεσθαι δὲ δεῖ αὐτοῦ ἐν ταῖς πόσεσι τὸ πλῆθος· καροῖ γὰρ λίαν |.