De materia medica
Dioscurides Pedianus
Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.
42 πεντέφθλλον· οἱ δὲ πενταπετές οἱ δὲ πεντάτομον, [*](41 RV: ἡπατόριος· οἱ δὲ Εὐπατόριον, οἱ δὲ ἡπατῖτις, Ῥωμαῖοι οὐλούκρουμ μάϊους, Αἰγύπτιοι ὀξιουίν.) [*](8 SIM.: Pl. l. s. D. eup. I 183 (190) — Pl. l. s. eup. II 48 (260) — eup. II 58 (271) Alex. Trall. II 393. 395.) [*](13 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 13, 5 Pl. XXV 109 (e Ps. Theophr. — Basso?).) [*](13 EXC.: Geop. II 6, 29; Ps. Ap. 3 (unde Ps. Orib. III 63 ~ A. Mai VII 438) Gal. XII 96 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII 9, 38 (e D. lat.).) [*](1 μίαν λεπτήν, ξυλώδη (ὑλώδη R), ὀρθήν ROrib.Di at cf. Dl hasta habens recta et lignosa, tenue et nigrae et asperosa ὡς πήχεως E: πηχυαίαν COrib.Di 2 δὲ om. P: δὲ ἔχει E διαστήματος RPE: διαστημάτων reliqui 3 έφύλλου F (i. e. πεντεφύλλου): de P nihil enotavi cf. cap. 42 4 μᾶλλον om. RDi μέλανα R προνοειδῶς C: πριονιδῶς N: πρινοειδὴς A: πρινοειδῶς P (i. e. ilicis modo incisa) 5 ἐξ ἄκρον E: ἐπ᾿ ἄκρου ἐντεμνόμενα R: folis per extremitatis incisis quinquepertito Pl. ἀπὸ] ἀνὰ RDi μέσον NDi 6 ὡς om. R προσίσχεσθαι H: προσήσχεσθαι A: ἐνέχεσθαι R: ἐνίσχεσθαι Di 8 χοιρείου] ὑείου R 9 δυσεπούλωτα FHA 10 μετ᾿ οἴνου RDi πινόμενα EDi καὶ ἡπατικοὺς om. ODl (marg. add. H2 δυσεντερικούς, ἡπατικούς, ἑρπετοδήκτους) cf. Gal. τὰς καθ᾿ ἧπαρ ἐμφράξεις ἐκκαθαίρει: D. eup. II 58 (ἡπατικοὺς χρονίους ὠφελεῖ) ἐρυθροδάνου ἢ εὐπατορίου ῥίζα 11 ὠφελεῖ] σώζει R ἔνιοι δὲ E ἀργεμώνιον P: ἀργεμόνιον E: artemonion Dl: ἀργεμώνην FH (corr. in ἀρτεμισίαν H2): ἀρτεμισίαν RA: ἀρτεμησίαν Di πλανηθέντες — ὑπεδείξαμεν om. N 12 ὑποδείζομεν P: ὑποδείξομεν E) [*](13 num. cap. φιδ ODi: κυ E tit. περὶ πενταφύλλου FHADi πεντέφυλλον P post πεντάφυλλον syn. e R add. Di: post καλοῦσι A: mg. H2 πεντεπέτου [Theoph.] l. s.: πενταπεντές A: πεντάπετες] E οἱ δὲ πεντάτομον om. E) [*](14 C fol. 129v: N 81 ad effig. herb. pict. (fol. 130v) add. C (m. rec.) ἰδιῶται φονέας cf. Fraas Syn. 78 (φονόχορτον hodie appellatur) ἡπατώριος C: ἡπατώρειος N: εὐπατόριον· οἱ δὲ ἡπατόριον DiH: ἢ εὐπατώριον addit in titulo C εὐπατώριον R: correxi ἡπατεῖτις R 15 οὐολουκρουμ᾿ μαιους C: οὐολουκρουμαιους N: οὐβουλοκρουμίους H Αἰγ. ὀξιουίν om. HDi: ὀξιουειν N: ὀξ . . υειν (2 litt. detritis) C cf. D. IV 13)
δύναται δὲ τὸ τῆς ῥίζης ἀφέψημα ἄχρι τρίτου καταβιβασθὲν 2 ὀδονταλγίας παύειν διακρατουμένου τοῦ ἀφεψήματος ἐν στόματι, καὶ σηπεδόνας τάς ἐν στόματι διακλυζόμενον ἵστησι, καὶ τραχύτητας ἀρτηρίας ἀναγαργαριζόμενον παραιτεῖται, κοιλίᾳ τε ῥεούσῃ καὶ δυσεντερίᾳ βοηθεῖ, ἀρθριτικοῖς τε καὶ ἰσχιαδικοῖς πινόμενον· ἑφθὴ δὲ ἐν ὄξει λεία καταπλασσομένη ἕρπητας ἐπέχει, διαφορεῖ χοιράδας, σκληρίας, οἰδήματα, ἀνευρύσματα, ἀποστήματα, ἐρυσιπέλατα, πτερύγιά τε τὰ ἐν δακτύλοις καὶ κονδυλώματα καὶ ψώρας ἰᾶται· ὁ δὲ χυλὸς τῆς ῥίζης ἁπαλῆς ποιεῖ πρὸς τὰ ἐν ἥπατι καὶ πνεύμονι πάθη καὶ τὰ θανάσιμα.