De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

41 Εὐπατόριος· πόα ἐστὶ φρυγανώδης, ῥάβδον ἀναφέρουσα [*](39 RV: ἑλξίνη· οἱ δὲ ἑλξῖτιν, οἱ δὲ καννοχερσαία, οἱ δὲ ἀμελξίνην, οἱ δὲ συκοτράγος, οἱ δὲ ψυχουλκός, οἱ δὲ κιττάμπελον, οἱ δὲ κισσάνθεμον, οἱ δὲ ἀνατεταμένον καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι βούλουκρουμ μίνους, Αἰγύπτιοι ἀπάπ.) [*](6 SIM.: Pl. XXVII 74 (e S. N. — Crat.) — Pl. l. s. D. eup. I 29 (107) — Pl. l. s. eup. II 48 (260).) [*](6 EXC.: Orib. XI s. v. (ἐλατίνη — τόποις); med. Gal XI 873 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](13 SIM.: Pl. XXV 65 (e S. N.).) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (εὐπατόριος — ξηρανθέν); cf. Gal. XI 879 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 ἔχει om. A καὶ om. NE 2 ὅποι N τύχοι NH 3 ἐν σίτῳ E σίτοις N: σίτῳ reliqui 4 κοιλίας λυτικὴν πινόμενος N: λεπτυντικὴν καὶ κοιλίας λυτικήν E) [*](6 num. cap. φιβ ODi: λζ E tit. περὶ ἐλατίτης FHADi ὅμοια τῇ ἑλξίνῃ] folia habet casiae Pl. (fort. iasiones) μικρότερα EDi: μακρότερα Orib. PVFA: μακρότερα (α pr. corr. in ι) H: folia habet pusilla Pl.: minora et rotunda et aspera Dl 7 δὲ (aIt) om. Di 8 αὐτῆς om. DiE marg. add. E2) 9 σίτῳ E: σίτοις καὶ om. V τόποις ἐργασίμοις Di 10 ἀλφίτῳ E 11 καὶ ante φλεγμαίνοντας add. H: φλεγμονὰς FHAE 12 κοιλίαν ἵστησι καὶ δυσεντερίαν A; δυσεντερίας PE: δυσεντερίαν reliqui ἵστησιν καὶ κοιλιακὴν διάθεσιν E) [*](13 num. cap. φιγ ODi: λη E tit. περὶ εὐπατορίου FHADi εὐπατόριος EGal. (Orib. II 634): εὐπετόριος P: εὐπατόριον FHADiAet.Paul. Aeg.D. eup.: eupatoria Pl. post εὐπατ. syn. e R add. Di: marg. H2) [*](14 N fol. 74: om. C ἑλξῖτιν] ἐλεειτιν N: ἐλεῖτιν Di: correxi καννοχερσέα N: καννοχερσαίαν (vel κανοχερσαίαν) Di: correxi 15 ἀμελξίνην NDi: fort. ἀμερσίνην cf. D. IV 14 (RV) σουκόταχος NDi: correxi ψυχούακος Di cf. Hes. s. v. ψυχουλκός· πόα τις (suffocat arbores quibus inhaeret cf. Theophr. de caus. pl. lI 18, 3) κιττόπελον N: κιττάμπελον Di 16 κισσάμεθον NDi: correxi 17 ΒΟΥΛΟΥΤΟΥΛΑΠΑΛΟΥ N: βουλουτουλαπάρου Di: correxi ἄπαπ DiA: ἀπατ (vel ἀπαπ) N)

199
μίαν, ἀρθήν, ξυλώδη, λεπτήν, μέλαιναν, ἔνδασυν, πήχεως ἢ καὶ μείζονα· φύλλα δὲ ἐκ διαστήματος, ἐσχισμένα μάλιστά που εἰς πέντε μοίρας ἢ καὶ πλείους, τοῖς τῆς πεντεφύλλου ἢ καννάβεως μᾶλλον ἐοικότα, καὶ αὐτὰ δὲ ὑπομέλανα, πριονοειδῶς ἐξ ἄκρων ἐντετμημένα·

σπέρμα δὲ περιπέφυκεν ἀπὸ μέσου 2 τσῦ καυλοῦ ὑπόδασυ, κάτω νενευκός, ὡς καὶ τοῖς ἱματίοις προσέχεσθαι ξηρανθέν.

ταύτης τά φύλλα μετὰ στέατος χοιρείου παλαιοῦ λεῖα ἐπιτεθέντα τὰ δυσαπούλωτα τῶν ἑλκῶν ἰᾶται, τὸ δὲ σπέρμα καὶ ἡ πόα σὺν οἴνῳ πινομένη δυσεντερικούς καὶ ἡπατικοὺς καὶ ἑρπετοδήκτους ὠφελεῖ. ἔνιοι ταύτην ἀργεμώνιον ἐκάλεσαν πλανηθέντες· ἑτέρα γάρ ἐστιν, ὡς ὑπεδείξαμεν (II 207).