De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

98

82 εὐφόρβιον· δένδρον ἐστὶ ναρθηκοειδὲς Λιβυκόν, γεννώμενον ἐν τῇ κατὰ Μαυρουσιάδα Αὐτολολίᾳ, ὀποῦ μεστὸν δριμυτάτου, ὃν δεδοικότες οἱ τῇδε ἄνθρωποι συλλέγουσι διὰ τὸ ἐπιτεταμένον τῆς πυρώσεως· κοιλίας γοῦν προβατείας πεπλυμένας περιδήσαντες τῷ δένδρῳ μακρόθεν ἀκοντίοις διαιροῦσι τὸν καυλόν· εὐθέως δὲ ὡς ἐκ τινος ἀγγείου πολὺς ἀποχεῖται ὀπὸς εἰς τὰς κοιλίας, καὶ ἀπορραίνεται δὲ εἰς τὴν γῆν ἐξακοντιζόμενος.

2 ἔστι δὲ δύο γένη τοῦ ὀποῦ· τὸ μέν τι διαυγὲς ὡς σαρκοκόλλα, κατὰ μέγεθος ὀρόβων τὸ δέ τι ἐν ταῖς κοιλίαις ξυσματῶδες καὶ συνεστός. δολοῦται δὲ καὶ σαρκοκόλλῃ καὶ κόμμει μειγνυμένοις· ἐκλέγου δὲ τὸν διαυγῆ καὶ δριμύν. δυσδοκίμαστος δέ ἐστι τῇ γεύσει λαμβανόμενος διὰ τὸ ἅπαξ δηχθείσης τῆς γλώσσης ἐπιμένειν τὴν πύρωσιν ἐφ᾿  ἱκανὸν χρόνον ὥστε πᾶν τὸ προαγόμενον εὐφόρβιον δοκεῖν εἶναι. ἡ μέντοι εὕρεσις αὐτοῦ κατὰ Ἰόβαν (F. H.G. III 473), τὸν βασιλέα τῆς Λιβύης, ἐπεγνώσθη.

3 δύναμιν δὲ ἔχει ὁ ὀπὸς διαφορητικὴν ὑποχυμάτων ἐγχριόμενος· πυροῖ μέντοι δι᾿  ὅλης τῆς ἡμέρας, ὅθεν μέλιτι μείγνυται [*](1 SIH. Pl. XXV 77sq. (e S. N. — Iuba) cf. Theophr. h. pl. IV 4, 12. 18. Aristob. ap. Arr. anab. VI 22, 7. Strab. XV 722. Sol. 109, 14 (e Pl.).) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (εὐφόρβιον — ἐπεγνώσθη) cf. Orib. eup. II 56 (V 71D.), Gal. XI 879 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Gal. XIII 270. Isid. XVII 9, 26 (non ex Sol.).) [*](17 SIM.: Pl. XXV 143 cf. XXV 78. D. eup. I 41 (112).) [*](1 num. cap. τ𝒢ς 0: τ𝒢η Di. πθ E tit. περὶ ἐφορβίου FADi δένδρον] herbam euphorbium dicit Pl., plantam Gal. ναρθηκῶδες FHA: ἀκανθῶδες male coni. Spr. coll. Gal. XIII 271 cf. Bretzi bot. Forsch. 279 λιβυκόν] λευκόν Dl 2 τῇ EV: τῷ reliqui μαυρουσίαν E (corr. E2) αὐτομολία PVFE: τμώλῳ H (in ras) ADi: ἅτλαντι Orib. mg. add. H2: corr. Salm. exerc. Pl, 212 coll. Pl. V 5 VI 201 5 ἀκοντίζουσιν καὶ διαιροῦσιν E (in mg. corr. E2) διαιροῦσιν αὐτοῦ Di 6 καυλόν] στέλεχος exspectamus ἀποχεῖται om. A 7 καὶ E (eras. E2) δὲ καὶ EDi 8 ἔστι δ᾿  ὅτι δύο γένη κομίζεται B τὰ τοῦ ὀποῦ E: τοῦ ὀποῦ om. PV τι om. Di 9 μεγέθη E ὀρόβων PVE: ὀρόβου reliqui τι om. B ὑδηματῶδες B: ὑλισματῶδες PV: ὑαλῶδες FHAOrib.: ὑελῶδες Di: ὑλῶδες E: correxi. ὑλισματῶδες frustra def. Salm. 10 καὶ (alt.) om. Orib.BEDi χρυσοκόλλη ἢ ante σαρκοκόλλῃ del. E2 τῇ σαρκοκόλλῃ FHA κόμμει] κόλλῃ Orib.Di 11 μιγνυμένη V: μιγνύμενος BE ἐκλέγου δὲ] ἑκάστου E (corr. E2) δυσδοκίμαστον B 12 ὁ τῇ γεύσει AHDi 13 παραμένειν B ἐπὶ πολὺν χρόνον E: ἐφ᾿  ἱκανὸν (om. χρόνον) post ἐπιμένειν colloc. B 14 προσφερόμενον B δοκεῖ Di 16 ἐγνώσθη B 17 ἐγχεόμενος A 18 ὅθεν] ποθεὶς F: ποθεὶς ὅθεν ADiH (ὅθεν superscr. H2) μίγνυται δὲ FH (δὲ eras. H2))

99
καὶ κολλυρίοις κατ᾿  ἀναλογίαν τῆς δριμύτητος· ἁρμόζει καὶ ἰσχίων ἀλγήμασι μιγεὶς ἀρωματικῷ ποτήματι καὶ πινόμενος· ἀφίστησι δὲ καὶ λεπίδας αὐθημερόν· δεῖ μέντοι χρωμένους ἀσφαλίζεσθαι τὴν περικειμένην τοῖς ὀστοῖς σάρκα μοτοῖς ἢ κηρωτῇ. ἱστοροῦσι δέ τινες μηδὲν παρακολουθεῖν δυσχερὲς τοῖς ἑρπετοδήκτοις, ἐάν τις ἐγκόψας αὐτῶν ἄχρι ὀστέου τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς ἐνθῇ τὸν ὀπὸν λεῖον καὶ ῥάψῃ τὸ τραῦμα.