De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

81 σαγαπηνόν· ὀπός ἐστι πόας ναρθηκοειδοῦς, γεννωμένης ἐν Μηδίᾳ. διαφέρει δὲ αὐτοῦ τὸ διαυγές, ἔξωθεν μὲν κιρρόν, ἐκ δὲ τῶν ἐντὸς λευκόν, ὄζον μεταξὺ ὀποῦ σιλφίου καὶ χαλβάνης, δριμὺ ἐν τῇ γεύσει.

ποιεῖ δὲ πρὸς θώρακος καὶ πλευρᾶς πόνον, ῥήγματα, σπάσματα, βῆχας χρονίους, πάχη τε τὰ ἐν πνεύμονι ἀνακαθαίρει. δίδοται δὲ καὶ ἐπιληπτικοῖς, ὀπισθοτονικοῖς, σπληνικοῖς, παραλυτικοῖς, κατεψυγμένοις, περιοδικοῖς πυρετοῖς ἐν ποτήματι· καὶ ἐν συγχρίσματι δὲ ὠφελίμως προσάγεται.

ἄγει καὶ ἔμμηνα 2 καὶ ἔμβρυα φθείρει μεθ᾿  ὑδρομέλιτος πινόμενον, ἀρήγει καὶ θηριοδήκτοις μετ᾿  οἴνου λαμβανόμενον, διεγείρει καὶ ὑστερικῶς πνιγομένας μετ᾿  ὄξους ὀσφραινόμενον, οὐλάς τε ἀποσμήχει τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς καὶ ἀμβλυωπίας καὶ τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις καὶ ὑποχύματα. διαλύεται δὲ ὥσπερ ὁ ὀπὸς πηγάνῳ καὶ ὕδατι ἢ πικροῖς ἀμυγδάλοις ἢ μέλιτι ἢ ἄρτῳ θερμῷ.

[*](4 SIM.: Theophr. h. pl. VI 3, 7 (unde Pl. XIX 46).)[*](7 SIM.: Pl. XX 197 (e S. N.) — Pl. l. s. D.eup. II 35(247) — Pl. l. s. eup. II 34 (247) — Pl. l. s. —Pl. l. s. eup. I 230 (213)— Pl. eup. II 61 (274) — Pl. l. s.— eup. II 24 (236)— eup. II 77(288)— eup.II 114(314)— Pl. l. s. eup. II 88 (296)— eup. I 41(112).)[*](7 EXC.: Orib. XII s. v. (σαγαπηνόν—γεύσει); Gal. XII 117 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v).)[*](1 ἁρμόζων FHDi: ἀρμόζοντος E περὶ om. PV μάλιστα — ἤχοις om. Orib. ἀποκόπτει ἤχους V 4 δὲ om. Orib. ἧς ἡ ῥίζα Orib.E: cuius radix similis est silpi Dl 5 παρόμοιος Orib. τῷ σιλίῳ Orib.E ἧσσον E δὲ om, Orib. παχεῖα om, Orib.E: sed paulo minor et viscida et mollis Dl καὶ addidi 6 ποιεῖ δὲ FHDi: ??rg. (fol. 62v) add. H (m. rec.) ὀπὸς κυρηναῖκὸς καὶ σκορλάζαρος καλεῖται καὶ σύ??φεον)[*](7 num. cap. τ𝒢ε 0: τ𝒢ζ Di: πη E tit. περὶ σαγαπηνοῦ FHADi σαγάπηνον Orib. VFDi ναρθηκώδους πόας H 8 μηδίᾳ PF: μηδείᾳ reliqui 9 ἐν δὲ τῷ ἐντός Orib.: ἔσωθεν δὲ V 10 δριμύς Orib. 12 πάχη δὲ E: τε addidi 13 δὲ om. Di καὶ ὀπισθοτονικοῖς PVE 14 ποτήμασι VHDi 15 συγχρίσμασι Di 16 φθείρει δὲ καὶ ἔμβρυσ E πινόμενον μεθ᾿  ὑδρομέλιτος Di 17 ὀφιοδήκτοις Di λαμβανόμενος E καὶ τὰς ὑστερικῶς E (dittogr.) 19 ὀφθαλμῷ FHDi πρὸς ἀμβλυωπίως καὶ τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς ὄψεσιν ἢ ταῖς κόραις καὶ ὑποχύματα ἢ ὑποχύσεσι E (corr. E2) 20 ὁ E: om. reliqui 21 ἢ (pr.)] ἢ E: καὶ reliqui cf. Di si suco rutae aut amigdale qut melli fuerit unctus cf. D. III 80.)
98

82 εὐφόρβιον· δένδρον ἐστὶ ναρθηκοειδὲς Λιβυκόν, γεννώμενον ἐν τῇ κατὰ Μαυρουσιάδα Αὐτολολίᾳ, ὀποῦ μεστὸν δριμυτάτου, ὃν δεδοικότες οἱ τῇδε ἄνθρωποι συλλέγουσι διὰ τὸ ἐπιτεταμένον τῆς πυρώσεως· κοιλίας γοῦν προβατείας πεπλυμένας περιδήσαντες τῷ δένδρῳ μακρόθεν ἀκοντίοις διαιροῦσι τὸν καυλόν· εὐθέως δὲ ὡς ἐκ τινος ἀγγείου πολὺς ἀποχεῖται ὀπὸς εἰς τὰς κοιλίας, καὶ ἀπορραίνεται δὲ εἰς τὴν γῆν ἐξακοντιζόμενος.

2 ἔστι δὲ δύο γένη τοῦ ὀποῦ· τὸ μέν τι διαυγὲς ὡς σαρκοκόλλα, κατὰ μέγεθος ὀρόβων τὸ δέ τι ἐν ταῖς κοιλίαις ξυσματῶδες καὶ συνεστός. δολοῦται δὲ καὶ σαρκοκόλλῃ καὶ κόμμει μειγνυμένοις· ἐκλέγου δὲ τὸν διαυγῆ καὶ δριμύν. δυσδοκίμαστος δέ ἐστι τῇ γεύσει λαμβανόμενος διὰ τὸ ἅπαξ δηχθείσης τῆς γλώσσης ἐπιμένειν τὴν πύρωσιν ἐφ᾿  ἱκανὸν χρόνον ὥστε πᾶν τὸ προαγόμενον εὐφόρβιον δοκεῖν εἶναι. ἡ μέντοι εὕρεσις αὐτοῦ κατὰ Ἰόβαν (F. H.G. III 473), τὸν βασιλέα τῆς Λιβύης, ἐπεγνώσθη.

3 δύναμιν δὲ ἔχει ὁ ὀπὸς διαφορητικὴν ὑποχυμάτων ἐγχριόμενος· πυροῖ μέντοι δι᾿  ὅλης τῆς ἡμέρας, ὅθεν μέλιτι μείγνυται [*](1 SIH. Pl. XXV 77sq. (e S. N. — Iuba) cf. Theophr. h. pl. IV 4, 12. 18. Aristob. ap. Arr. anab. VI 22, 7. Strab. XV 722. Sol. 109, 14 (e Pl.).) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (εὐφόρβιον — ἐπεγνώσθη) cf. Orib. eup. II 56 (V 71D.), Gal. XI 879 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Gal. XIII 270. Isid. XVII 9, 26 (non ex Sol.).) [*](17 SIM.: Pl. XXV 143 cf. XXV 78. D. eup. I 41 (112).) [*](1 num. cap. τ𝒢ς 0: τ𝒢η Di. πθ E tit. περὶ ἐφορβίου FADi δένδρον] herbam euphorbium dicit Pl., plantam Gal. ναρθηκῶδες FHA: ἀκανθῶδες male coni. Spr. coll. Gal. XIII 271 cf. Bretzi bot. Forsch. 279 λιβυκόν] λευκόν Dl 2 τῇ EV: τῷ reliqui μαυρουσίαν E (corr. E2) αὐτομολία PVFE: τμώλῳ H (in ras) ADi: ἅτλαντι Orib. mg. add. H2: corr. Salm. exerc. Pl, 212 coll. Pl. V 5 VI 201 5 ἀκοντίζουσιν καὶ διαιροῦσιν E (in mg. corr. E2) διαιροῦσιν αὐτοῦ Di 6 καυλόν] στέλεχος exspectamus ἀποχεῖται om. A 7 καὶ E (eras. E2) δὲ καὶ EDi 8 ἔστι δ᾿  ὅτι δύο γένη κομίζεται B τὰ τοῦ ὀποῦ E: τοῦ ὀποῦ om. PV τι om. Di 9 μεγέθη E ὀρόβων PVE: ὀρόβου reliqui τι om. B ὑδηματῶδες B: ὑλισματῶδες PV: ὑαλῶδες FHAOrib.: ὑελῶδες Di: ὑλῶδες E: correxi. ὑλισματῶδες frustra def. Salm. 10 καὶ (alt.) om. Orib.BEDi χρυσοκόλλη ἢ ante σαρκοκόλλῃ del. E2 τῇ σαρκοκόλλῃ FHA κόμμει] κόλλῃ Orib.Di 11 μιγνυμένη V: μιγνύμενος BE ἐκλέγου δὲ] ἑκάστου E (corr. E2) δυσδοκίμαστον B 12 ὁ τῇ γεύσει AHDi 13 παραμένειν B ἐπὶ πολὺν χρόνον E: ἐφ᾿  ἱκανὸν (om. χρόνον) post ἐπιμένειν colloc. B 14 προσφερόμενον B δοκεῖ Di 16 ἐγνώσθη B 17 ἐγχεόμενος A 18 ὅθεν] ποθεὶς F: ποθεὶς ὅθεν ADiH (ὅθεν superscr. H2) μίγνυται δὲ FH (δὲ eras. H2))

99
καὶ κολλυρίοις κατ᾿  ἀναλογίαν τῆς δριμύτητος· ἁρμόζει καὶ ἰσχίων ἀλγήμασι μιγεὶς ἀρωματικῷ ποτήματι καὶ πινόμενος· ἀφίστησι δὲ καὶ λεπίδας αὐθημερόν· δεῖ μέντοι χρωμένους ἀσφαλίζεσθαι τὴν περικειμένην τοῖς ὀστοῖς σάρκα μοτοῖς ἢ κηρωτῇ. ἱστοροῦσι δέ τινες μηδὲν παρακολουθεῖν δυσχερὲς τοῖς ἑρπετοδήκτοις, ἐάν τις ἐγκόψας αὐτῶν ἄχρι ὀστέου τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς ἐνθῇ τὸν ὀπὸν λεῖον καὶ ῥάψῃ τὸ τραῦμα.

83 χαλβάνη· ὀπός ἐστι νάρθηκος ἐν Συρίᾳ γεννωμένου, ὃν ἔνιοι μέτωπον καλοῦσιν. ἐστι δὲ αὐτῆς ἀρίστη ἡ λιβανοειδής, χονδρώδης, καθαρά, λιπαρά, ἄξυλος, ἔχουσα δέ τι τοῦ σπέρματος καὶ τοῦ νάρθηκος μεμειγμένον, ὀσμῇ βαρεῖα, οὔτ᾿  ἄγαν ὑγρὰ οὔτε κατάξηρος. δολοῦσι δὲ αὐτὴν μειγνύντες ῥητίνην καὶ ἐρεγμὸν καὶ ἀμμωνιακόν.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικὴν καὶ πυρωτικήν, ἐπισπαστικήν, διαφορητικήν· προστιθεμένη δὲ καὶ ὑποθυμιωμένη ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα ἄγει, φακούς τε αἴρει μετ᾿  ὄξους καὶ νίτρου ἐπιπλασθεῖσα· καὶ πίνεται δὲ πρὸς παλαιὰν βῆχα, δύσπνοιαν, ἄσθματα, ῥήγματα, σπάσματα.