De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

94

80 σίλφιον· γεννᾶται ἐν τοῖς κατὰ Συρίαν καὶ Ἀρμενίαν καὶ Μηδίαν τόποις καὶ Αιβύην, οὗ ὁ καυλὸς μάσπετον καλεῖται, ἐμφερήὴς νάρθηκι· φύλλα δὲ ἔχει σελίνῳ ὅμοια, σπέρμα πλατύ, φυλλῶδες, ὃ καλεῖται μαγύδαρις.

ῥίζα δὲ θερμαντική, φυσώδης, ἐρευγική, ἀναξηραντική, δύσπεπτος, κύστεως κακωτική. ἰᾶται δὲ χοιράδας καὶ φύματα ἀναληφθεῖσα κηρωτῇ ἢ καὶ ὑπώπια σὺν ἐλαίῳ καταπλασθεῖσα, σὺν ἰρίνῃ δὲ κηρωτῇ ἢ κυπρίνῃ ἰσχιαδικοῖς ἁρμόζει, τάς τε περὶ δακτύλιον ἐξοχὰς αἴρει ἐν σιδίῳ σὺν ὄξει ἑψηθεῖσα καὶ καταπλασθεῖσα, θανασίμων τέ ἐστιν ἀντιφάρμακον πινομένη, εὔστομός τέ ἐστι μειγνυμένη καὶ εἰς βάμματα καὶ ἄλας.

2 συλλέγεται δὲ ὁ ὀπὸς ἐγχαρασσομένης τῆς ῥίζης καὶ τοῦ καυλοῦ. διαφέρει δὲ αὐτοῦ ὁ ὑπέρυθρος καὶ διαυγής, σμυρνίζων καὶ ἐν τῇ ὀσμῇ εὔτονος, μὴ πρασίζων μηδὲ ἀπηνὴς πρὸς τὴν γεῦσιν εὐχερῶς τε διειμένος ἐπὶ τὸ λευκὸν χρῶμα. ὁ μέντοι Κυρηναϊκός, κἂν ἐπ᾿  ὀλίγον αὐτοῦ τις γεύσηται, εὐθέως ἰκμάδα [*](1 SIM.: Theophr. h. pl. VI 3, 1. Pl. XIX 38 sq. (e Theophr. et S. N) — Pl. XXII 100sq. (e S. N) — Pl. 100 D. eup. I 154 (173) — eup. I 149 (170) — Pl. 100 eup. I 56 (119) — Pl, 105 eup. I 240 (221) — Pl. 103 eup. I 215 (206) — Nic. Al. 309 Scrib. Larg. 174 eup. II 135 (326) — Pl. XIX 46.) [*](1 EXC.: Orib. XII s. v. (σίλφίον — κακωτική); Gal. XII 123. 91 (s. v. ὀπός) unde Aet. I s v. Paul. Aeg. VII 3 s. v. Hes. s. v. μαγύδαρις et μάσπετα.) [*](12 EXT.: Orib. XII s. v (συλλέγεται — δριμύς).) [*](1 num. cap. τ𝒢δ Ο: τ𝒢ς Di: πζ E tit. περὶ σιλφίου FHADi σίλφιον ῥίζα Orib. E: silpi radix est omnibus nota Dl γεννᾶται μὲν V 2 καὶ μηδίαν om, Orib. μήδειαν Di τόποις post Λιβύην transpos. Orib.E μάσπεστον PV: |μαστίετος ἢ| μάσπετον E (corr. E2): μαστίερον (μάσπετον superscr. O2) Orib. ἐμφερὴς ὢν E folia maspetum vocari Theophr. l. s. testatur (cf. Hes. s. v.) ἔχων ὅμοια σελίνῳ Orib. 4 φυλλῶδες —μαγύδαρις om. FHADi: marg. add. P (pr. m.): semen latu quod appellatur magidaris Dl φυλλοειδές E μαγούδαρις (ut semper) E ad rem cf. Theophr. l. s. τὸ δὲ φύλλον ὂ καλοῦσι μάσπετον ὅμοιον τῷ σελίνῳ, σπέρμα δ΅ ἔχει πλατύ, οἷον φυλλῶδες τὸ λεγόμενον φύλλον 5 φυσώδης — ἀναξηραντική addidi ex Dl virtus est radici eius termantica et xerantica, stomacu inflat, ruptationes provocat: Orib. l s. ῥίζα θερμαντική, φυσώδης, ἐρευγική, ἀναξηραντική cf. Pl, XXII 100 7 κηρωτῇ κυπρίνῃ E ἢ seclusi (dittogr.) 8 τε post δακτύλιον transpos. FHDi 9 σὺν σιδίω καὶ (in ras. E2) ὄξει E 10 post πινομένη inser. καὶ μεθ᾿  ὕδατος μιγνυμένη σὺν ἀλσὶν καὶ ἄλλως E: bibitus venenis occurret Dl 11 τε ἐστι om. E ἐμβάμματα E: κάμματα FVH (corr. H2): βρώματα Serap. ex Ald. ἀλ///σίν E (corr. E2) 12 ἐγχαρασσόμενος FH 13 ὁ om. Orib. διαυγὴς ἀφρὸν ἀνιεὶς E 14 εὔτονος εὐώδης Orib. ἀπη . . . . . . . εὐχερῶς P (16 litteris abscisa margine absumptis) πρὸς τὴν γεῦσιν om. V 16 τις αὐτοῦ EHDi εὐθέως om. FHDi ἰκμάδας Orib.)

95
κινεῖ καθ᾿  ὅλον τὸ σῶμα τῇ τε ὀσμῇ ἐστι προσηνέστατος, ὥστε γευσαμένῳ μηδὲ τὸ στόμα πνεῖν, εἰ μὴ ἐπ᾿  ὀλίγον. ὁ δὲ Μηδικὸς καὶ ὁ Συριακὸς τῇ δυνάμει εἰσὶν ἀσθενέστεροι καὶ βρωμωδεστέραν ἔχουσι τὴν ὀσμήν.