De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

74 λιβανωτίς· δισσή· ἡ μέν τις κάρπιμος, ὑπ᾿  ἐνίων δὲ ζέα ἢ καμψάνεμα καλουμένη, ἧς ὁ καρπὸς κάχρυ καλεῖται. [*](73 RV: πύρεθρον· οἱ δὲ δορύκνιον, οἱ δὲ πύρινον, οἱ δὲ πυρωτόν, οἱ δὲ πύρωθρον, οἱ δὲ ἀρνὸς συριγγίς, οἱ δὲ πυρῖτις, Ῥωμαῖοι σαλιβάρις, οἱ δὲ παστινάκα Ἄφρα.) [*](1 SIM.: schol. Nic. Th. 683. 938 (e Crat.) — Cels. V 8 — Zop. Orib. II 553) Scrib. Larg. 9 — Scrib. Larg. 55 D. eup. I 69 (127) — Zop. (Orib. II 574) eup. II 24 (236).) [*](1 EXC.: Orib. XII s. v. (πύρεθρος — ἐπισπαστική); Gal. XII 110 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VIΙ 3 s. v.).) [*](9 SΙM.: [Theophr.] h. pl. lX 11, 10 Pl. XXIV 99sq. (e S. N. schol. Nic. Th. 40 (e Crat.?).) [*](9 EXC.: Orib. XI s. v. (λιβανωτίς — τόποις)) Ps. Ap. 79 (unde Ps. Orib. II 24. A. Mai VII 447); Gal. XII 60 (unde Aet. 1 s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v); Isid. XVII 9, 81 (e D. la.); Hes. s. v. καχρυδίων cf. Gal. XIX 111.) [*](1 num. cap. τπζ Ο: τ𝒢 Di: π E tit. περὶ πυρέθρου FHADi πύρεθρος PVF: πύρεθρον reliqui post πύρ. syn. e R add. Di: marg. H2 ἀνίησιν RV 2 δαῦκον ἄγριον ROrib.E ἢ] ἢ ROrib.E folia similia habens dauco agresti aut maratro Dl: καὶ reliqui τροχοειδές ROrib.E: superscr. A2: capitellum est simile aneto, obrotundum Dl: τριχῶδες ODi 3 δὲ om. N (charta laesa C) Orib.Di τοῦ δακτύλου Orib.E: τοῦ μεγάλου ROrib.E 4 καὶ φλέγματος Orib. φλέγμαντος C (unde) ἀφλέγμαντος superscr. A2: φλέγματός ἐστιν Di ἐπισπαστικωτάτη N καὶ] ταῖς Ο: καὶ ταῖς EDi cf. Dl unde et dentium dolorem compescit: ob id ipsum dentaria vocatur cf. Ps. Gal. ad Gl. III 70 7 τὰ ἐψυγμένα RE δὲ om. A ἢ] καὶ EV 8 μέρη] ῥίγη R post ἁρμόζει syn. e R add. A) [*](9 num. cap. τπη Ο: τ𝒢α Di: πα E tit. περὶ λιβανωτοῦ FHA: περὶ λιβανωτίδος Di λιβανωτός FHA δισσή — καλουμένη om. R: ὑπ᾿  ἐνίων — καλ. om. Orib. 10 ζέα] alia est fructifera quam etiam zeam Soranus appellat Ps. Ap. (Ack.) ἧς] ταύτης R κάγχρυς R (in lemmate κάχρυ) FHDi: cachrys Pl.: κάγχρις A: κάχρη V) [*](11 C fol. 259v: N 123 οἱ δὲ (pr.)] οἵτινες A δωρύκνιον N 12 ἀρνὸς συριτις R: ἀρνὸς συρίτης HADi: correxi οἱ δὲ πυρῖτις om. N cf. schol. Nic. Th. 683 ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα πυρῖτις βοτάνη, ἣν πρὸς παντός φησι θηρίου δῆξιν ἀγαθὴν εἶναι, ὥς φησι Κρατεύας (ἀριστεύας codd.) 13 salivaris quod pituitam elicit οἱ δὲ π. Ἄφρα om. HADi)

86
φύλλα δὲ ἔχει μαράθῳ ὅμοια, πλατύτερα δὲ καὶ παχύτερα, τροχοειδῶς ἐπὶ γῆς ἐστρωμένα, εὐώδη· καυλὸν δὲ ὅσον πήχεως ἢ καὶ μείζονα, μασχάλας ἔχοντα πολλὰς καὶ ἐπ᾿  ἄκρῳ σκιάδια, ἐφ᾿  ὧν καρπὸς πολύς, λευκός, ἐοικὼς σφονδυλίῳ, περιφερής, γωνίας ἔχων, δριμύς, ῥητινίζων, ἐν τῷ διαμασᾶσθαι ἐπικαίων τὴν γεῦσιν· ῥίζα δὲ λευκή, εὐμεγέθης, ὅζουσα λιβάνου.

2 ἡ δὲ ἑτέρα κατὰ πάντα ἐοικυῖα τῇ πρὸ αὐτῆς σπέρμα φέρει πλατύ, μέλαν ὡς σφονδύλιον, εὐῶδες, οὐ πυρωτικόν, ῥίζαν ἐκ μὲν τῶν ἐκτὸς μέλαιναν, θραυσθεῖσαν δὲ λευκήν. ἡ δὲ λεγομένη ἄκαρπος, κατὰ πάντα ὁμοία οὖσα ταῖς προειρημέναις, οὔτε καυλὸν ἀνίησιν οὔτε ἄνθος οὔτε σπέρμα φύεται δὲ ἐν πετρώδεις καὶ τραχέσι τόποις.

πασῶν δὲ κοινῶς ἡ πόα καταπλασθεῖσα λεία αἱμορροΐδας στέλλει, φλεγμονάς τε τὰς κατὰ δακτύλιον πραΰνει καὶ κονδυλώματα καὶ χοιράδας καὶ τὰ δύσπεπτα τῶν ἀποστημάτων συμπέσσει.

3 αἱ δὲ ῥίζαι ξηραὶ σὺν μέλιτι ἕλκη ἀνακαθαίρουσι καὶ στρόφους ἰῶνται καὶ θηριοδήκτοις ἀρμόζουσι σὺν οἴνῳ πινόμεναι, [*](74 RV: κάχρυ· οἱ δὲ λιβανωτίς, οἱ δὲ καμψάνεμα, οἱ δὲ ψευδοκάρπασος, Ῥωμαῖοι μουράριαμ, οἱ δὲ ἀλιστρουμ ῥούστικουμ, Αἰγύπτιοι αἴ.) [*](13 SIM.: Pl. XXIV 99 D. eup. I 212(205)— Pl. 99 — Pl. 99 eup. I 217 (207) Pl. 100 eup. I 154(173)—[Theophr.] l. s. Zop. (Orib. II 579) Pl.99 — eup. II 40 (255).) [*](1 δὲ(pr.) om. Orib. ad rem cf. [Theophr.] l. s. φύλλον ἐοικὸς σελίνῳ ἑλείῳ ὅμοια μαράθῳ E παχύτερα δὲ καὶ πλατύτερα FHA (παχ. δὲ del. A2): παχύτερα δὲ (om. καὶ πλ.) Orib.Di: πλατύρετα δὲ (om. καὶ παχύτερα) REDl: fort. recte 2 τροχοειδῶς post γῆς colloc. Orib.: post ἐστρωμένα V τῆς γῆς Di εὐώδη om. R: del. A2 καυλοὺς E: καυλὸν δὲ μείζονα ἢ πήχεος HA 3 ἢ om. ROrib.Di: ἢ καὶ μείζονα om. E καὶ (alt.) om. R ἐπ᾿  ἄκρων RA ἐπ᾿  ἄκρυ EHDi σκιάδιον HADi 4 ἐφ᾿  οὗ HDi σπονδυλίφ Orib.: σφονδύλῳ HDiA (corr. A2) περιφερεῖς H 5 ῤητινιάζων R ἐν δὲ Di ἐκκαίων Orib. 6 ῥίζα εὐμεγέθης ὕπεστιν Orib. λευκὴ καὶ λεπτή E ad rem cf. [Theophr.]  l. s. ῥίζαν δὲ μεγάλην καὶ παχεῖαν, λευκήν, ὄζουσαν ὥσπερ λιβανωτοῦ ὑποτιοζουσα λιβάνω RE (corr. E2): superscr. A2 λιβάνου δίκην V ἡ δὲ — σπέρμα om. R: del. A2 ἄλλη λιβανωτίς πάντα ἐοικυῖα Orib. 7 κατὰ πάντα om. A 8 ῥίζα Orib.: ῥίζαν//// (2 litt. eras. E2) ἐκ μὲν τ//// ἐκτός E (corr. E2) 9 θλασθεῖσαν EFHADi: θλασθεῖσα Orib. ἄλλη λιβανωτὶς ἡ λεγομένη ἅκαρπος Orib. 10 κατὰ — οὗσα post σπέρμα colloc. E οὔτε καυλὸν οὔτε καρπὸν ἀνίησιν E 11 δὲ eras. E2 ἐν τραχέσι καὶ περιτρώδεσι Orib. (πετρώδεσι corr. Ο2) 12 χωρίοις E 13 πάντων E: πασῶν δὲ κοινῶς om. R καταπλασθεῖσα δὲ ἡ πόα R λεία om. RA 14 φλεγμαινούσας καὶ δακτύλιον RE 16 ἀποκαθαίρουσι R 17 ἁρμόζει FHA) [*](18 C fol. 176r: N 56: syn. om. H2ADi κοψαλεμαρ R: correxi e D 19 μουρραριαμ N ἀλιστρουμ R: correxi (═ ζέα))

87
ἔμμηνά τε ἄγουσι καὶ οὖρα· διαφοροῦσι δὲ καὶ οἰδήματα παλαιὰ καταπλασσόμεναι. ὁ δὲ χυλὸς τῆς ῥίζης καὶ τῆς πόας ὀξυδερκὴς μειγνύμενος μέλιτι καὶ ἐγχριόμενος. ὁ δὲ καρπὸς πινόμενος τὰ αὐτὰ ποιεῖ, βοηθεῖ καὶ ἐπιληψίαις καὶ ταῖς ἐν θώρακι παλαιαῖς διαθέσεσιν, ἰκτερικοῖς τε μετὰ πεπέρεως καὶ οἴνου διδόμενος. ἐστι δὲ καὶ ἱδρωτικὸς σὺν ἐλαίῳ ἀλειφόμενος, ἀρμόζει καὶ σπάσμασι καὶ ῥήγμασι, ποδάγραις τε καταπλασσόμενος λεῖος σὺν αἰρίνῳ ἀλεύρῳ καὶ ὄξει, ἀλφούς τε σμήχει μειγνύμενος ὄξει δριμυτάτῳ.

τῷ δὲ σπέρματι εἰς τὰ ποτήματα 4 χρῆσθαι δεῖ τῆς μὴ τὸ κάχρυ φερούσης λιβανωτίδος· δριμὺ γὰρ ἐκεῖνο καὶ τραχυντικὸν τῆς ἀρτηρίας. Θεόφραστος δὲ ἱστορεῖ (h. pl. IX 11, 11) μετὰ τῆς ἐρείκης λιβανωτίδα θρίδακι ἀγρίᾳ τῇ πικρᾷ ὅμοια φύλλα ἔχουσαν, ῥίζαν δὲ βραχεῖαν φύεσθαι, καθαίρειν δὲ ἄνω καὶ κάτω τὴν ῥίζαν ποθεῖσαν, λευκότερα μέντοι καὶ τραχύτερα τὰ φύλλα τῶν τῆς θρίδακος. τὸ μέντοι κάχρυ δύναμιν ἔχει θερμαντικήν, ἀναξηραντικὴν σφόδρα· ὅθεν ἁρμόζει σμήγμασι μειγνύμενον πρὸς ῥευματιζομένους ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐμπλασσόμενον καὶ ἀποσμώμενον μετὰ ἡμέρας τρεῖς.

[*](1 SIM.: Nic. Th. 40. 850 (ex Apollod.) Pl. XXIV 101 D. eup. II 115 (315) — [Hipp.] περὶ γυν. φ. 32 (VII 356) [Theophr.] l. s. Zop. Orib. II 598) Pl. 100 — [Theophr.] l. s. Zop. (Orib. II 567) eup. II 111. 112 (310. 312) — Zop. (Orib. II 591) eup. I 147 (168) — [Theophr.] l. s. Pl. 99 eup. I 41 (111) — Pl. 100 — Pl. 99 eup. II 56 (268) — Pl. 100 eup. II 24 (236) — Pl. 100 eup. II 34 (247) — Pl. l. s. eup. I 235 (215) — Pl. 100 eup. I 119 (153) — schol. Nic. Th. 40.)[*](9 EXC.: Orib. l. s. (τῷ δὲ — ἀρτηρίας).)[*](1 οὖρα om. R δὲ καὶ om. R 2 καταπλασσόμενα libri: correxi 3 μισγόμενος E δὲ] τε E 5 ἴκτερόν τε (om. C) . . . . ἰᾶται R 6 ὑδρωτικοῖς P: gdropicis cum oleo si perungeatur, salutare est Dl: aut cum sudor quaerendus inlitum Pl. cf. D. eup. II 24 (236) 7 ἁρμόζει δὲ E ῥήγμασι καὶ σπάσμασι FHADi τε] δὲ Ο 8 λεῖος om. FHA 9 quae sequuntur post δριμυτάτῳ om. R: del. A2 τῷ σπέρματι δὲ Orib. Di ποτήματα] ἀποστήματα OE: semen eius potionibus adhibetur Dl 10 δεῖ χρῆσθαι Orib.: συνεργεῖ AH (corr. H2) 12 λιβανωτίδος A λιβανωτίδα ὅμοια/// (ν eras. E2) φύλλα ἔχουσαν θρίδακι ἀγρίᾳ τῇ πικρᾷ τὴν ἀρχομένην φύεσθαι, ῥίζαν E θριδακίνῃ V cf. [Theophr.] l. s. 13 φύεσθαι om. A: post ἔχουσαν colloc. Di: superscr. H2 14 καθαίρει E τὴν ῤίζαν] ταύτην Di: ἡ ῥίζα ποθεῖσα E 15 τοῖς φύλλοις A nov. cap. τ𝒢α΄· περὶ κάγχρυος inc. Di τὸ μέντοι κ. — τρεῖς om. E 16 κάχρυ] κάτω FA 18 ἐπὶ] καὶ FAH (corr. Η2) ἀποσμώμενον (ἀποσπόμενον A) καὶ ἐμπλ. FHA: ἐμπασσόμενον Spr.)
88

75 λιβανωτίς, ἣν Ῥωμαῖοι ῤουσμαρῖνον καλοῦσιν, ἧ καὶ οἱ στεφανοπλίκοι χρῶνται· ῥάβδοι εἰσὶ λεπταί, περὶ ἃς τὰ φύλλα λεπτά, πυκνά, ἐπιμήκη καὶ, ἰσχνά, ἔνδοθεν λευκά, ἐκ δὲ τῶν ἐκτὸς χλωρά, βαρύοσμα.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, ἰκτέρου ἰατικήν, ἐάν τις αὐτὴν ἑψήσας ἐν ὕδατι δῷ πρὸ τῶν γυμνασίων πιεῖν, εἶτα γυμνάζων λούῃ καὶ οἴνῳ ποτίζῃ μείγνυται δὲ καὶ ἀκόποις καὶ τῷ γλευκίνῳ χρίσματι.

76 σφονδύλιον· φύλλα μὲν ἔχει κατὰ ποσὸν ἐοικότα πλατάνῳ πρὸς τὰ τοῦ πανάκους, καυλοὺς δὲ πηχυαίους ἢ καὶ μείζονας, ἐοικότας μαράθῳ, σπέρμα δὲ ἐπ᾿  ἄκρῳ ὅμοιον σεσέλει, διπλοῦν, πλατύτερον δὲ καὶ λευκότερον καὶ ἀχυρωδέστερον, βαρύοσμον, ἄνθη λευκά, ῥίζαν λευκήν, ὁμοίαν ῥαφάνῳ· φύεται δὲ ἐν ἐλώδεσι καὶ ἐφύδροις χωρίοις.

[*](75 RV: λιβανωτίς· οἱ δὲ ἰκτερῖτις, Ῥωμαῖοι ῥωσμαρίνουμ.)[*](1 SIM: PL XIX 187 — D. eup. II 56 (269).)[*](1 EKC.: Orib. XI s. v. (λιβανωτίς — βαρύοσμα) cf. Gal. XII 61. Ps. Ap. SIM.: Pl. XI 128. XXIV 25 S. N.).)[*](9 EXC.: Orib. XII s. v. (σφονδύλιον — χωρίοις): Gal. XII 135 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](1 num cap. τπθ Ο: om. Di: πβ E tit. περὶ λιβανωτοῦ FHA: περὶ λιβανωτίδος ἑτέρας Di: cap. post IV 111 colloc. V λιβανωτός FHA ὃν A οἱ Ῥωμαἰοι HA ῥουσμ. post καλοῦσιν colloc. HA ῥουσμάρινον P. ῥουσμάρινα FAHDi: ῥουσμαρείναν E: ῥωσμαρῖνον Orib.: ῥοσμαρίνου D. eup. l. S. initium sic habet R οἱ στεφανηπλόκοι ταύτῃ χρῶνται 2 στεφανωτικοί FAH (corr. H2) ῥάβδοι δὲ RE (δὲ eras. E2): cuius virgae sunt tenues et longae et virides Dl περὶ ἧς A 3 λεπτά, πυκνά om, Orib.: πυκνά om. R: del. A2: πυκνὰ λεπτά E καὶ εὐμήκη RE καὶ seclusi (dittogr. om. Orib.) 6 σὺν ὕδατι E δῷ ποιεῖν A: πιεῖν superscr. H2: post γυμνασίων add. DiE (eras. E2): om. reliqui γυμνάζων] ἀκμάζων R γυμνάζων sc. τὸν ἐκτεριῶντα 7 λούει HA ποτίζει HA: ποτίζων E κόποις P γλαυκίνῳ N 8 κρώματι A (χρίσματι superscr. A2))[*](9 num. cap. τ𝒢 PFH: τ𝒢α A: πγ E tit. περὶ σφονδυλίου FHADi σπονδύλιον Orib. post σφονδ. syn. e R add. Di τὰ μὲν φύλλα R ἐοικότα πλατάνῳ] πλατανοειδῆ (post πανάκους transpos.) R 10 πανάκους PF: ὀποπάνακος RE: πάνακος reliqui ἢ om. COrib.E 11 μαράθῳ ἐοικότα C: ἐοικότα μαραθοειδεῖς N post μαράθῳ inser. R καὶ (om. C) σκιάδια ἐν οἷς τὸ σπέρμα ἐπ᾿  ἄκρῳ ἄκρου Orib. 12 παχύτερον Orib. δὲ] μέντοι R βαρύοδμον PV: om. R: del. A2 13 λευκὰ ἢ ὠχρά RDi ῥαφάνῳ ἐμφερῆ RDi δὲ om. ROrib. 14 ἐνύδροις E: καθύγροις R τόποις (superscr. χωρίοις) V)[*](15 C 204r: N 110 ἰκτερεῖτις N cf. Ps. Ap. l. s. alii ycteritis, punici zibbir vocant, itali rosmarinum)
89

ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ποθεὶς ἐκκρίνει κατὰ κοιλίαν φλεγματῶδες· ἰᾶται δὲ πινόμενος ἡπατικούς, ἰκτερικούς, ὀρθοπνοϊκούς, 2 ἐπιληπτικούς, ὑστερικὴν πνίγα, ὑποθυμιώμενος δὲ ἀνακαλεῖται τοὺς καταφερομένους, σὺν ἐλαίῳ δὲ ἐμβρεχομένης τῆς κεφαλῆς ἁρμόζει φρενιτικοῖς, ληθαργικοῖς, κεφαλαλγίαις· ἐπέχει δὲ καὶ ἕρπητας σὺν πηγάνῳ καταπλασθείς. δίδοται δὲ καὶ ἡ ῥίζα ἰκτεριώδεσι καὶ ἡπατικοῖς, περιξυσθεῖσα. δὲ καὶ ἐντεθεῖσα περιτήκει τύλους τοὺς ἐν ταῖς σύριγξι. τοῦ δὲ ἄνθους χλωροῦ ὁ χυλὸς πρὸς ἡλκωμένα ὦτα καὶ πυορροοῦντα ἀρμόζει. ἀποτίθεται δὲ ἡλιαζόμενος ὡς τὰ λοιπὰ χυλίσματα.