De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

81

70 μάραθον· τούτου ἐσθιομένη ἡ πόα δύναται γάλα κατασπᾶν, καὶ τὸ σπέρμα δὲ πινόμενον ἢ συνεψόμενον πτισάνῃ. τὸ δὲ ἀφέψημα τῆς κόμης ποθὲν νεφριτικοῖς καὶ τοῖς περὶ κύστιν πάθεσιν ἁρμόζει διουρητικὸν ὑπάρχον, ἑρπετοδήκτοις δὲ δίδοται σὺν οἴνῳ καὶ καταμήνια ἄγει, ἐν πυρετοῖς τε ναυσίαν καὶ καῦσον στομάχου παραιτεῖται μετὰ ψυχροῦ ὕδατος πινόμενον. αἱ δὲ ῥίζαι λεῖαι σὺν μέλιτι καταπλασθεῖσαι κυνοδήκτους θεραπεύουσιν.

ὁ δὲ χυλὸς ἐκθλιβέντων τῶν καυλῶν καὶ 2 τῶν φύλλων ἐν ἡλίῳ ξηρανθεὶς εἰς τὰ ὀφθαλμικά, ὅσα πρὸς ὀξυδερκίαν, σκευάζεται χρησίμως· χυλίζεται δὲ πρὸς τὰ αὐτὰ καὶ τὸ σπέρμα χλωρὸν ἔτι ὂν σὺν τοῖς φύλλοις καὶ τοῖς ἀκρεμόσι καὶ ἡ ῥίζα κατὰ τὴν πρώτην ἐκβλάστησιν. ἐν δὲ τῇ πρὸς ἐσπέραν Ἰβηρίᾳ καὶ ὀπὸν ἀνίησιν ὅμοιον κόμμει, ἀποθεριζόντων ἐν τῇ ἀνθήσει μέσον τὸν καυλὸν τῶν ἐπιχωρίων καὶ πυρὶ παρατιθέντων, ἵνα ὑπὸ τῆς θερμασίας οἷον ἀφιδρῶσαν ἐξιπώσῃ τὸ κόμμι· ἔστι δὲ ἐνεργέστερον τοῦ χυλοῦ πρὸς τὰ ὀφθαλμικὰ τοῦτο.

[*](70 RV: μάραθον· οἱ δὲ ἱππομάραθον, Ῥωμαῖοι φενούκλουμ, Ἄφροι βουγνούμ.)[*](1 SIM.: Theophr. h. pl. VI 1, 4 Pl. XX 254 sq. (e S. N. et L. B.) Garg. Mart. 25 159R (e Pl. et Gal. cf. Isid. XVII 11, 4) Sim. Seth. s. v. (67 L)—Zop. (Orib. II 596) Pl. 256 eup. I 138 (163) — Pl. 257 — [Hipp.] περὶ διαίτης II 54 (VI 562) Zop. (Orib. II 566) Cels. II 31 Pl. 256 eap. II 109 (307. 308) — Nic. Th. 33. 391 (ex Apollod.) Pl. 256 eup. II 115 (317) — Zop. (Orib. II 597) — Pl. 256 eup. II 9 (230) — Pl. 257 — Pl. 254 eup. I 41 (112) — Pl. l. s. 254.)[*](1 EXC.: Gal. XII 67 (unde Aet. l. s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Ps. Ap. 124.)[*](1 num. cap. τπδ Ο: τπς Di: ος E tit. περὶ μαράθρου FHADi μάλαθρον V: μάραθον scripsi. nomen est antiquioris aetatis (Theophr. Nic.) τοῦτον] αὕτη RHADi ἐσθιομένη post πόα colloc. RA δύναται om. R, post κατασπᾶν colloc. E 2 κατασπᾷ R ἢ om. R 3 καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ RE ποθὲν] ὑποτεθὲν RADiH2: elixatura eius bibita Dl 4 πάθεσιν addidi ἁρμόζει] χρήσιμον REDi: ἁρμόζει δὲ ἑρπετοδήκτοις σὺν οἴνῳ Di 5 δὲ om. R πινόμενον ante σὺν οἴνφ ins. R: post οἴνῳ DiA H2 ναυσίαν RPE: ναυτίαν reliqui 6 καῦσιν EA: καῦσον καὶ ἀνάλυσιν E 7 σὺν μέλιτι λεῖαι E κυνόδηκτα REDi 8 ἐνθλιβέντων E: ἐκθλιβεὶς (post φύλλων transpos.) καὶ ἐν ἡλίῳ ξ. R 9 ξηρανθεὶς in ras. E2 εἰς om. R 10 χρησίμως RDiHAE: χρήσιμος reliqui ἐνχυλίζεται R δὲ καὶ τὸ σπέρμα HADi τὰ αὐτὰ καὶ om. F 11 ἔτι om. R: ἐστὶ V ὂν addidi σῦν τοῖς φύλλοις καὶ om. R: del. A2 13 τὴν ἑσπέραν RE ἰβηρίαν E: corr. E2 14 ἀνθέσει P πῦρ E: post παρατιθέντων transpos. R 15 ὑπὸ om. R οἱονεὶ EDi: ὡς οἷον N: ἕως οἷον C (varia lectio) ἐξιπῶσι F: ἐξιπόσι V: ἐξισώση R: ἐκβάλῃ HDi: ἐκβάλλει A 16 δὲ καὶ E)[*](18 C fol. 230r: N 91: syn. om. DiH2A marg. adscr. N (man. rec.) feniculus maraton: alt. man. maratron vel finiculus 19 βουγνουν N cf, Löw l. s. 405)
82

71 πομάραθον· μάραθόν ἐστιν ἄγριον μέγα· φέρει δὲ τὸ σπέρμα κάχρυῖ ὅμοιον, ῥίζα δὲ ὕπεστιν εὐώδης, ἥτις πινομένη στραγγουρίαν ἰᾶται καὶ ἔμμηνα ἄγει προστιθεμένη. τὸ δὲ σπέρμα καὶ ἡ ῥίζα κοιλίαν ἵστησι πινόμενα, θηριοδήκτοις τε βοηθεῖ καὶ λίθους θρύπτει καὶ ἴκτερον ἀποκαθαίρει. τῶν δὲ φύλλων τὸ ἀφέψημα πινόμενον γάλα ἄγει καὶ τὰς ἐκ τοκετῶν γυναῖκας ἀποκαθαίρει.

καλεῖται καὶ ἕτερον ἱππομάραθον, φύλλα ἔχον μικρά, στενά, προμήκη, καρπὸν δὲ στρογγύλον πρὸς τὸν τοῦ κορίου, δριμύν, εὐώδη, θερμαντικόν. ἀναλογεῖ δὲ αὐτοῦ ἡ δύναμις τῷ προειρημένῳ, ἀσθενέστερον ἐνεργοῦσα.

[*](71 RV: ἱππομάραθον· οἱ δὲ μαραθίς, οἱ δὲ μάραθον ἄγριον, Αἰγύπτιοι σαμψώθ, προφῆται θύμαρνον, Ῥωμαῖοι φενούκλουμ ἠρράτικουμ, οἱ δὲ φενούκλους ἐκουίνους, οἱ δὲ μίουμ, Γάλλοι σιστραεόρ.)[*](1 SIM.: Pl. XX 255. 258 (e S. N.) schol. Nic. Th. 596 — Pl. 258 Zop. (Orib. II 598) D. eup. II 76 (287. 288) 78 (290) — eup. II 47 (259) — Nic. Th. 596 (ex Apollod.) Pl. 258 (e Petricho et Miccione) eup. II 115 (316) — Pl, 258 eup. II 111 (309) Ruf. 49 (ed. R) — eup. II 56 (267) — [Hipp.] γυν. I 44 (102) περὶ γυν. φύσ. 93 (VII (410) Zop. (Orib. II 596) eup. I 138 (163)— [Hipp.] περὶ γυν. φύσ. 32 (VII 358) eup. II 76 (287) — Diocles (Pl. XX 255 F. M. Gr. I 155).)[*](1 EXC,: Orib. XI s. v μάραθον ἄγριον (ἱππομάραθον—εὐώδης); Gal. XII 68 s. v. μάραθρον (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v. ἱππομάραθρον).)[*](8 EXC.: Orib. XI s. v. μάραθον ἅγριον (καλεῖται — ἐνεργοῦσα) cf, Gal. XII 68 Orib. II 515 (e Gal.).)[*](1 num. cap. τπε Ο: τπς Di: E tit. περὶ ἱππομαράθρου FHADi ἱππομάραθον NOrib.E cf. Pl. l. s.: ἱππομάλαθρον V: ἱππομάραθρον reliqui μάραθρον (ρ add. Ο2) ἄγριον μέγα ἱππομάραθον καλούμενον Orib. post ἱππομ. syn. e R add. DiA: marg. H2 post syn. add. τοῦτο γὰρ μάραθρόν ἐστιν ἄγριον A φέρει δὲ τὸ] σφαιροειδὲς E 2 δὲ (pr.) om. Orib. τὸ om. ROrib.HADi δὲ (aIt.) om. OR 3 στραγγουρίαν—πινόμενα om. R: ἥτις — ἵστησι del. A2 στραγγουρίαν PF: στραγγουρίας reliqui καὶ addidi ἔμμηνά τε EDi 4 τε om. Ο 5 βοηθεῖ] ὠφελεῖ E τῶν — ἀποκαθαίρει om. AH: superscr. H2: marg. add. A2 6 τῶν τοκετῶν F (dittogr.): τόκων A2 8 καλεῖται δὲ Orib.EA στενά μικρὰ Di. ad rem cf. Pl. l. s. 255 Diocles et aliud hippomarathi qenus tradidit longo et angusto folio, semine coriandri 9 καυλὸν δὲ στενόν Orib. (καρπὸν δὲ στρογλύλον superscr. Ο2) στρογγύλον δριμὺν E 10 ἀναλογε P: ἀνάλογος V: ἀνάγει E (corr. in marg. E2) αὐτοῦ om. Orib. τῶν προειρημένων A)[*](12 C fol. 143v: N fol. 40 effigiei herb. pict. (fol. 144r) adscr. C (man. rec.) κοινῶς ἀγριομάλαθρον ἱππομάραθρομ CHDi οἰ δὲ μάραθον ἄγριον om. HA 13 σαμψθώ HA θυμαρνολι R: θυμαρνόλη HADi: correxi φαινουκλουμ CHDi: φανουκλούμ A 14 ἰρράτικουμ HADi οἱ δὲ φενούκλους οἱ δὲ ἐκουίνους N: οἱ δὲ φαιμόκλους, οἱ δὲ κουίνους CHDi: οἱ δὲ φαιμουκλὸν οἱ δὲ κουένους A: correxi ad μίουμ cf. D, III 154)
83

72 δαῦκος· ὁ μέν τις καλεῖται Κρητικός, μαράθῳ ὅμοια ἔχων τὰ φύλλα, μικρότερα δὲ καὶ λεπτότερα, καυλὸν δὲ σπιθαμιαῖον, σκιάδιον ὅμοιον κοριάνδρῳ, ἄνθη λευκά· ἐν δὲ τούτοις ὁ καρπὸς λευκός, δασύς, δριμὺς ἐν τῷ διαμασᾶσθαι, εὐώδης· ῥίζα δακτύλου τὸ πάχος, τὸ δὲ μῆκος σπιθαμῆς. γεννᾶται δὲ ἐν πετρώδεσι τόποις καὶ εὐηλίοις. ὁ δέ τις αὐτοῦ ἐστι σελίνῳ ἀγρίῳ παραπλήσιος, ἀρωματώδης καὶ εὐώδης, δριμὺς καὶ πυρώδης γευομένῳ· διαφέρει δὲ ὁ Κρητικός.

τὸ δὲ 2 τρίτον εἶδος κορίῳ τὰ φύλλα ἔοικε καὶ τὰ ἄνθη λευκά· κεφαλὴν δὲ ἔχει καὶ καρπὸν ὅμοια ἀνήθῳ, σκιάδιον δὲ σταφυλίνῳ ἐοικός, σπέρματος ἐπιμήκους πλῆρες ὡς κυμίνου, δριμέος.

πάντων δέ ἐστι τὸ σπέρμα θερμαντικόν· πινόμενον δὲ ἐμμήνων καὶ ἐμβρύων καὶ οὔρων ἀγωγὸν καὶ στρόφων ἀπαλλακτικὸν [*](72 RV: δαῦκος· οἱ δὲ δίρκαιον καλοῦσιν.) [*](1 SIM.: Pl. XXV 110 (e S. N) cf. XIX 89. schol. Nic. Th. 94 (e Plut. — S. N. — Petronio, Diodoto) cf. Jahrb. f. Ph. CXXXVII 154. Ps. Orib. V 92. Sim. Seth. s. v. (35 L).) [*](1 EXC.: Orib. XI (δαῦκος — δριμέος) cf. Gal. XI 862. Hes. s. v. δαῦκος.) [*](12 SIM.: [Hipp.] γυν. I 78 (VIII 184) Zop. Orib. II 598) Pl. XXVI 157 schol. Nic. Th. 94 — Zop. (Orib. II 566) Pl. XXVI 83. 89 — Pl. XXVI 74 schol. Nic. Th. l. s.— Pl. XXVI 28 — Pl. XXV 134 cf. Nic. Th. 94. 858 (ex Apollod. cf. schol. Nic. Th. 858) Scrib. Larg. 177.) [*](1 num cap. τπς Ο: τπη Di: οθ E tit. περὶ δαύκου FHADi post δαῦκος syn. e R add. A Di: marg. H2 ὁ μέν τις — Κρητικός om. R καλεῖται] ἐστὶ FHADi at cf. Dl daucu, quem dicunt creticu μαράθῳ ἔχων φύλλα ἐμφερῆ N: μ. φύλλα ἔχων ὅμοια E: μ. ἔχων τὰ φύλλα ὅμοια FHADi 2 λευκότερα non recte coni. Marc. coll. Pl. candidioribus foliis et minoribus hirsutisque δὲ (aIt.) om NDi 3 κοριάννῳ Di ἔστι δὲ τούτου ὁ καρπὸς N 4 ὁ om. E λευκός δριμύς δασύς PVFE: δριμύς λευκός δασύς Orib.AHDi: δυς (i. e. δασύς) λευκὸς δριμὺς N: in quo et semen est albu, asperu et minutu(!) gustu viscidu et odoratu Dl: correxi μασᾶσθαι N 5 καὶ εὐώδης EHDi: εὐώδης om. N τὸ πάχος om, PV 6 ὁ δὲ τις — δριμέος om. N αὐτῶν Di 7 ἀρωματώδης καὶ om. EDiDl δριμὺς γευομένῳ καὶ πυρώδης E: δριμὺς καὶ εὐώδης γευομένῳ καὶ πυρώδης Di]: δριμὺς καὶ εὐώδης καὶ πυρώδης γευομένῳ Orib.Dl (ut videtur) 9 κόμην δὲ καὶ καρπὸν καὶ κεφαλὴν ὅμοια ἀνήθῳ ἔχει ἐφ᾿  ἧς (σ eras. E2) σκιάδιον σταφυλίνῳ ἐμφερές E 10 ἐφ᾿  ᾗ σκιάδιον ἐμφερὲς σταφυλινῳ Di: sed capitello et semine aneto similis est. sed semen ipsum oblongum est et grave sicut cuminu Dl 12 δύναμιν· δὲ ἔχει θερμαντικὴν N: τὸ δὲ σπέρμα πάντων δύναμιν ἔχει Di post πινόμενον interp. E δὲ addidi 13 ἐμμήνων ἀγωγὸν HA ἐμβρύων καὶ ἐμμήνων V καὶ ἐμβρύων om, N καὶ (pr.) om. Di ἀγωγὸν καὶ οὔρων E (corr. superscr. β et α pr. m.)) [*](14 N fol. 63: om. C διερκεον N: διίρκεον H: δίρκεον p: δόρκεον v: δαύκειον coni, Marc.)

84
βηχῶν τε χρονίων πραϋντικόν· ἀρήγει δὲ καὶ φαλαγγιοδήκτοις σὺν οἴνῳ ποθέν, διαφορεῖ δὲ καὶ οἰδήματα καταπλασθέν. ἡ δὲ χρῆσις τῶν μὲν ἄλλων τοῦ σπέρματος, τοῦ δὲ Κρητικοῦ καὶ τῆς ῥίζης, ἧτις μάλιστα πρὸς θηρία πίνεται μετ᾿  οἴνου.

73 RV: δελφίνιον· οἱ δὲ διάχυτος, οἱ δὲ διάχυσις, οἱ δὲ παράλυσις, οἱ δὲ κάμμαρος, οἱ δὲ ὑάκινθος, οἱ δὲ ὕφαιμον, οἱ δὲ ἄρας, οἱ δὲ δελφινιάς, οἱ δὲ Νήρειον, οἱ δὲ Νηρειάδιον, οἱ δὲ σώσανδρον, οἱ δὲ Κρόνιον, Ῥωμαῖοι βουκίνους μίνορ. κλῶνας ἀνίησι δισπιθαμιαίους ἢ καὶ μείζονας ἀπὸ μιᾶς ῥίζης, περὶ οὓς φυλλάρια ἐπεσχισμένα, λεπτά, ἐπιμήκη, δελφινοειδῆ, ὅθεν καὶ ὠνόμασται· ἄνθος δὲ ὅμοιον λευκοΐῳ, ἐμπόρφυρον, σπέρμα ἐν λοβοῖς κέγχρῳ ἐμφερές.

2 τούτου τὸ σπέρμα βοηθεῖ ποθὲν σὺν οἴνῳ σκορπιοπλήκτοις ὡς οὐδὲν ἕτερον· φασὶ δὲ καὶ τοὺς σκορπίους παρατεθείσης τῆς πόας παραλύεσθαι ἀπράκτους τε καὶ ναρκώδεις γίνεσθαι, ὑφαιρουμένης δὲ εἰς τὸ αὐτὸ καθεστάναι. φύεται ἐν τραχέσιν καὶ εὐηλίοις χωρίοις.

δελφίνιον ἕτερον· οἱ δὲ ὑάκινθον, Ῥωμαῖοι βουκίνους· καὶ αὐτὸ ἐμφερὲς τῷ πρὸ αὐτοῦ, τοῖς δὲ φύλλοις καὶ τοῖς κλωνίοις ἰσχνότερον πολλῷ, δύναμιν ἔχον καὶ αὐτὸ τὴν αὐτὴν τῷ προειρημένῳ, οὐχ οὕτως δὲ ἐνεργές.

[*](6 EXC.: Orib. XI s. v. (δελφίνιον — ἐμφερές, δελφίνιον ἕτερον — πολλῷ) cf. Ps. D. de h. f. 56.)[*](2 σὺν] ἐν N ποθὲν σὺν οἴνῳ Di δὲ om, N 3 ἡ δὲ χρῆσις — σπέρματος om. N σπέρματος μόνον HADi τῆς δὲ ῥίζης τοῦ Κρητικοῦ ἥτις N 4 τὰ θηρία HDi)[*](6 τπθ· περὶ δελφμίου Di: cap. mg. add. H2: post III 75 inser. A: cap. e R (C fol. 95v): N fol. 61) interpolatum om. reliqui praeter Orib. l. s. διάχρυσις Orib. 7 οἱ δὲ ὕφαιμον — ἅρας om. CH2ADi 8 νήριον libri: correxi νηρειάδα A 9 κρώνειον A μίνωρ A 10 κλῶνας δὲ C post ἀνίησι haec habet N ὀρθοὺς ἀπὸ μιᾶς ῥίζης πήχεως ἢ καὶ μείζονας, περιπλέους φυλλαρίων ἐπεσχισμένων, ἐπιμήκεσιν (sic), δελφινώδεις (sic), ὅθεν καὶ ὠνόμασται· σπέρμα κτλ. δισπιθάμους HADi 11 ἔνλεπτο C ἐπιμήκη — ὠνόμαστας om. C. ad rem cf. Pa. D, de h. f. delfinion dicta, quod semen ipsius 〈velflores〉 delfino marino sit simile 13 σπέρμα — ἐμφερές om. C 14 τούτου τὸ σπέρμα] ὃ H2ADi 16 παραλύειν αὐτοὺς R ἀναρκώδεις R 17 ὑφαιρουμένης —χωρίοις om. C φύεται δὲ HDi)[*](19 C 101v: N 61: om A tit. om. Di 21 δύναμιν δὲ N 22 ἐν- ἐνεργέστερον NH: τεχνέστερον C)