De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

48 πάνκες Ἡράκλειον, ἐξ οὖ ὁ ὀποπάναξ συλλέγεται, πλεῖστον γεννᾶται ἐν τῇ Βοιωτίᾳ καὶ ἐν Ψωφίδι τῆς Ἀρκαδίας, ὥστε καὶ ἐπίτηδες κηπεύεσθαι διὰ τὴν ἐκ τοῦ ὀποῦ πρόσοδον. φύλλα δὲ ἔχει τραχέα, χαμαιπετῆ, χλωρὰ σφόδρα, πρὸς τὰ τῆς συκῆς, ἐν τῷ περιφερεῖ ἐπεσχισμένα πενταμερῶς· καυλὸν δὲ ὥσπερ νάρθηκος, ὑψηλότατον, ἔχοντα χνοῦν λεπτόν, λευκὸν καὶ φύλλα περὶ αὐτὸν μικρότατα· σκιάδιον δʼ ἐπʼ ἄκρου ὡς ἀνήθου, ἄνθος δὲ μήλινον, σπέρμα εὐῶδες καὶ πυρωτικόν, ῥίζας πλείονας ἐκ μιᾶς ἀρχῆς, λευκάς, βαρυόσμους, παχύν ἐχούσας τὸν φλοιόν, ὑπόπικρον ἐν τῇ γεύσει.

φύεται δὲ καὶ ἐν Κυρήνη 2 τῆς Λιβύης καὶ ἐν Μακεδονίᾳ.

[*](48 RV: πάναξ Ἡράκλειος ἢ πάναξ Ἀσκληπιάδειος· οἱ δὲ κορώνιον, Ῥωμαῖοι λιγούστικι ῥάδιξ, οἱ δὲ ὀλισάθρουμ μάιους, Αἰγύπτιοι ναπώ.)[*](1 TEST.: Gal. XII 80: μύλης ἡ ῥίζα μικρῷ βολβῷ παραπλήσιος ὑπάρχουσα συνακτικῆς ἐστι δυνάμεως, ὥστε καὶ μετὰ αἰρίνου ἀλεύρου προστιθεμένην αὐτὴν ἀνεστομωμένην μήτραν ἰᾶσθαί φησι Διοσκουρίδης.)[*](3 SIM. [Theophr.] h. p. IX 11, 3. 15, 7; Pl. XII 127 (e S. N.). XXV 30 sq. (e Basso?).)[*](3 EXC.: Orib. XII s. v. (πάνακες — γαλακτοῦται); Gal. XII 94 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. D. de h. f. 63; Isid. XVII 9, 28; Hes. s. v. πάνακες (cf. schol. Nic. Th. 564).)[*](1 ἀναστόμωσιν RE 2 καὶ post ἀλεύρου transpos. Di αἰρίνου μύρου RP: ἐρίνου μύρου V: ἰρίνου μύρου FHADiE2 (in ras.), trita cum grino miro Dl. at cf. Gal. l. s. in fine cap. e paraphrasi carm de herb. add. Di μῶλυ ῥιζοτομηθεπισα καὶ περὶ τὸ σῶμα φορουμένη ὠφελεῖ πρὸς φάρμακα καὶ ἐχθροὺς ἀπαλλάττει.)[*](3 mum. cap. τξβ ODi: με E (pro νε) tit. περὶ πάνακος AHDi ὁ δὲ ἡράκλιος πάναξ, ἐξ οὗ κτλ. R: πάνακες οἱ δὲ ἡράκλειον Orib.EDi 4 τῇ PV: cm. reliqui ἐν (alt.) om. FHA ψωφίδι Orib.E (φωκίδι E2): σωφίδι RA2: φωκίδι ODiDl cf. [Theophr.] l. s. Plin. l. s. 5 καὶ om. A. κηπεύεται FH 6 τραχέα καὶ E: viridia et aspera valde, sicut ficu Dl 7 ἐσχισμένα Orib.RE πενταμερῶν P post πενταμερῶς add. ἢ καὶ πριονοειδῶς C: marg. A2 δὲ om. Orib.A 8 νάρθηκα Orib.HADiE (corr. E2) ὑψηλόν, ὑπέρυθρον R χνοῦν ἐκτός R λεπτὸν om. ROrib. DiDl λεπτὸν καὶ E ὑπόλευκον C: λεπτὸν λευκὸν del. A2 et superscr. ἐκτὸς ὑπόλευκον 9 φύλλα τὰ ROrib.E (corr. E2) μικρότερα Orib.RA2 10 δὲ om. COrib. 11 ῥίζας δὲ E λευκὰς καὶ (dittogr.) 0E: λευκὰς ἢ καὶ ὑπερύθρας RA2 πολύν A (παχύν superscr. A2) 12 ὑποπίκρους Orib.: ὑπόπικρον δὲ E ἐν τῇ γεύσει ROrib.E δὲ om. RPVE: superscr. E2 καὶ om. EFHADi κυρήνῃ Orib.HDi: ἐν πύλη ἢ ἐν κυρήνη E: μύκη PVF: ἐστικη R: ea sortibus libiae Dl 13 ἐν om, Orib.)[*](14 C 280v: N 124 syn. om. HADi ἡράκλιος R ἀσκληπιάδιος N 15 λιγυστικι R: correxi ὀλισάθρου R)
62

ὀπίζεται δὲ ἡ ῥίζα ἐπιτεμνομένη ἀρτιβλόστων ὄντων τῶν καυλῶν· ἀνίησι δὲ λευκὸν ὀπόν, ὃς ξηρανθεὶς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν κροκίζει. δέχονται δὲ τὸ ἀπορρέον εἰς φύλλα προῦποτιθέντες εἰς κεκοιλωμένον ἔδαφος, ἀναιροῦνται δὲ ξηρανθέντα· ὀπίζουσι δὲ καὶ τὸν καυλὸν ἐπιτέμνοντες κατὰ τὸν πυραμητὸν καὶ ὁμοίως δεχόμενοι τὸ ἀπορρέον.

εἰσὶ δὲ τῶν ῥιζῶν βελτίους αἱ λευκαὶ καὶ ξηραί, τεταναὶ καὶ ἄβρωτοι, πυρώδεις ἐν τῇ γεύσει καὶ ἀρωματίζουσαι· καρπὸς δʼ εὔθετος ὁ ἐκ μέσου τοῦ νάρθηκος· ὁ γάρ ἐκ τῶν παραφυάδων ἐστὶν ἀτροφώτερος. τοῦ δὲ ὀποῦ διαφέρει ὁ πικρότερος τῇ γεύσει, ἔνδοθεν μὲν λευκός, ἔξωθεν δὲ κροκίζων, λεῖος, λιπαρός, εὔθρυπτος, ταχέως δὲ διιέμενος, βαρύοσμος ὁ δὲ μέλας φαῦλος καὶ ὁ μαλακός· δολοῦται γὰρ ἀμμωνιακῷ καὶ κηρῷ. δοκιμάζεται δὲ ὕδατι διατριβόμενος τοῖς δακτύλοις· ὁ γάρ ἄδολος ἀνίεται καὶ γαλακτοῦται.

4 δύναμις δʼ αὐτοῦ ἐστι θερμαντική, λεπτυντική, μαλακτική, [*](1 SIM. Pl. XXV 31.) [*](6 EXC. Orib. V 77 Dar. (εἰσὶ δὲ — βαρύοσμος), ande Aet I 196 s. v.) [*](16 SIM. Zop. (Orib. II 553 cf. 502) — Pl. XXVI 117 eup. II 22 (236) — [Theophr.] l. s Pl. XXVI 113. 137 eup. II 34 (247) — Pl. XXVI 27 eup. II 31 (242) — [Theophr.] l. s. Pl. XXVI 74 eup. II 40 (255) — Pl. XXVI 88 eup. II 109 (306) — Pl. XXVI 151 sq. eup. II 77 (288) — Zop. (Orib. II 589).) [*](1 ἐπιτιτεμνομένη 0rib. E: ἐπιτετμημένη RPVF: ἐπιτετμωμένη H ἄρτι βλαστανόντων (τῶν add. E) καυλῶν Orib.E 2 καυλῶν] κλάδων FHA λευκούς AH ὀπόν om O (superscr. A2) ἐν κυρήνῃ ὃς ξηρανθεὶς FHA (ἐν κ. veria lectio ad p. 61, 12 e marg. errore huc transposita) 3 εἰς om. Orib.RE φθλλάρια E ὑποθέντες E 4 κεκοιλασμένον Orib.: κεκοιλαμμένον (λαμ in ras.) E2: κεκοιλισμένον F: κεκυλισμένον A τὸ ἔδαφος Orib.Di: τόπον E (ἐδάφους E2) δὲ] τε R: fort. recte 5 ἐντέμνοντες Orib. κατὰ] περὶ Orib..: εἰς Di 6 καὶ addidi ex Orib.E ἐκδεχίμενοι Orib. 7 ξηραὶ καὶ λευκαὶ Orib. post λευκαὶ haec habet Di καὶ τεταναὶ καὶ ξηραὶ ἄβρωτοί τε καὶ πυρώδεις ξηραὶ καὶ E τεταναί τε καὶ ἀβρότονοι R καὲ πυρώδεις RE 8 εὔθετος] καθεστώς N: καθεκαστως CA2 ὁ om. Orib.R ἐν μέσω E (corr. E2) 9 ἀστρόφωτος RA2 inutile est Dl 10 πικρότατος Orib.EDi μὲν om. ROrib. 11 post λευκὸς inser. καὶ ὑπόπυρρος E: καὶ ὑπόκιρρος DiA (del. A2): superscr. H2 λεῖος om. O: del. E2: lenis et pinguis, fragilis et citius se separans a pare, odore gravi Dl εὔθλαστος RE (θρυπτος superscr. E2) post εὔθρυπτος inser. εὔθετος (dittogr) FHDiA (εὔθλαστος superscr. A2) 12 δὲ (pr.) om. Orib.: τε N διειμένος ἢ ἀνιέμενος] E: διεμένος Οrib.: διείμενος RPV ὁ (alt.) om. RHADi μαλακός] σκληρός R superecr. A2. cf. Pl. XXV 31 et in alis autem generibus inprobatur maxime nigrum ac molle 13 γὰρ] δὲ RFHA καὶ] ἢ Di κηρω/////// E2 δὲ] γὰρ V 14 καὶ γαλακτοῦται om. R: del. A2 16 virtus est ei calida, molaptica et leptintica Dl: fort. recte)

63
ὕθεν ἁρμόζει πρὸς ῥίγη καὶ περιόδους, σπάσματα, δήγματα, πλευρᾶς ἀλγήματα, βῆχας, στρόφους, στραγγουρίας, ψώρας τὰς ἐν κύστει σύν μελικράτῳ ἡ οἴνῳ ποτιζόμενος ἔμμηνά τε ἄγει καὶ ἔμβρυα φθείρει καὶ ἐμπνευματώσεις τὰς ἐν ὑστέρᾳ καὶ σκληρίας διαφορεῖ σὺν μέλιτι ἀνεθείς. ἐστι δὲ καὶ σύγχρισμα ἰσχιάδος· μείγνυται δὲ καὶ ἀκόποις καὶ κεφαλαλγικαῖς δυνάμεσι, περιρρήττει καὶ ἄνθρακας, ἁρμόζει καὶ ποδαγρικοῖς μετὰ σταφίδος ἡμέρου καταπλασσόμενος.

παραιτεῖται δὲ καὶ τὰ τῶν ὀδόντων 5 ἀλγήματα ἐντιθέμενος τοῖς βρώμασιν ὀφθαλμῶν τέ ἐστιν ὀξυδερκὲς ἔγχριστον, μιγεὶς δὲ πίσσῃ ἔμπλαστρός ἐστι πρὸς τοὺς λυσσοδήκτους ἀρίστη. καὶ ἡ ῥίζα δὲ ξυσθεῖσα καὶ προστεθεῖσα μήτρᾳ ἄγει ἔμβρυα, πρός τε ἕλκη παλαιὰ ποιεῖ καὶ τὸ ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων σαρκοῖ λεία καταπλασσομένη καὶ σὺν μέλιτι δὲ ἐγχριομένη. ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ σὺν ἀψινθίῳ ληφθεὶς ἔμμηνα ἄγει, σὺν ἀριστολοχείᾳ δὲ πρὸς τὰ ἰοβόλα ἁρμόζει καὶ πρὸς τάς ὑστερικὰς πνίγας σὺν οἴνῳ ποτιζόμενος.