De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

2 φθινοπώρῳ δὲ ἐκπεπαίνεται τὸ σπέρμα, ἁρμόζον πρὸς ἀμβλυωπίας μετά μέλιτος λεαινόμενον καὶ οἴνου καὶ χολῆς ἀλεκτορίδων καὶ κρόκου καὶ μαράθου χυλοῦ. καλοῦσι δέ τινες αὐτὸ ἁρμαλά, Σύροι δὲ βήσσασαν, Καππάδοκες δὲ μῶλυ, ἐπειὴ κατὰ ποσὸν σῴζει τὴν πρὸς τὸ μῶλυ ἐμφέρειαν, τῇ ῥίζῃ μέλαν καὶ τῷ ἄνθει λευκὸν ὑπάρχον. φύεται δὲ ἐν γεωλόφοις καὶ εὐγείοις χωρίοις.

47 μῶ λυ· τὰ μὲν φύλλα ἔχει ἀγρώστει ὄμοια, πλατύτερα δέ, ἐπὶ γῆν κλώμενα, ἄνθη δὲ λευκοῖοις παραπλήσια, γαλακτόχροα, ἧσσονα δὲ πρὸς τὰ τοῦ ἴου, καυλὸν δὲ λεπτόν, πήχεων τεσσάρων· ἐπʼ ἄκρου δὲ ἔπεστιν ὡσεὶ σκορδοειδές τι· ῥίζα δὲ μικρά, βολβοειδής.

[*](47 RV: μῶλυ· οἱ δὲ λευκόῖον ἄγριον καλοῦσιν.)[*](11 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 15, 7; Pl. XXV 26 (unde?).)[*](11 EXC.: Orib. XI s. v. (μῶλυ — βολβοειδής); Gal. XI 80; Ps. Ap. 49 carm. de herb, 13; Hes. s. v. μῶλν)[*](1 τοῦ πηγάνου τοῦ ἡμέρου Orib.: πηγάνου om. FAH (superscr. H2) συγκείμενα μερῶν 0rib. ἐν οἷς — ὑπέκιρρον om. PVFH (superscr. H2). at cf. D] huius semen obrufum et trigonum 2 ὑπόκιρρον τρίγωνον Orib.EADl: τρίγωνον ὑπόκιρρον Di κικρὸν om. A ἱκανῶς] κάλιστα FHADi: mg. add. A (man. rec.) Catacuz. πικρὸν ἱκανῶς πρὸς τὴν γεθσιν τὴν om, Orib.E 4 φθινοπώρω PVFE: φθινοπώρου reliqui ἁρμόζον — χυλοῦ om. Orib. 5 μετὰ μέλιτος πινόμενον post λεαινόμενον transpos. E 6 καὶ (pr.) om. Di κρόκου τε Di καλοῦσι δʼ αὐτὸ ἔνιοι Orib.: δʼ ἔνιοι αὐτὸ E 7 Σύροι δὲ Orib.E: δὲ om, reliqui βησσασαν P: βήσασαν VFH: βησαοἄ Di: βύσασαν Orib.: bes;asa E cf. D. III 45 Καππαδόκαι E ἐπειδὴ — μῶλυ om. E: marg. add. E2 9 καὶ (pr) om. Orib. δὲ om, Orib. 10 εὐγείοις γείοις Orib ὑγροῖς E: nascitur locis lumidis et cultis Dl)[*](11 num. cap. τξα ODi: νδ E tit. περὶ μώλυος HDi: om. A post μῶsyn. e R add. DiA: mg H2 ἀγρώστεως E 12 ἐπὶ γῆν om. R: ἐπὶ γῆς E κλώμενα addidi ὄντα Di: latiora et super terra sparsa Dl cf. D. III 152. 128 δὲ addidi παραπλήσια PV: ὄμοια reliqui γαλακτώδη R: λακτόχροια E 13 ἥττονα E: ἧττον Orib. ἠπιονα E (superscr. A2) δὲ (aIt.) om. E λευκόν ODi: λεπτὸν reliqui 14 ἔνεστιν R ἐστιν VE ὡσεί ROrib.E (ει eras. E2): ὡς reliqui σκοροδοειδές H τι] ἡ RFHADi: om. E (τι add. E2) 15 δὲ ῥίζα R)[*](16 C 236r; N 94 καλοῦσιν om. HA)
61

αὕτη σφόδρα ἀγαθὴ πρὸς ὑστέρας ἀναστομώσεις τετριμμένη καὶ μετ᾿ αἰρίνου ἀλεύρου προστιθεμένη ἐν πεσσῷ.

48 πάνκες Ἡράκλειον, ἐξ οὖ ὁ ὀποπάναξ συλλέγεται, πλεῖστον γεννᾶται ἐν τῇ Βοιωτίᾳ καὶ ἐν Ψωφίδι τῆς Ἀρκαδίας, ὥστε καὶ ἐπίτηδες κηπεύεσθαι διὰ τὴν ἐκ τοῦ ὀποῦ πρόσοδον. φύλλα δὲ ἔχει τραχέα, χαμαιπετῆ, χλωρὰ σφόδρα, πρὸς τὰ τῆς συκῆς, ἐν τῷ περιφερεῖ ἐπεσχισμένα πενταμερῶς· καυλὸν δὲ ὥσπερ νάρθηκος, ὑψηλότατον, ἔχοντα χνοῦν λεπτόν, λευκὸν καὶ φύλλα περὶ αὐτὸν μικρότατα· σκιάδιον δʼ ἐπʼ ἄκρου ὡς ἀνήθου, ἄνθος δὲ μήλινον, σπέρμα εὐῶδες καὶ πυρωτικόν, ῥίζας πλείονας ἐκ μιᾶς ἀρχῆς, λευκάς, βαρυόσμους, παχύν ἐχούσας τὸν φλοιόν, ὑπόπικρον ἐν τῇ γεύσει.

φύεται δὲ καὶ ἐν Κυρήνη 2 τῆς Λιβύης καὶ ἐν Μακεδονίᾳ.

[*](48 RV: πάναξ Ἡράκλειος ἢ πάναξ Ἀσκληπιάδειος· οἱ δὲ κορώνιον, Ῥωμαῖοι λιγούστικι ῥάδιξ, οἱ δὲ ὀλισάθρουμ μάιους, Αἰγύπτιοι ναπώ.)[*](1 TEST.: Gal. XII 80: μύλης ἡ ῥίζα μικρῷ βολβῷ παραπλήσιος ὑπάρχουσα συνακτικῆς ἐστι δυνάμεως, ὥστε καὶ μετὰ αἰρίνου ἀλεύρου προστιθεμένην αὐτὴν ἀνεστομωμένην μήτραν ἰᾶσθαί φησι Διοσκουρίδης.)[*](3 SIM. [Theophr.] h. p. IX 11, 3. 15, 7; Pl. XII 127 (e S. N.). XXV 30 sq. (e Basso?).)[*](3 EXC.: Orib. XII s. v. (πάνακες — γαλακτοῦται); Gal. XII 94 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. D. de h. f. 63; Isid. XVII 9, 28; Hes. s. v. πάνακες (cf. schol. Nic. Th. 564).)[*](1 ἀναστόμωσιν RE 2 καὶ post ἀλεύρου transpos. Di αἰρίνου μύρου RP: ἐρίνου μύρου V: ἰρίνου μύρου FHADiE2 (in ras.), trita cum grino miro Dl. at cf. Gal. l. s. in fine cap. e paraphrasi carm de herb. add. Di μῶλυ ῥιζοτομηθεπισα καὶ περὶ τὸ σῶμα φορουμένη ὠφελεῖ πρὸς φάρμακα καὶ ἐχθροὺς ἀπαλλάττει.)[*](3 mum. cap. τξβ ODi: με E (pro νε) tit. περὶ πάνακος AHDi ὁ δὲ ἡράκλιος πάναξ, ἐξ οὗ κτλ. R: πάνακες οἱ δὲ ἡράκλειον Orib.EDi 4 τῇ PV: cm. reliqui ἐν (alt.) om. FHA ψωφίδι Orib.E (φωκίδι E2): σωφίδι RA2: φωκίδι ODiDl cf. [Theophr.] l. s. Plin. l. s. 5 καὶ om. A. κηπεύεται FH 6 τραχέα καὶ E: viridia et aspera valde, sicut ficu Dl 7 ἐσχισμένα Orib.RE πενταμερῶν P post πενταμερῶς add. ἢ καὶ πριονοειδῶς C: marg. A2 δὲ om. Orib.A 8 νάρθηκα Orib.HADiE (corr. E2) ὑψηλόν, ὑπέρυθρον R χνοῦν ἐκτός R λεπτὸν om. ROrib. DiDl λεπτὸν καὶ E ὑπόλευκον C: λεπτὸν λευκὸν del. A2 et superscr. ἐκτὸς ὑπόλευκον 9 φύλλα τὰ ROrib.E (corr. E2) μικρότερα Orib.RA2 10 δὲ om. COrib. 11 ῥίζας δὲ E λευκὰς καὶ (dittogr.) 0E: λευκὰς ἢ καὶ ὑπερύθρας RA2 πολύν A (παχύν superscr. A2) 12 ὑποπίκρους Orib.: ὑπόπικρον δὲ E ἐν τῇ γεύσει ROrib.E δὲ om. RPVE: superscr. E2 καὶ om. EFHADi κυρήνῃ Orib.HDi: ἐν πύλη ἢ ἐν κυρήνη E: μύκη PVF: ἐστικη R: ea sortibus libiae Dl 13 ἐν om, Orib.)[*](14 C 280v: N 124 syn. om. HADi ἡράκλιος R ἀσκληπιάδιος N 15 λιγυστικι R: correxi ὀλισάθρου R)
62

ὀπίζεται δὲ ἡ ῥίζα ἐπιτεμνομένη ἀρτιβλόστων ὄντων τῶν καυλῶν· ἀνίησι δὲ λευκὸν ὀπόν, ὃς ξηρανθεὶς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν κροκίζει. δέχονται δὲ τὸ ἀπορρέον εἰς φύλλα προῦποτιθέντες εἰς κεκοιλωμένον ἔδαφος, ἀναιροῦνται δὲ ξηρανθέντα· ὀπίζουσι δὲ καὶ τὸν καυλὸν ἐπιτέμνοντες κατὰ τὸν πυραμητὸν καὶ ὁμοίως δεχόμενοι τὸ ἀπορρέον.