De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

46 καλοῦσί τινες πήγανον ἄγριον καὶ τὸ ἐν Καππαδοκίᾳ καὶ ἐν τῇ κατʼ Ἀσίαν Γαλατίᾳ λεγόμενον μῶλυ. ἐστι δὲ θάμνος ἀπὸ μιᾶς ῤίζης πολλὰς ἀναφέρων ῥάβδους, ἔχων φύλλα μακρότερα πολλῷ τοῦ ἄλλου πηγάνου καὶ τρυφερώτερα, βαρύοσμα, ἄνθος λευκὸν ἐπ᾿ ἄκρου τε κεφάλια ὀλίγῳ μείζονα τοῦ [*](4 SIM.: Pl. XX 131.) [*](13 EXC.: Orib. XII s. v. (καλοῦσι — χωρίοις) cf. Gal. XII 82. Aet. I s. v. μῶλυ.) [*](1 καὶ ἀχῶρας om. R: del. A2 ὄξει καὶ om. R 2 δὲ O: τε reliqui σκορόδων Di 3 ὀσμὰς καὶ om. FHADi εἰ (ει C) ἐπιμασηθεῖεν (ἐπιμασηθὲν C) παραιτεῖται R 4 ἄγριον] ὀρείνὸν RDiA2 6 προαλειψάμενον R: προσαλειψαμένους A 7 χεῖρας] ρεινας N: ρυσιδας C (superscr. A2) οὕτως πλησιάζειν RE φασὶ — αἰλούρους om. C: del. A2 8 ἐπιρανθέντα NF: ἔπιρραθέντα HDi τῇ ὄρνιθι FH: ὀρνιθίῳ V: ὀρνιθίοις Di 9 ὄλκιμον OE (in ras.) Di Ps. Ap.: ἀλυμον C: ἀννυμον N: circa flumen ali⟨a⟩gmon Dl φασιν ἀναιρεῖν E 11 καντδότοις P: κανδδότι V μίγνυται δὲ καὶ ἀντιδότοις χρ. N in fine cap. aliena add. ADi, marg. H2 καὶ φρύξας (φρίξας ADi) δὲ τὸ σπέρμα αὐτοῦ δὸς πίνειν ἐπὶ ἡμέρας ζ τῷ ἐνουροῦντι καὶ παύσεται· ἡ δὲ ῥίζα αὐτοῦ λέγεται μῶλυ ὀρεινόν. τὸ οὖν ἄγριον πήγανον ὁμοιοῖ τῷ ἡμέρῳ· πινόμενον δὲ ὠφελεῖ ἐπιληπτικοῖς καὶ ἰσχιαδικοῖς· κινεῖ δὲ καὶ καταμήνια, τὰ δὲ ἔμβρυα φθείρει· θείρει· δριμύτερον δέ ἐστι τοῦ ἡμέρου καὶ τῇ ἐνεργείᾳ δυνατώτερον. οὐ δεῖ δὲ τὴν ἀγρίαν ἐσθίειν, διότι ἐπιβλαβής ἐστιν.) [*](13 num. cap. τξ ODi: νγ E tit. περὶ πηγάνου ἀγρίου AHDi: om. F πήγανον ἄγριον, ὃ μῶλυ καλοῦσίν τινες, γινόμενον ἐν Καππαδοκίᾳ 0rib.: καλοῦσιν δέ τινες οὕτω πήγανον ἄγριον E: s. v. πήγανον ἄγριον ὁμοίως (C fol. 270v N 120) text. cap. de hyperico (III 154) habet R, item Di sub. tit. περὶ πηγάνου ἀγρίου. ad calcem add. Di ἐν ἄλλῳ καὶ ταῦτα· καλοῦσι δὲ οὕτω τινὲς πήγανον ἄγριον κτλ. τῇ Καππαδ. H 14 καὶ τὸ EDi ἐν om. Orib. Γαλατίᾳ τῇ κατ᾿ Ἀσίαν Orib. τὴν Ασίαν FHADi 15 πλείονας ῥάβδους ἀναφέρων EDi: ῥάβδους πλείονας ἀναφέρων Orib. ἔχων post πηγάνου transpos. 0rib.: om. E 16 καὶ om. Orib. 17 τε] δὲ Orib. om. E κεφαλὴ δὲ μείζων ὀλέγον V κεφάλια μείζονα ὀλίγῳ 0rib. ὀλίγα E)

60
ἡμέρου πηγάνου, ἐκ τριῶν μάλιστα μερῶν συγκείμενα, ἐν οῖς σπέρμα ὑπόκιρρον, τρίγωνον, πικρὸν κανῶς πρὸς τὴν γεῦσιν, οὖ καὶ ἡ χρῆσις.

2 φθινοπώρῳ δὲ ἐκπεπαίνεται τὸ σπέρμα, ἁρμόζον πρὸς ἀμβλυωπίας μετά μέλιτος λεαινόμενον καὶ οἴνου καὶ χολῆς ἀλεκτορίδων καὶ κρόκου καὶ μαράθου χυλοῦ. καλοῦσι δέ τινες αὐτὸ ἁρμαλά, Σύροι δὲ βήσσασαν, Καππάδοκες δὲ μῶλυ, ἐπειὴ κατὰ ποσὸν σῴζει τὴν πρὸς τὸ μῶλυ ἐμφέρειαν, τῇ ῥίζῃ μέλαν καὶ τῷ ἄνθει λευκὸν ὑπάρχον. φύεται δὲ ἐν γεωλόφοις καὶ εὐγείοις χωρίοις.

47 μῶ λυ· τὰ μὲν φύλλα ἔχει ἀγρώστει ὄμοια, πλατύτερα δέ, ἐπὶ γῆν κλώμενα, ἄνθη δὲ λευκοῖοις παραπλήσια, γαλακτόχροα, ἧσσονα δὲ πρὸς τὰ τοῦ ἴου, καυλὸν δὲ λεπτόν, πήχεων τεσσάρων· ἐπʼ ἄκρου δὲ ἔπεστιν ὡσεὶ σκορδοειδές τι· ῥίζα δὲ μικρά, βολβοειδής.

[*](47 RV: μῶλυ· οἱ δὲ λευκόῖον ἄγριον καλοῦσιν.)[*](11 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 15, 7; Pl. XXV 26 (unde?).)[*](11 EXC.: Orib. XI s. v. (μῶλυ — βολβοειδής); Gal. XI 80; Ps. Ap. 49 carm. de herb, 13; Hes. s. v. μῶλν)[*](1 τοῦ πηγάνου τοῦ ἡμέρου Orib.: πηγάνου om. FAH (superscr. H2) συγκείμενα μερῶν 0rib. ἐν οἷς — ὑπέκιρρον om. PVFH (superscr. H2). at cf. D] huius semen obrufum et trigonum 2 ὑπόκιρρον τρίγωνον Orib.EADl: τρίγωνον ὑπόκιρρον Di κικρὸν om. A ἱκανῶς] κάλιστα FHADi: mg. add. A (man. rec.) Catacuz. πικρὸν ἱκανῶς πρὸς τὴν γεθσιν τὴν om, Orib.E 4 φθινοπώρω PVFE: φθινοπώρου reliqui ἁρμόζον — χυλοῦ om. Orib. 5 μετὰ μέλιτος πινόμενον post λεαινόμενον transpos. E 6 καὶ (pr.) om. Di κρόκου τε Di καλοῦσι δʼ αὐτὸ ἔνιοι Orib.: δʼ ἔνιοι αὐτὸ E 7 Σύροι δὲ Orib.E: δὲ om, reliqui βησσασαν P: βήσασαν VFH: βησαοἄ Di: βύσασαν Orib.: bes;asa E cf. D. III 45 Καππαδόκαι E ἐπειδὴ — μῶλυ om. E: marg. add. E2 9 καὶ (pr) om. Orib. δὲ om, Orib. 10 εὐγείοις γείοις Orib ὑγροῖς E: nascitur locis lumidis et cultis Dl)[*](11 num. cap. τξα ODi: νδ E tit. περὶ μώλυος HDi: om. A post μῶsyn. e R add. DiA: mg H2 ἀγρώστεως E 12 ἐπὶ γῆν om. R: ἐπὶ γῆς E κλώμενα addidi ὄντα Di: latiora et super terra sparsa Dl cf. D. III 152. 128 δὲ addidi παραπλήσια PV: ὄμοια reliqui γαλακτώδη R: λακτόχροια E 13 ἥττονα E: ἧττον Orib. ἠπιονα E (superscr. A2) δὲ (aIt.) om. E λευκόν ODi: λεπτὸν reliqui 14 ἔνεστιν R ἐστιν VE ὡσεί ROrib.E (ει eras. E2): ὡς reliqui σκοροδοειδές H τι] ἡ RFHADi: om. E (τι add. E2) 15 δὲ ῥίζα R)[*](16 C 236r; N 94 καλοῦσιν om. HA)
61

αὕτη σφόδρα ἀγαθὴ πρὸς ὑστέρας ἀναστομώσεις τετριμμένη καὶ μετ᾿ αἰρίνου ἀλεύρου προστιθεμένη ἐν πεσσῷ.

48 πάνκες Ἡράκλειον, ἐξ οὖ ὁ ὀποπάναξ συλλέγεται, πλεῖστον γεννᾶται ἐν τῇ Βοιωτίᾳ καὶ ἐν Ψωφίδι τῆς Ἀρκαδίας, ὥστε καὶ ἐπίτηδες κηπεύεσθαι διὰ τὴν ἐκ τοῦ ὀποῦ πρόσοδον. φύλλα δὲ ἔχει τραχέα, χαμαιπετῆ, χλωρὰ σφόδρα, πρὸς τὰ τῆς συκῆς, ἐν τῷ περιφερεῖ ἐπεσχισμένα πενταμερῶς· καυλὸν δὲ ὥσπερ νάρθηκος, ὑψηλότατον, ἔχοντα χνοῦν λεπτόν, λευκὸν καὶ φύλλα περὶ αὐτὸν μικρότατα· σκιάδιον δʼ ἐπʼ ἄκρου ὡς ἀνήθου, ἄνθος δὲ μήλινον, σπέρμα εὐῶδες καὶ πυρωτικόν, ῥίζας πλείονας ἐκ μιᾶς ἀρχῆς, λευκάς, βαρυόσμους, παχύν ἐχούσας τὸν φλοιόν, ὑπόπικρον ἐν τῇ γεύσει.

φύεται δὲ καὶ ἐν Κυρήνη 2 τῆς Λιβύης καὶ ἐν Μακεδονίᾳ.

[*](48 RV: πάναξ Ἡράκλειος ἢ πάναξ Ἀσκληπιάδειος· οἱ δὲ κορώνιον, Ῥωμαῖοι λιγούστικι ῥάδιξ, οἱ δὲ ὀλισάθρουμ μάιους, Αἰγύπτιοι ναπώ.)[*](1 TEST.: Gal. XII 80: μύλης ἡ ῥίζα μικρῷ βολβῷ παραπλήσιος ὑπάρχουσα συνακτικῆς ἐστι δυνάμεως, ὥστε καὶ μετὰ αἰρίνου ἀλεύρου προστιθεμένην αὐτὴν ἀνεστομωμένην μήτραν ἰᾶσθαί φησι Διοσκουρίδης.)[*](3 SIM. [Theophr.] h. p. IX 11, 3. 15, 7; Pl. XII 127 (e S. N.). XXV 30 sq. (e Basso?).)[*](3 EXC.: Orib. XII s. v. (πάνακες — γαλακτοῦται); Gal. XII 94 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. D. de h. f. 63; Isid. XVII 9, 28; Hes. s. v. πάνακες (cf. schol. Nic. Th. 564).)[*](1 ἀναστόμωσιν RE 2 καὶ post ἀλεύρου transpos. Di αἰρίνου μύρου RP: ἐρίνου μύρου V: ἰρίνου μύρου FHADiE2 (in ras.), trita cum grino miro Dl. at cf. Gal. l. s. in fine cap. e paraphrasi carm de herb. add. Di μῶλυ ῥιζοτομηθεπισα καὶ περὶ τὸ σῶμα φορουμένη ὠφελεῖ πρὸς φάρμακα καὶ ἐχθροὺς ἀπαλλάττει.)[*](3 mum. cap. τξβ ODi: με E (pro νε) tit. περὶ πάνακος AHDi ὁ δὲ ἡράκλιος πάναξ, ἐξ οὗ κτλ. R: πάνακες οἱ δὲ ἡράκλειον Orib.EDi 4 τῇ PV: cm. reliqui ἐν (alt.) om. FHA ψωφίδι Orib.E (φωκίδι E2): σωφίδι RA2: φωκίδι ODiDl cf. [Theophr.] l. s. Plin. l. s. 5 καὶ om. A. κηπεύεται FH 6 τραχέα καὶ E: viridia et aspera valde, sicut ficu Dl 7 ἐσχισμένα Orib.RE πενταμερῶν P post πενταμερῶς add. ἢ καὶ πριονοειδῶς C: marg. A2 δὲ om. Orib.A 8 νάρθηκα Orib.HADiE (corr. E2) ὑψηλόν, ὑπέρυθρον R χνοῦν ἐκτός R λεπτὸν om. ROrib. DiDl λεπτὸν καὶ E ὑπόλευκον C: λεπτὸν λευκὸν del. A2 et superscr. ἐκτὸς ὑπόλευκον 9 φύλλα τὰ ROrib.E (corr. E2) μικρότερα Orib.RA2 10 δὲ om. COrib. 11 ῥίζας δὲ E λευκὰς καὶ (dittogr.) 0E: λευκὰς ἢ καὶ ὑπερύθρας RA2 πολύν A (παχύν superscr. A2) 12 ὑποπίκρους Orib.: ὑπόπικρον δὲ E ἐν τῇ γεύσει ROrib.E δὲ om. RPVE: superscr. E2 καὶ om. EFHADi κυρήνῃ Orib.HDi: ἐν πύλη ἢ ἐν κυρήνη E: μύκη PVF: ἐστικη R: ea sortibus libiae Dl 13 ἐν om, Orib.)[*](14 C 280v: N 124 syn. om. HADi ἡράκλιος R ἀσκληπιάδιος N 15 λιγυστικι R: correxi ὀλισάθρου R)
62

ὀπίζεται δὲ ἡ ῥίζα ἐπιτεμνομένη ἀρτιβλόστων ὄντων τῶν καυλῶν· ἀνίησι δὲ λευκὸν ὀπόν, ὃς ξηρανθεὶς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν κροκίζει. δέχονται δὲ τὸ ἀπορρέον εἰς φύλλα προῦποτιθέντες εἰς κεκοιλωμένον ἔδαφος, ἀναιροῦνται δὲ ξηρανθέντα· ὀπίζουσι δὲ καὶ τὸν καυλὸν ἐπιτέμνοντες κατὰ τὸν πυραμητὸν καὶ ὁμοίως δεχόμενοι τὸ ἀπορρέον.

εἰσὶ δὲ τῶν ῥιζῶν βελτίους αἱ λευκαὶ καὶ ξηραί, τεταναὶ καὶ ἄβρωτοι, πυρώδεις ἐν τῇ γεύσει καὶ ἀρωματίζουσαι· καρπὸς δʼ εὔθετος ὁ ἐκ μέσου τοῦ νάρθηκος· ὁ γάρ ἐκ τῶν παραφυάδων ἐστὶν ἀτροφώτερος. τοῦ δὲ ὀποῦ διαφέρει ὁ πικρότερος τῇ γεύσει, ἔνδοθεν μὲν λευκός, ἔξωθεν δὲ κροκίζων, λεῖος, λιπαρός, εὔθρυπτος, ταχέως δὲ διιέμενος, βαρύοσμος ὁ δὲ μέλας φαῦλος καὶ ὁ μαλακός· δολοῦται γὰρ ἀμμωνιακῷ καὶ κηρῷ. δοκιμάζεται δὲ ὕδατι διατριβόμενος τοῖς δακτύλοις· ὁ γάρ ἄδολος ἀνίεται καὶ γαλακτοῦται.