De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

57

45 πήγανον· τὸ ὄρειον καὶ ἄγριον τοῦ ἡμέρου δριμύτερον καὶ ἄθετον πρὸς βρῶσιν, τοῦ δὲ κηπευτοῦ ἐδωδιμώτερον τὸ παρὰ ταῖς συκαῖς φυόμενον.

ἀμφότερα δὲ θερμαντικά, καυστικά, ἑλκωτικά, οὐρητικά, ἐμμήνων ἀγωγὰ ἐσθιόμενά τε καὶ πινόμενα κοιλίαν ἵστησι καὶ τῶν φθαρτικῶν φαρμάκων ἐστὶν ἀντίδοτος ὅσον ὀξύβαφον τοῦ σπέρματος ποθέντος μετʼ οἴνου· καὶ προβρωθέντα δὲ τὰ φύλλα καθʼ ἑαυτὰ καὶ μετὰ καρύων βασιλικῶν καὶ σύκων ξηρῶν ἄπρακτα καθίστησι τὰ θανάσιμα | καὶ πρὸς ἑρπετὰ ἁρμόζει ὁμοίως λαμβανόμενα γονήν τε σβέννυσιν ἐσθιόμενον καὶ πινόμενον.

ἑψηθὲν 2 δὲ σύν ἀνήθῳ ξηρῷ καὶ ποθὲν στρόφους παύει· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς πλευρᾶς πόνον καὶ θώρακος, δύσπνοιαν, βῆχας, περιπνευμονίαν, [*](45 RV: πήγανον κηπαῖον· Ῥωμαῖοι ῥοῦτα ὁρτήνσις, Αἰγύπτιοι ἐπνουβού, Σύροι ἁρμαλά, οἱ δὲ βησσασά, Ἄφροι χουρμά.) [*](πήγανον ὀρεινόν· οἱ δὲ ῥυτήν ὀρεινήν, Ῥωμαῖοι ῥοῦτα μοντάνα.) [*](1 SIM.: Pl. XX 131 sq. (e S. N. et J. B.) cf. XIX 156; Plut. quaest, conv. V 9, 7; Sim. Seth. s. v. 81 L. (e Gal. et Ruf) Geop. XII 25 (e Pl. et Ruf.) —Ces. II 22 Ruf. (Aet. I s. v.) Pl. 131. 142 — [Hipp] περὶ διαίτης II 54 (Vl 558 L) Ruf. l. s. eup. I 112 (311) Cels. II 31 — Zop. (Orib. II 597) eup. II 77 (288) Pl. 143 — [Hipp.] l. s. Nic. Al. 49. 154. 306. 413 (ex Apoll.) Pl. 132 eup. II 136. 137 (327) Ruf. l. s. — Nic. Th. 531 (ex Apoll.) Cels. V 27,5 Pl. 133  eup. II 114 sq. (314. 315. 317) — Pl. 142 Plut. quaest conv. II 1, 3 Rufus 431 (ed. Ruello) schol. Nic. Al. 410 — Zop. (0rib. I 569) — Cels. V 25, 3. Pl. 136 Ruf. (Aet. I s. v.) eup. II 39 (253).) [*](1 EXC.: Orib. XII s. v. (πήγανον — φυόμενον); Gal. XII 100 (unde Aet. I s. v. aliis e Rufo addida. Paul. Aeg. VII 3 s. v); Garg. Mart. 3, 136 R. (e Gal. Pl. Diose); Ps. Ap. 89 (unde Pa. Orib. I 76); 115 (unde Ps. Orlb. I 95): A. Mai l. s. VII 413 (e Ps. Ap. et D. lat) 429, Isid XVII 11, 8 (e G. M.).) [*](1 num. cap. τνθ ODi: νβ E tit περὶ πηγάνου FHADi initium sic habet R δισσόν· τὸ μὲν ὀρεινόν, τὸ δὲ ἥμερον καὶ κηπευτόν· καὶ τὸ μὲν ὸρεινὸν τοῦ ἡμέρου καὶ κηπευτοῦ δριμύτερον κτλ. syn. post πήγανον ὀρεινόν add. Di: post πήγανον A (marg. H2) πίγανον τὸ ἄγριον καὶ ὀρεινόν E ὄρειον O: ὀρεινόν reiqui καὶ ἄγριον om. 0rib. ἡμέρου καὶ κηπευτοῦ Di 3 post φυόμενον add. ὃ κηπευτόν A, sequ. syn. rutae sativae 4 καυστικὰ κακωτικὰ καὶ E οὐρητικὰ ἑλκωτικά Di: οὐρητικά om. E 5 τε om. R κοιλίαν δὲ E 6 ἐστιν om. R ἀντίδοτα R: abortum facit (sic) Dl ὀξυβάφου RDi 7 ποθέν R: ποθέντος post οἴνου transpos. E ἐν οἔνῳ AHDi 9 λαμβανόμενον R 12 πλευρῶν FHADi: lateris et pectoris doloribus A. Mai VII 414 καὶ (alt) om. RPV περιπνεύμονος R: περιπνευμονίας E) [*](13 C fol. 269v: N fol. 120 κηπευτόν Di ὀρτηνσαι D: ὀρτηνσε N: ὀρτῆνες DiA 14 αρμαλαλα R: ἁρμαλαλᾶ ADi βησσασα C χουρβα N. χουρμά CADi 15 C fol. 270r (charta laesa): N fol. 120 ῥυτὴν] cf. schol. Nic. Th. 517. Hes. s. ῥυτά.)

58
ἀλγήματα ἰσχίων, ἄρθρων, ῥίγη περιοδικὰ πινόμενον ὡς προείρηται· καὶ πρὸς ἐμπνευματώσεις δὲ κόλου καὶ ὑστέρας καὶ ἀπευθυσμένου σύν ἐλαίῳ ἑψηθὲν καὶ ἐνεθὲν πνίγας τε ὑστερικὰς λεῖον μετὰ μέλιτος κατὰ τοῦ αἰδοίου ἄχρι δακτυλίου ἐπιτεθὲν παραιτεῖται.

3 ἀποζεσθὲν δὲ σὺν ἐλαίῳ καὶ ποθὲν ἕλμινθας ἐκτινάσσει· καταπλάσσεται δὲ καὶ πρὸς ἄρθρων ἀλγήματα σύν μέλιτι, σύν δὲ σύκῳ πρὸς ὕδρωπας ὑποσαρκιδίους· καὶ πινόμενον δὲ βοηθεῖ τούτοις καθεψηθὲν ἐν οἴνῳ ἄχρις ἡμίσους. ἐστι δὲ καὶ ἀξυωπὲς ἐσθιόμενον ὠμὸν καὶ ταριχευτὸν καὶ τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς περιωδυνίας σὺν ἀλφίτοις καταπλασθὲν πραύνει, σὺν ῥοδίνῳ δὲ καὶ ὄξει κεφαλαλγοῦσι βοηθεῖ καὶ αἱμορραγίας τάς ἐκ μυκτήρων λεῖον ἐντεθὲν ἵστησι. τὰς δὲ τῶν διδύμων φλεγμονὰς σὺν δάφνης φύλλοις καταπλασθὲν ὠφελεῖ καὶ τὰ ἐξανθήματα σὺν μυρσίνη κηρωτῇ·

4 σὺν νίτρῳ δὲ καὶ πεπέρει σμώμενον λευκὸν ἀλφὸν ἰᾶται, καταπλασθὲν δὲ μετὰ τῶν αὐτῶν θύμους καὶ μυρμηκίας αἴρει, | ὠφελεῖ καὶ λειχῆνας σὺν μέλιτι καὶ στυπτηρίᾳ ἐπιτιθέμενον. ὁ δὲ χυλὸς ποιεῖ πρὸς ὠταλγίαν ἐν σιδίῳ θερμαινόμενος καὶ ἐγχεόμενος καὶ ἀμβλυωπίαις βοηθεῖ μετά μαράθου χυλοῦ καὶ μέλιτος ἐγχριόμενος [*](1 SIM.: [Hipp] περὶ νούσ. II 47 (VII 68) εup. II 36 (249) — Pl. 138 Ruf. l. s. eup. I 234 (214) I 237 (218) Pl. 136 Ruf. l. s. eup. II 22 (235) — Pl. 135 Ruf, l. s. — [Hipp.] γυν. II 201 (VIII 384) Pl. 139 Ruf. l. s. eup. II 89 (296) — eup. II 67 (282) — Pl. 136 Ruf. l. s. eup. II 63 (277) — Zop. (Orib. II 554) Pl. 134 sq. Ruf. l. s. — Pl. 135 eup. I 2 (94) Archigenes (Gal. XII 552) — Pl. 137 eup. I 210 (204) — Pl. 142 eup. I 141 (165) — Pl. 141 eup I 118 (151) — eup. I 176 (185) — Zop. (Orib. II 555) Pl. 137 eup. I 57 (120) — eup. I 41 (112) — Pl. 141 eup. I 168 (180) — Pl. 142 eup. I 105 (146).) [*](1 ἄλγημα RPV ῥείγη τε E: ῥιγοῦσι περιοδικῶς N 2 προεῖπον E καὶ (pr.) om. R κώλου FHADi 3 ὑστέρας ἀπευθυσμένης R ἐντεθὲν R πνίγας — ἐπιτεθὲν om. A 5 τοῦ δακτυλίου E ἀναζεσθὲν REDi 7 ὑποσαρκίους EDi 8 καὶ om, R δὲ om. R καθεψηθὲν τε E ἐν οἴνῳ] ὁμοίως R 9 ἄχρι REDi ἄχρις ἡμίσους] καὶ περισμηχόμενον FHA καὶ (pr.) om. R ταχιχευθέν R 10 ἀφθαλμοῖς δὲ E ἀλφίτῳ FHADi 11 δὲ] τε VFH: de P non constat (charta laesa) 12 καὶ αἱμορραγίας] αἱμορραγίας RE λεῖον om. R ἐπιτεθὲν FHADi: πήγανον ἐντεθὲν λεῖον (sc. αἱμορραγίας στέλλει) D. eup. I 210 ἵστησι] ἐπέχει RE 13 ἐν τοῖς διδύμοις RE 14 μυρσινίνῃ Di σὺν νίτρῳ δὲ περισμώμενον (περισμηχόμενον R) RPVF σὺν οἴνῳ δὲ καὶ πεπέρει καὶ νίτρῳ (δὲ add. H) περισμηχόμενον HDiA (del. A2): nitro et piperi addito fricationem utiliter facit maculis Dl cf. A. Mai l. s. 15 καὶ καταπλ. Di (dittogr) 16 ὠφελεῖ δὲ E 18 ὠταλγίας FHADi θερμανθεὶς RE ἐγχεόμενος] ἐπιχριόμενος N: περιχριόμενος C καὶ ἀμβλυωπίαις — 19 ἐγχριόμενος om. R: del. A2)

59
ἐρυσιπέλατά τε καὶ ἕρπητας καὶ ἀχῶρας σὺν ἴξει καὶ ψιμυθίῳ καὶ ῥοδίνῳ καταχριόμενος, ἰᾶταί τε τὰς ἀπὸ σκόρδων καὶ κρομύων ὀσμὰς καὶ δριμύτητας παύει ἐπιμασηθέν.

τὸ δὲ ἄγριον πολὺ βρωθὲν κτείνει· ὑπὸ δὲ τὴν ἄνθησιν 5 εἰς τάς ἁλμεύσεις συλλεγόμενον φοινίσσει καὶ φυσᾷ τὸν χρῶτα σὺν κνησμῷ καὶ φλεγμονῇ σφοδρᾷ· δεῖ δὲ προαλειψαμένους τὸ πρόσωπον καὶ τὰς χεῖρας οὕτως συλλέγειν. φασὶ δὲ τὸν χυλὸν ἐπιρρανθέντα ὄρνιθι ἀπερύκειν τοὺς αἰλούρους. τὸ δʼ ἐν Μακεδονίᾳ φυόμενον παρὰ τὸν Ἁλιάκμονα ποταμὸν ἀναιρεῖν φασι βρωθέν· ὀρεινὸς δὲ ὁ τόπος ὑπάρχει καὶ ἐχιδνῶν πλήρης. τὸ δὲ σπέρμα αὐτοῦ πινόμενον πρὸς τὰ ἐντὸς ποιεῖ καὶ ἀντιδότοις μείγνυται χρησίμως.