De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

36 θύμος· γινώσκεται ὑπὸ πάντων|. θαμνίσκιον φρυγανοειδές, φυλλαρίοις στενοῖς καὶ πολλοῖς περιειλημμένον, ἔχον ἐπʼ ἄκρου κεφάλια ἄνθους περίπλεαs, πορφυρίζοντα. μάλιστα δὲ φύεται ἐν πετρώδεσι καὶ λεπτογείοις τόποις.

[*](36 RV: θύμος· οἱ δὲ θύμον, οἱ δὲ θύμος λευκός, οἱ δὲ κεφαλωτός, οἱ δὲ ἐπιθυμίς, οἱ δὲ θύρσιον, Ῥωμαῖοι θούμουμ. Αἰγύπτιοι στέφανοι, δάκοι μίζηλα, Θοπυσκοι μούτουκα.)[*](11 SIM. Theophr. h. pl. VI 2, 3 (unde Pl. XXI 56); Pl. XXI 154 sq. (e S. N.).)[*](11 EXC.: Orib. XI s. v. θύμος — τόποις); cf. Gal. XI 887 (unde Aet I e. v. aliis aliunde adscitis, Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Garg. Mart. 36 (174 R. e D. lat.) cf. Ps. 0rib. III 45. A. Mai l. s. VII 433; Isid. XVII 9, 12; Hes. s. v. θύμον.)[*](1 ῥίγεσι, NEV πινομένη E post προπινομένη habet καὶ ἐπιπινομένη σὺν οἴνῳ (δὲ inser. N) ἴκτερον ἀποκαθαίρει R 3 ὠφελεῖ δὲ E 4 βρωθεῖσα καὶ E. ad rem cf. schol. Nic. Th. 60 (e Crat.) ἡ δὲ καλάμινθος ἐν ὀρρῷ γάλακτος πινομένη ἐλεφαντίασιν καὶ χοιράδας (═ Pl. XX 144) καταπλαττομένη ἰᾶται 5 φθείρει — ἔμβρυα om. N δὲ om, CE καὶ ἔμβρυα om. C λεἴα om. A προσθέτῳ δὲ C 6 θυμιαθεῖσα R δὲ om, R καὶ ὑποστρωννυμένη post θυμιαθέντα transpos. C 7 δὲ] τε Di τὰς μελαίνας REDi 8 ἀποκαθαίρει δὲ καὶ ὑπώπια E: ὑπώπια ἀποκαθαίρει R)[*](11 num. cap. τν ODi: μβ E tit. περὶ θύμου FHADi thymum quidam cephaloton, quidam epithymum vocant Orib. (cum interpol. Rasarii) post θύμος syn. e R add. Di: post φρυγ. A: marg. H2 φρυγανῶδεσ R 12 πολλοῖς καὶ στενοῖς Di: πολλοῖς στενοῖς A foliolis multis et angustis interceptus Orib. at. cf. Dl folia habens angusta et multa 13 ἄνθη NV περίπλεα addidi cf. D. II 37 ἐπιπορφυγίζοντας C: ἐπιπορφυρίζοντα N: πορφυρίζοντος Orib. 14 δὲ om. VE πετρώδεσι τόποις καὶ ἐν λεπτοῖς R)[*](15 C fol. 137v: N 37 marg. add. C (m. rec.) ὃ καὶ θρύμβος ἄγριος (θρύμβος nomn eat serioris aetalis cf. Sim. Seth. s. v.) οἱ δὲ θύμον om. HA Di cf. Theophr. h. pl. VI 2, 3 θύμος λευκός] καὶ θύμον τὸ μὲν λευκὸν τὸ δὲ μέλαν Theoehr. l. s. 16 ord. syn. perturb. N θυμ᾿ μουμ C: θουμούμ reiqui 17 στεφάνη AHDi μέζηλα R: μίζολα AH: μόζουλα Di cf. Tamaschek l. s. 27 Θοῦσκοι μούτουκα om. A HDi)
49

δύναμιν δὲ ἔχει πινόμενον μετὰ ἀλῶν καὶ ὄξους ἄγειν φλεγματῶδες κατὰ κοιλίαν.

τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτοῦ μετὰ μέλιτος 2 ὀρθοπνοῖκοῖς καὶ ἀσθματικοῖς βοηθεῖ ἕλμινθάς τε ἐξάγει καὶ ἔμμηνα καὶ δεύτερα καὶ ἔμβρυα ἄγει· ἐστι δὲ καὶ οὐρητικόν, μιγὲν δὲ μέλιτι καὶ ἐκλειχθὲν εὐανάγωγα τὰ ἐκ θώρακος ποιεῖ. διαφορεῖ δὲ οἰδήματα πρόσφατα καταπλασθὲν μετ’ ὄξους καὶ αἵματος θρόμβους διαλύει καὶ θύμους καὶ ἀκροχορδόνας αἴρει, καὶ ἰσχιαδικοῖς μετʼ οἴνου καὶ ἀλφίτου ἐπιτεθὲν ἁρμόζει, ἀμβλυωποῦντάς τε ὠφελεῖ ἐσθιόμενον ἐν τροφῇ. εὔχρηστον δὲ καὶ πρὸς τὴν ἐν ὑγιείᾳ χρῆσιν ἀντὶ ἀρτύματος.

37 θύμβρα· καὶ αὐτὴ γνώριμος, γεννωμένη ἐν λεπτογείοις [*](37 RV: θύμβρα· οἱ δὲ ὀφσίνη, οἱ δὲ προβάτιος, οἱ δὲ ὀσμῖτις, οἱ δὲ ὀρίγανον ἄγριον, οἱ δὲ ἀγήρατον, Ῥωμαῖοι σατουρέῖαμ, οἱ δὲ θούμουμ, οἱ δὲ κούνουλα ῥούστικα, Αἰγύπτιοι σεκεμμένη.) [*](1 SIM.: [Hipp.] περὶ διαίτης II 54 (VI 560) Ruf. (Orib. II 117. II 95) Pl. l. s. 155 — Pl. l. s. 156 eup. II 39 (252) — Pl. l. s. eup. II 76 (288) — Zop. (Orib. II 566) Cels. II 31 eup. II 112 (312) cf. [Hipp.] l. s. — Zop. (Orib. II 568) Pl. l. s. 155 eup. II 31 (241) Alex. Trall. II 223 — Pl. l. s. 157 — Pl. 155 eup. I 211 (204) — Pl. 157 eup. I 176 (186) — Pl. 157 eup. I 240 (221) Alex. Trall. II 533 — Pl. 154 eup. I 43 (113) Ruf. (Orib. III 95).) [*](11 SIM.: Theophr. h. pl. VI 1, 4. 2, 3. Pl. XIX 165. XX 173 (unde Garg Mart 20, 153 R. cf. Isid. XVII 9, 42).) [*](11 EXTC.: Orib. XI s. v. (θύμβρα — δριμύτητα); Aet. I s. v, Paul. Aeg VII 3 s. v.) [*](1 μετὰ om. PV 3 καὶ ἀσθματικοῖς om. R ἔλμεις REF ἔλμινς HA 4 ἔμβρυα καὶ δεύταρα HADi: ἔμμηνα ἔμγρυα δεύτερα ἄγειν in marg. P: menstruis imperat, secundas deponet, abortum facit Dl ἄγει om HADi ἔστι — ποιεῖ om. Dl 5 εὐάγωγα E 6 post ποιεῖ habet οἰδήμαια πρόσφατα καὶ θρόμβους αἵματος διαφορεῖ R: καὶ καταπλασθὲν δὲ μετʼ ὄξους λύει καὶ διαφορεῖ οἰδήματα πρόσφατα καὶ αἴματος θρόμβους διαφορεῖ E 8 ἰσχιαδικούς τε καὶ pr. om.) R ἐπιτεθεὶς κουφίζει R: ἐπιτεθὲν κουφίζει E 9 τε om. ODi ὠφελεῖ post τροφῇ transp. Di σὺν τροφῇ Di 10 πρὸς] εἰς R) [*](11 num. cap. τνα ODi. μγ E tit. περὶ θύμβρας FHADi thymbra hoc est satureia Orib. θύμβρα φύεται ἐν N λεπτογείοις καὶ om. R: saxosis et asperis locis nascitur Dl) [*](12 C fol. 138v: N 37 syn. om. HADi ὀρσι᾿ νη (sic) C 13 Ῥωμαῖοι σατουρέῖαμ om. N. cf. Pl. XX 165 (ex Hyg.) Crateuas apud Graecos cunilam bubulam eo nomine (sc. panacem) appellat, ceteri vero congsam id est cunilaginem, thymbram vero quae sit cunila. aec aput nos habet vocabulum et aliud satureia dicta in condimentario genere 14 θυμουμ N: θουμμουμ C cf. D. II 36 κουνουλα ῥούστικα N: καπραρουστικα C cf. Colum. IX 4, 2)

50
καὶ τραχέσι τόποις, ὁμοία θύμῳ, ἐλάσσων μέντοι καὶ ἁπαλωτέρα, φέρουσα στάχυν ἄνθους μεστόν, ἔγχλωρον.

δύναται | δὲ τὰ αὐτὰ τῷ θύμῳ ὁμοίως λαμβανομένη καὶ πρὸς τὴν ἐν ὑγιείᾳ χρῆσιν εὔθετος. γίνεται δὲ καὶ σπαρτὴ θύμβρα, κατὰ πάντα τῆς ἀγρίας ἐλάσσων, εὐχρηστοτέρα δὲ πρὸς βρῶσιν διὰ τὸ μὴ ἐπιτετάσθαι τὴν δριμύτητα.

38 ἔρπυλλος· ὁ μέν τίς ἐστι κηπευτός, σαμψουχίζων τῇ ὀσμῇ, καὶ στεφανωματικός· ὠνόμασται δὲ ἀπὸ τοῦ ἕρπειν τε καὶ ὅ τι ἂν αὐτοῦ μέρος θίγῃ τῆς γῆς, ῥιζοβολεῖν. ἔχει δὲ φύλλα καὶ κλωνία ὀριγάνῳ ἐμφερῆ, πλὴν λευκότερα· ἀπὸ δὲ αἱμασιῶν καθιέμενος εὐαυξέστερος γίνεται. ὁ δέ τίς ἐστιν ἄγριος, ὃς καὶ ζυγὶς καλεῖται, οὐχ ἕρπων, ἀλλʼ ἀρθός, κλωνία ἀνιεὶς λεπτά|, φρυγανώδη, φύλλων περίπλεα ὁμοίων πηγάνῳ, [*](38 RV: ἕρπυλλος· οἱ δὲ ζυγὶς ἀγρία, οἱ δὲ πόλιον, Αἰγύπτιοι μερουόπυος, Ῥωμαῖοι σερπούλλουμ, οἱ δὲ κίκερ ἠρράτικουμ.) [*](7 SIM.: Pl. XX 245 sq. (e S. N. — Crat.) cf. Theophr. h. pl. VI 1, 1. 6, 2 3. 7, 2. 5; Nic. Th. 67 sq. (ex Apoll.).) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (ἕρπυλλος — ἐπιτηδειότερος); Aet. I s. v. (initio cap. alienis e Gal. additis); cf. Gal. XI 877 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. D. de h. f. 7 (e D. lat.): Garg. Mart. 39 (175 R.); Isid. XVII 9, 51; Ps. Ap. 99 (unde Ps. Orib. I 80. A. Mai. l. s. VII 444); Hes. s. v. ζώγη. 14 SIM.: Ps. Ap. 99.) [*](1 ἔλαττον R μέντοι] δὲ F ἀναλογωτέρα N: ἀναλωτέρα C. verumtamen minor et magis tenera Orib. molliora habens folia et stiptica Dl 2 ἄνθος Di μεστὸν ἄνθους R ἐνχλώρου R: ἔγχωρον PV 3 τῷ προειρημένῳ θύμῳ R 4 εὐθετεῖ Di 5 θύμβρα σπαρτή R ἔλαττον τῆς ἀγρίας R 6 ἐπιτεταμένον τῆς δριμύτητος R τῆ δριμύτητι VE) [*](7 num. cap. τνβ ODi. μδ E tit. περὶ ἑπτύλλου FHADi ἕρπυλλον A post ἕρπυλλος syn. e R add. Di. marg. H2 σαμψουχίζων CPE. σαμψυχίζων reliqui τῇ χρόᾳ καὶ τῇ ὀσμῇ E. ad rem cf. schol. Nic. Th. 67. schol. in Arist. Pac. 168. Pl. l. s. Isid. l. s. 8 τε om. R 9 ῥιζοβολεῖ RFA 10 ὄμοια ὀριγάνῳ R 11 εὐεξειέστερος R τις] γε C: ἔτερος N 12 ὃς om. R ζούγις E: ζύης R: zigium Dl: συζυγίς Aet l. s. cf. Ath. XV 681 f. post καλεῖται syn. e R add. A οὐχ ἕρπων, ἀλλʼ ὀρθός om. marg. add. A2 κλωνία δὲ ἔχων φρυγανώδη R 15 ἀνιελὶς] ἀνίησιν E: ἔχων (post φρυγαν. transpos.) Aet. φύλλα περίπλεα ὅμοια RAet.) [*](14 C fol. 110v: N 66 ζυγὶς ἄγριος C: ζευγίς N: gygos Ps. Ap. (L gigos L1 V) πόλιον serpyllum flores habet candidos ut canos homium, ideo polion dicitur A. Mai l. s. 15 μερουοπυος Cp: μερουοπυθε v: μερουοπυε N (ut videtur): μερουόπιθς H: ῥουόπιθς A: Aegyptii meru (maru L1 V) vocant Ps. Ap. (meruopuos Ack.) σερπουλλου C: σερπύλουμ Di: σερπύλλουμ H: σερπίλουμ A: Itali serpullum dicunt Ps. Ap. κερκλατικουμ RADi: κερηλατικουμ H: correxi coll. Ps. Ap. alii cicer erraticum, alii cicer rusticum (cf. A. Mai l. c. 444), Orib. VI 469 epillion. erpillion, quem Romei cicer erraticum vocant)

51
ὑπόστενα δέ ἐστι καὶ ἐπιμηκέστερα καὶ σκληρότερα ταῦτα, ἄνθη γευομένῳ δριμέα, ὀσμὴ ἡδεῖα, ῥίζα ἄχρηστος.

φύεται 2 ἐν πέτραις, ἐνεργέστερος καὶ θερμαντικώτερος τοῦ κηπευτοῦ ὑπάρχων καὶ πρὸς τὴν ἐν ἰατρικῇ χρῆσιν ἐπιτηδειότερος· ἔμμηνά τε γὰρ ἄγει καὶ οὖρα κινεῖ πινόμενος· ὠφελεῖ καὶ στρόφους, σπάσματα, ῥήγματα, ἥπατος φλεγμονάς καὶ πρὸς ἑρπετὰ πινόμενός τε καὶ καταπλασσόμενος, κεφαλῆς τε ὀδύνην παραμυθεῖται ἑψηθεὶς σὺν ὄξει καὶ καταβραχεὶς μιγέντος αὐτῷ ῥοδίνου· μάλιστα δὲ ἐπὶ ληθάργου καὶ φρενίτιδος ἁρμόζει. παύει δὲ καὶ ἔμετον αἵματος δραχμῶν τεσσάρων πλῆθος μετʼ ὄξους ποθείς.

39 σάμψουχον κράτιστον τὸ Κυζικηνὸν καὶ Κύπριον, δευτερεύει δὲ τούτου τὸ Αἰγύπτιον καλεῖται δὲ ὑπὸ Κυζικηνῶν [*](4 SIM.. D. eup. II 76 (288) — Cels. IV 16 Pl. l. s. 246 eup. II 109 (307) — eup. II 40 (254) — eup. II 34 (246) — Pl. 246 eup. II 58 (270) — Nic. Th. 67 sq. ex Apoll.) Pl. 245 eup. II 115 (316) 121 (319) — Pl. 246 eup. I 2 (94) Archigenes (Gal. XI 552) Alex. Trall. I 480 — Pl. l. s. 246 — Pl. l. s. eup. I 10 (98) Alex. Trall. I 516.) [*](12 SIM.: Pl. XXI 163 (e S. N.) cf. XXI 61. Theophr h. pl. Vl 7, 4. Diocl. (F. M. G. I 167).) [*](12 EXC.: Orib. XI s. v. (σάμψουχον — στεφάνους); Ps. D. de h. f. 10 (e D. lat) ~ Ps. Orib. II 48. A. Mai l. s. VII 434; Isid. XVII 9, 14. Hes. s. v. σάμψουχος.) [*](1 δέ] τε N: om. CAet. ἐστι om. REAet. καὶ σκληρότερα om. NAet. Dl: καὶ σκληρά E: καὶ μικρότερα C (superscr. A2): angustioribus vero oblongioribusque ac durioribus Orib. ταῦτα addidi 2 τὰ δὲ ἄνθη N: ἄνθη δὲ C ἡδίστη E ῥίζα δὲ Aet. φύεται δὲ E 3 πέτοις FN 4 καὶ ἔστι Aet. πρὸς τὴν ἰατρικὴν κρῆσι RHDiAet. ἐπιτήδειος R 5 τε om. Di γὰρ om. RAE ἄγει] ταράττει C (e γὰρ ἄγει natum): κινεῖ N κινεῖ] ταράττει N post κίνεῖ distinxit E ἀφελῶν N καὶ addidi ex Aetio πρὸς στρόφους Aet. 6 σπάσματα om. R: del. A2: post ῥήγματα transpos. Di φλεγμονὴν R 7 πινόμενός τε καὶ om. marg. add. P παρηγορεῖται FH: παρηγορεῖ AE 8 ἐν ὄξει R 9 ῥοδίνου μιγέντος αὐτῷ (αὐτῇ R) RDi ληθαργικῶν καὶ φρενιτικῶν τῶν χρονιζόντων Aet. 10 αἵματος ἀναγωγὰς Aet. 11 ποθεῖσα RAet. ποθείς ὁ χυλὸς αὐτοῦ ADi in A sequ. (sine titulo) cap. τνγ· ἐλαφόσκοφδον, οἱ δὲ ἀγριόσκορδον, Ῥωμαῖοι ἄλιουμ κερβίνουμ i. e. cap. D. περὶ σκορόδου (II 181), quod s. v. ἐλαφόσκορδον· οἱ δὲ ἀγριόσκορδον habet R: cap. marg. add. H2) [*](12 num. cap. τνγ PFHDi: τνδ A: με E tit. περὶ σαμψύχου FHADi σάμψουχον RPE: σάμψυχον reliqui post σάμψ. syn. add. Di: om. HA marg. add ἐκλογή P (pr. m.) κράτιοτόν ἐστι V κυζηκηνόν Orib.: κυζικινόν E 13 τούτου om, ROrib.E τὸ om. PV ἐν Αἰγύπτῳ ROrib. αἰγὐπτιον καὶ ἐν σικελίᾳ E καλεῖται δὲ τοῦτο E ὑπὸ τὰν E)

52
καὶ τῶν ἐν Σικελίᾳ ἀμάρακον. πόα δέ ἐστι πολύκλωνος, ἕρπουσα ἐπὶ γῆς, φύλλα δασέα καὶ περιφερῆ ἔχουσα, ὅμοια τοῖς τῆς λεπτοφύλλου καλαμίνθης, σφόδρα εὐώδης καὶ θερμαντική, πλεκομένη καὶ εἰς στεφάνους. ἁρμόζει δὲ τὸ ἀφέψημα αὐτῆς πινόμενον ἐπὶ ἀρχομένων ὑδρωπικῶν καὶ δυσουρούντων καὶ στροφουμένων.