De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

150 ἀνάγυρος· οἱ δὲ ἀνάγυριν, οἱ δὲ ἄκοπον καλοῦσι. θάμνος ἐστὶ τοῖς φύλλοις καὶ ταῖς ῥάβδοις προσεμφερὴς ἄγνῳ, δενδρώδης, βαρύοσμος ἰσχυρῶς· ἄνθος κράμβη ἐοικός, καρπὸς ἐν κερατίοις μακροῖς, τὸ σχῆμα νεφρῶν, ποικίλος, στερεός· σκληρύνεται δὲ περὶ τὸν τῆς σταφυλῆς πεπασμόν.

2 ταύτης τά φύλλα ἁπαλὰ καταπλασσόμενα λεῖα οἰδήματα στέλλει· ποτίζεται δὲ δραχμῆς μιᾶς πλῆθος ἐν γλυκεῖ πρὸς ἆσθμα καὶ ἐκβολὴν χορίου καὶ ἐμβρύου καὶ ἐμμήνων, πρὸς δὲ φαλαγγίων πληγάς σύν οἴνῳ. ἐστι δὲ καὶ περίαπτον δυστοκούσαις· δεῖ μέντοι μετὰ τὸ τεκεῖν εὐθέως ἀφελόντα ῥίπτειν [*](150 RV: ὀνόγυρος· οἱ δὲ ἀνάγυριν, οἱ δὲ ἄκοπον καλοῦσιν.) [*](1 SIM.: Pl. l. s. D. eup. I 236 (218).) [*](4 SIM.: Pl. XXVII 30 e S. N.). schol. Nic. Th. 71.) [*](4 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀνάγυρος — πεπασμόν); Gal. XI 829 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v) cf. Hes. s. v. ὀνόγυροι et ἀνάγυρον κινεῖν (schol. Nic. Th. 71. schol. Arist. Lys. 68. Suid. s. v. ἀνάγυρος).) [*](9 SIM.: Pl. l. s. — Pl. D. eup. II 39 (252) — Pl. eup. II 77 (288) — Nic. Th. 71 (ex Apollod.) Pl. eup. II 121 (319) — Pl. eup. II 94 (298) — Pl. l. s.) [*](1 καταπλασθεῖσα om. R: post ἑφθή transpos. Di παρηγορεῖν καὶ οἰδή- ματα διαφορεῖν RDiHA2 καὶ πώρουςε διαχεῖν om. R: del. A ἀπὸ ταύτης REDi εὔθετος REDi: ΕΥ⊙ΕΤΗϹΔΕΠΛΟΚΗΝ (sic) P) [*](4 num. cap. υξδ ODi: ρνδ E tit. περὶ ἀναγύρου FHADi ἀνάγυρον Orib.ODl: ἀνάγυρος EPl.Gal.Paul. Aeg. cf. Suid. s. v.: ὁνόγυρος RNic. Th. 71 ἀνάγυρις· οἱ δὲ ἀνάγυρον Di οἱ δὲ ἀνάγυριν om. Orib.: ἀναίγυριν R: ἀνάγυραν E ἄκοπον Orib. (ἄλκοπον in marg. O2) cf. Pl. anagyros, quam aliqui acopon uocant: schol. Nie. Th, 91 (e cod. Gott.) καὶ ὀνόγυρος δὲ εἶδος θάμνου. καλοῦσι δὲ αὐτὸν οἱ μὲν ἀνάγυρον, οἱ δὲ ἀνόγυρον, οἱ δὲ ἄκοπον, οἱ δὲ ἁγνάκοπον (ἁγνὰ- κορον cod), οἱ δὲ ὀξόγυρον ἄκοπον οἱ δέ ἁγάκοπον Di 5 τοῖς om. NDi (charta laesa C) 6 ἄνθη κράμβης ἐοικότα Orib. 7 μακρὸς ἢ καὶ ὑποστρόγ- γυλος N: μακροῖς ἢ ὠχροῖς E (corr. E2): μικροῖς (α superscr.) Orib.: semen in corniculis non breuibus gignit Pl.: semen in folliculis minutis Dl τὸ σχῆμα νεφρῶν om. R ποικίλος ἢ καὶ ὑποστρόγγυλος (e R) Di στερεός om. R (superscr. στρογγὑλος A2) 8 τῶν σταφυλλῶν E 9 τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπός E ἁπαλά om. REDiDl: at cf. Gal. ἀλλὰ τὰ μὲν φύλλα τὰ χλωρὰ διὰ τὴν ὑγρότητος ἐπιμιξίαν ἧττον ὄντα δριμέα κατασταλτικὰ τῶι οἰδούντων ἐστίν 10 ποτίζεται δὲ om. FHA: ποτιζόμενα δὲ E πλῆθος Di: μιᾶς om. R 11 κορίου R: χοιρίου PF καὶ ἐμβρύου om. R: post ἐυμήνων transpos. Di: ἐμβρύων E ἑμμήνων στρα- )ννομέονν E 12 φαλαγγίνν πληγάς] κεφαλαλγίας PVF: κεφαλαλγίαν REHADi: correxi cf. Dl cum uino bibitum sfalangionis morsum mitigat Pl. l. s. D. eup. II 121 (319) 13 δετ — κινντ om. C: del. A2: δεῖ — ἐκπέσσει om. N ἀποτεκεῖν EDi) [*](14 C fol. 251v: N 98 ἀναίγυριν R: correxi)

159
τὸ περίαμμα. τῆς δὲ ῥίζης ὁ φλοιὸς διαφορεῖ καὶ ἐκπέσσει· ὁ δὲ καρπὸς ἐσθιόμενος ἔμετον συντόνως κινεῖ.

151 κηπαία· ἐμφερής ἐστιν ἀνδράχνῃ, μελάντερα δὲ ἔχει τὰ φύλλα, ῥίζαν λεπτήν. βοηθεῖ δὲ τὰ φύλλα πινόμενα σύν οἴνῳ στραγγουριῶσι καὶ ψωριῶσι τὴν κύστιν μάλιστα δὴ ποιεῖ ἠ ῤίξα ἐν γλυκεῖ μετὰ ἀφεψήματος ῥιζῶν ἀσπαράγου τοῦ μυακάνθου καλουμένου πινομένη.

152 ἄλισμα· οἱ δὲ δαμασώνιον καλοῦσιν, οἱ δὲ λύρον. φύλλα μὲν ἔχει ἀρνογλώσσῳ ὅμοια, στενώτερα δὲ καὶ ἐπὶ γῆν κλώμενα· καυλὸς δὲ λεπτός, ἀπλοῦς, ὑπὲρ πῆχυν, ἔχων κεφάλιν θυρσοειδές, ἄνθη λευκά λεπτά, ὕπωχρα, ῥίζαι ὡς μέλανος [*](152 RV ἄλισμα· οἱ δὲ δαμασώνιον, οἱ δὲ ἄσκυρον, οἱ δὲ λύρον καλοῦσιν.) [*](3 SIM.: Pl. XXVI 84 (e S. N.).) [*](3 EXC.: Orib. XI s. v. (κηπαία — πλεπτήν); med. Paul. Aeg. VII 3: κηπαία (κηπέα ed.) ἐμφερής ἐστι τῇ ἀνδράχνῃ βοηθεῖ δὲ αὐτῆς τὰ φύλλα πινόμενα ψωριώσῃ τῇ κύστει. ἡ δὲ ῥίζα μετὰ ἀσπαράγου τοῦ μυακανύ θίνου (μιακιν θίνου ed.) πινομένη στραγγουρίας ὠφελεῖ τὰς ἐπʼ ἐμφράξει.) [*](8 SIM.: Pl. XXV 124 (e S. N.).) [*](8 EXC.: Orib. XI s. v. (ἅλισμα — χωρία) cf. Gal. XI 86l (unde Aet. 1 s. v. Paul. Aeg. VII 3); Hes. s. v. δαμοσόνιος.) [*](1 περίαπτον E φλοιόε] χυλός ODi (superscr. φλοιός): ὁ φλοιὸς ἢ ὁ χυλός E (corr. E2): radix et corium eius uirtus est illis diaforetica et peptica Dl: ὁμοίας δέ πώς ἐστι φύσεως καὶ ὁ τῆς ῥίζης αὐτῶν φλοιός Ga]. ἐκπέττει E 2 ἐμέτους εὐτόνως E) [*](3 num. cap. υξε ODi: ρνε E tit. περὶ κηπαίας HDi: περὶ κηπέας A κη- πέα AE μελαντέρα (μελάντερα E: corr. E2) δέ· ῥίζαν δὲ ἔχει λεπτήν PFE: μελάν- τερα δὲ ἔχει τὰ φύλλα (τὰ φύλλα ἔχει HA), ῥίζαν λεπτήν Orib.HADi cf. Dl gepea similis est andragne, sed nigriora folia habet, radix illi tenera 6 ή ῥίζα ἐν γλυκεῖ: addidi coll. Dl maxime cum dulcore radices eius cocte et radices sparagi, gui dicitur meacantus cf. Paul. Aeg. l. s. Pl. XXVI 84 ἑψήματος Di 7 πινόμενον E) [*](8 num. cap. υξς ODi: ρνς E tit. περὶ ἀλίσματος FHDi: περὶ ἀλύσματος A (ἄλγμα superscr. A2) ἄλκμαρ (in marg. ἄλισμα corr. Ο2) Orib.: ἄλυσμα A: ἄλγμα C: ἄλκισμα· οἱ δὲ ἄλιμα (varia lectio) E: ἄλκισμα Aet.: alcima Pl. (alisma ind. I 25) post ἅλισμα add. οἱ δὲ ἀλκαίαν FHADi (del. A2) δαμασ- σώνιον FHDi: δαμασόνα ιον E λέρον καλοῦσιν Orib.EDi λύρον] ἄλυρον E: λύραν Orib.: lyron Pl. 9 δὲ om. E γῆς E 10 κείμενα C (superscr. A2): συνκλώμενα E: conuexaque in terram Pl. δὲ om, (CPV λεπτός] λιτὸς στε- νώτερος C (mg. add. A2) ὑπὲρ] περὶ COrib.E (in marg. A2): caule simplici, tenui, cubitali Pl: asta tenuis sola unius cubiti alta Dl κεφάλια θυρσοειδής FHDi: capite thyrsi Pl. 11 λευκά seclusi (dittogr.): om. C: λεπτά om. Orib. ῥίζαι — ὑπολίπαροι om. A: marg. add. A2 ὥσπερ E) [*](12 C fol. 49v: cap. om. N ἄλγμα C ἄκυρον C: οἱ δὲ ἄκυρον marg. add. A: correxi coll. D. III 155)

160
ἐλλεβόρου λεπταί, εὐώδεις, δριμεῖαι, ὑπολίπαροι. ὑδρηλὰ φιλεῖ χωρία.