De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

2 δύναμιν δὲ ἔχουσιν αἱ ῥίζαι καὶ τὰ ἄνθη καὶ ἡ βοτάνη θερμαντικήν, λεπτυντικήν· πινόμεναι δὲ καὶ ἐγκαθιζόμεναι ἄγουσι καταμήνια καὶ ἔμβρυα καὶ λίθους καὶ οὖρα· ποτίζονται δὲ καὶ πρὸς ἐμπνευματώσεις καὶ εἰλεούς, καὶ ἴκτερον δὲ ἀποκαθαίρουσι καὶ ἡπατικοὺς ἰῶνται· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν εἰς πυρίας λαμβάνεται τάς πρὸς κύστιν. πρακτικώτερον δὲ τοῖς λιθιῶσι τὸ πορφνρανθές, ὅπερ τοῖς ὅλοις ἐστὶ μεῖζον, ἰδίως ἠράνθεμον καλούμενον τὸ λευκάνθεμον δὲ καλούμενον οὐρητικώτερον καὶ τὸ χρυσάνθεμον. θεραπεύουσι δὲ καὶ αἰγιλώχαμαίμηλον· [*](137 RV: . . . . . Ῥωμαῖοι μάλιουμ, Ἄφροι ἀστιρτιφρό.) [*](10 SIM.: Pl. XXII 54 D. eup. II 76 287) — Pl. XXVI 87 eup. II 111 (309) Ruf 25. 49 — Pl. XXII 54 eup. II 109 (307) — Pl. XXII 54 — Pl. 1. s. eup. II 56 (267) — Pl. l. s. eup. II 58 (270).) [*](1 διὰ — ὀδμῆε om. Orib. 2 μελάνθεμον FHADi: nelanthion Pl. χρνσοκπλαν F: χρνσοκόμην HADi (e R): crisocollean Dl 3 καλίαν FHADi: camean (═ καλλίαν) Dl post καλοῦσι syn. Rom. et Afr. add A: marg. H2 4 κλῶνες — λεπτά om. Orib. διοπιθαμιαῖοι coni. Marc. at cf. Pa. D. de h. f. uirgulta in longitudinem spithami havet ramosa 5 κλvνάρια φυλλάριμ PFHDi κλωνάρια pro φυλλ. A: folia minuta et tenera Dl: folia parua Ps. D. de h. f. τὰ γὰρ κεφάλια Orib. περιφερῆ ὄντα Orib. ἔνδοθεν ἐγχρυσίζοντα ἔχοντα ἄνθη Di λευκά Οrib.: λευκὸν καὶ del. H: om. Dl 6 περίκηται P: πνρίκεινται Orib. 7 φυλλάρια addidi coll. Dl sed a foris apposita folia alba aut melina aut purpurea cf. Pl. l. s. D, IV 119 κατὰ μέγεθος πηγάνου om. Orib. πη- γάνον φύλλον (φυλλων Di) NDi 8 φύεται — ὁδοός om. Orib. δὲ om. NDi 9 δὲ om. PF ἔαρι N 10 ἥ τε ῥίζα καὶ ἡ βοτάνη καὶ τὰ ἄνθη N 11 λεπτυντικήν om. N καταιμήνια ἄγουσι FAHDi 12 ποτίζεται ODi 13 ἴκτερόν τε N (om. καὶ — δὲ) 14 εἰς πυρίας om. N 15 τὰς om. N: τὰ P 16 πορφνροῦν ἄνθος N ὅλοις] ἰδιώταις NDi μετξόν ἐστιν FHA ἰδίως om. Di 17 ἐράνθεμον N τὸ δὲ ὑακίνθινον οὐρητικαότνρον N 18 καὶ αἰγιλώπια om. N) [*](19 N fol. 175 (charta laesa): cap. om. C ἀστρτιφρό H: ἀστιρτιφερό A: ἀστιρτιφφό Di cf. Löw l. s. 404 20 ἕτεροι δὲ χρυσοκόμην καλοῦσι add. Di)

147
πια καταπλασσόμεναι, διαμασώμεναι δὲ καὶ ἄχθος ἰῶνται.

χρῶνται δέ τινες καὶ συναλείμματι μετʼ ἐλαίου λειοτριβοῦντες 3 αὐτὴν πρὸς ἀνασκευὴν τῶν περιοδικῶν πυρετῶν. ἀποτίθεσθαι δὲ δεῖ τὰ φύλλα καὶ τὰ ἄνθη, ἕκαστον αὐτῶν κόπτοντας ἰδίᾳ καὶ ἀναλαμβάνοντας εἰς τροχίσκους, τὴν δὲ ῥίζαν ξηραίνοντας· χρείας δὲ ἐπιγενομένης διδόναι ὁτὲ μὲν τοῦ ἄνθους τὸ διπλάσιον, ἓν δὲ τῆς βοτάνης ἢ τῆς ῥίζης, ὁτὲ δὲ τοὐναντίον τοῦ ἄνθους μέρος ἐν, τῆς δὲ βοτάνης δύο ἐναλλὰξ διπλασιάζοντας παῤ ἡμέραν πίνειν δὲ δεῖ ἐν οἰνομέλιτι κεκραμένῳ.

138 παρθένιιον· οἱ δὲ ἀμάρακον, οἱ δὲ λευκάνθεμον καὶ τοῦτο καλοῦσι. φύλλα ἔχει κορίῳ ὅμοια, ἄνθη δὲ κύκλῳ λευκά, τὸ δὲ μέσον μήλινον, ὀσμῇ ὑπόβρωμον, τῇ δὲ γεύσει πικρίζον.

[*](138 RV: ἀμάρακον· οἱ δὲ ἀνθεμίς, οἱ δὲ λευκάνθεμον, οἱ δὲ παρθένιον, οἱ δὲ χαμαίμηλον, οἱ δὲ χρυσοκαλλίας, οἱ δὲ μαλάβαθρον, οἱ δὲ ἄνθος πεδινόν, Ῥωμαῖοι σῶλις ὄκουλουμ, οἱ δὲ μιλλεφόλιουμ, Θοῦσκοι καυτάμ, Ἀφροι θαμάκθ, Γάλλοι οὐίγνητα, Δάκοι δουώδηλα.)[*](1 SIM.: Pl. XXII 54 D. eup. 54 (117) — Gal XI 562 Nech. Aet. I s. v.) carm. de herb. I — Pl. l. s. 53.)[*](11 SIM.: Pl. XXI 176 (e S. N.).)[*](11 EXC.: Orib. XII s. v. (παρθένιον — πιρίζον); cf. Gal. XI 823 s. v. ἀνερακον (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](1 καταπλ. καὶ N (δὲ καὶ om.) ἄφθας N: ἄφθαν reliqui ἰῶνται om. N 3 αὐτὼ NDi ἀποτίθενται δὲ τὰ φ. N 5 ἰδίᾳ om. N εἰς addidi δὲ om. N 6 ἐπειγούσης N ὁτὲ μὲν τῆς βοτάνης μέρη δύο, τοῦ δὲ ἄνθους μέρος ἕν· πίνειν κτλ N: ὁτὲ μὲν τῆς β. μέρη δύο, ὁτὲ δὲ τοῦ ἄνθους μέρος ἐν ἢ τῆς ῥίζης· ὁτὲ δὲ τοὐναντίον τοῦ ἄνθους μὲν β΄, τῆς δὲ βοτάνης ἔν Di 7 ἕν] ὁεὲ O correxi 8 ἔν addidi τῆς βοτάνης δὲ HA 9 δεῖ om. O κεκραμένα N)[*](11 num. ap. υνβ O: υνδ Di: ρμγ E tit. περὶ παρθενίου FHADi post παρθένιοι syn. e R add. ADi: marg. H2 οἱ δὲ καὶ τοῦτο λευκάνθεμον orib. 12 κπλοῦσι om. Orib. ὅμοια κορίῳ λεπτὰ RDi: ὅμοια κορίῳ E δὲ om. COrib. λενκά κύκλῳ R0rib. 13 ὀσμῇ R0rib.: EDi: δοπὴν reliqui: odore mali non recte Pl. ὑπόβρομον Orib.P: ἔβρομον R: ὑπόöμος (sic) E δὲ (alt.) om. C πικράζει R)[*](14 C fol. 32r: Ν 7 οἱ δὲ ἀμάρακον — χαμαίμηλον om. A λευκάνθαιμον C 15 οἱ δὲ παρθένιον om. DiH χρυσοκαλός RHADi: correxi coll. D. III 137 post χρυσ. add. οἱ δὲ ἀνθεμίς A οἱ δὲ μαλάβαθρον — μιλλεφόλιουμ om. A 16 παιδινόν C cf. D. III 136 ἐκουλουμ RDiA: correxi 17 μιλλεφόλιαμ CH: μιλλεφόλλιαμ N: μιλλεμφολιάμ Di: μελλεφολιάμ A: correxi καυτάν HADi θεεάκθ] cf. Löw l. s. 406 post θαμ. syn. Dioscuridea add. A Γάλλοι — δουώδηλα om. CHADi 18 ΟΥΙΓΝΗΤΑ N: alii uincentiam Ps. Ap. 88: cor- ruptum daci diodelam dicunt Ps. Ap. cf. Tomaschek l. s. 28.)
148

δύναται δὲ ξηρὰ σύν ὀξυμέλιτι ἢ σύν ἁλσὶ ποθεῖσα ὡς τὸ ἐπίθυμον φλέγμα καὶ χολὴν ἄγειν κάτω καὶ τούς ἀσθματικοὺς ὠφελεῖ καὶ μελαγχολικούς. ἡ δὲ πόα χωρὶς τοῦ ἄνθους ὠφελίμμως ἐπὶ λιθιώντων καὶ ἀσθματικῶν ποτίζεται, τὸ δὲ ἀφέψημα α'υῆς ἐγκάθισμα ὑστέας ἐσκληρυσμένης καὶ φλεγμαινούσης. καταπλάσσεται δὲ καὶ πρὸς ἐρυσιπέλατα καὶ φλεγμονὰς σὺν τοῖς ἄνθεσιν.

139 βούφθαλμον, οἱ δὲ κάχλαν καλοῦσι. καυλὸν ἀναφέρει τρυφερόν, φύλλα δὲ μαράθῳ ὅμοια, ἄνθη μήλινα, μείζονα τῆς ἀνθεμίδος, ὀφθαλμοειδῆ, ὅθεν καὶ ὠνόμασται. φύεται περὶ τάς πόλεις.

ταύτης τὰ ἄνθη λεῖα σύν κηρωτῇ οἰδήματα καὶ σκληρίας διαχεῖ φασὶ δὲ ὅτι ἐν βαλανείῳ μετὰ τὸ ἐξελθεῖν τῆς μάκτρας πινόμενον εὔχροιαν περιποιεῖ πρὸς χρόνον τινὰ τοῖς ἰκτεριῶσιν.

[*](139 RV: βούφθαλμον· οἱ δὲ βαλσαμίνη, προφῆται αἴλουρον, οἱ δὲ γόνος Ερμοῦ, οἱ δὲ γόνος ἄφθιτος, οἱ δὲ Μνησίθεος, Ῥωμαῖοι λάππα κορωνόρια, Ἀφροι ναρότ.)[*](1 SIM.: Pl. l. s. Ruf. Orib. II 160. 118) — Pl. l. s. D. eup. II 111 (310) — Pl. l. s. eup. III 70 (284) — Pl. l. s. eup. II 169 (181) — eup. I 147 (167).)[*](8 SIM.: Diocles (F. M. Gr. I frg. 154) Pl. XXV 82 (e S. N.) — D. eup. II 56 (267).)[*](8 EXC.: Orib. XI s. v. βούχθιλκον — πόλεις); Gal. XI 852 (unde Aet. I s. v. Paul Aeg. VII 3 s. v.); Ps. D. de h. f. 30 (e D. lat. ex quo Isid. XVII 9 93). Hes. s. v. βούφθαλμον. cf. carm. de herb. 10.)[*](1 δύναμιν δὲ ἔχει E μέλιτι R: ὀξυμέλιτι καὶ οἴνῳ ἢ ἁλσὶν E 2 κάτω om. R 3 ὠφελεῖν Di τοὺς μελαγχ. E ἡ πόα δὲ ADi ὠφέλιμος R 4 ποτίζεται δὲ τὸ ἀφέψημα C 5 ἐγκάθισμά ἐστι post φλεγμαινούσης transpos. R ἐσκληρυμένης PR: ἐσκληρισμένης E: ἐσκληριγμένης A φλεγ- μαινούσης ἐστι Di 7 ἄνθεσι E)[*](8 num. cap. υνγ 0: υνε Di: ρμδ E tit, περὶ βουφθάλμου FHADi post βούφθ. syn. e R add. Di: post καλοῦσι A: marg. H2 οἱ — καλοῦσι om. Orib. κάχλαν OEDi: χάλκας R: calcan Pa. D. de h. f.: chalcan Pl. cf. D, IV 58 καυλία ἀνίησιν τρυφερά, ὑπόλεπτα (om. N) RUi: marg. add. A2: καυλὸν δὲ (eras. E2) ἀνίησιν ὡς τρυφερόν E 9 μαραθοειδῆ HDi ἄνθη δὲ E 10 φύε- ται δὲ EDi 11 ἐν πεδίοις καὶ περὶ RDi (καὶ ἐν πεδίοις marg add. A2): circa oppida nascens Pl. cf. Dl. Ps. D. de d. f. 12 ἄνθη] folia Ps. D, de h. f. τῇ κηρωτῇ FHA 13 ὅτι καὶ RE ἐν τῷ FHADi priusquam ex balneo calidissimo exeant Ps. D. de h. f. τῆε μάκτρας om. HADi: μάκρας RPF: μμ- κρᾶες V:) θέρμης (in ras.) E 14 ἐχροίας R ποιετ N cf. D, eup. l. s. ἰκτερι- κοῖς FHADi)[*](15 C 75r: N 27 βαλσαμένη vel θαλσκμένην ibri: correxi αἴλουρον om, Di 16 οἱ δὲ γόνος ἄχθιτος om, Di 17 καππμκοραvνια R: καππακο- ρανία HADi: correxi ναρότʼ R. ναράτ HADi cf. Löw l. s. 408)
149

140 γλυκυσίδη· οἱ δὲ πεντόροβον, οἱ δὲ δαίους δακτύλους, τὴν δὲ ῥίζαν παιωνίαν καλοῦσιν, ἄλλοι δὲ ἀγλαοφώτιδα. καυλὸς φύεται δισπίθαμος, παραφυάδας ἔχων πολλάς· φύλλα δὲ ἔχει ἡ μὲν ἄρρην βασιλικῇ καρύᾳ ὅμοια, ἡ δὲ θήλεια ἐπέσχισται τὰ φύλλα ὥσπερ σμύρνιον· λοβούς δέ τινας ἀνίησιν ἐπʼ ἄκρου τοῦ καυλοῦ ἀμυγδάλοις ὁμοίους, ὧν ἀνοιχθέντων εὑρίσκονται ἐρυθροὶ κόκκοι πολλοί, μικροί, ἐμφερεῖς τοῖς τῆς ῥοᾶς, ἐν μέσῳ δὲ μέλανες, ἐμπόρφυροι, πέντε ἢ ἕξ.

ῥίζα δὲ 2 [*](140 RV: παιωνία ἄρρην ἤ γλυκυσίδη· οἱ δὲ πεντόροβον, οἱ δὲ ὁροβάδιον, οἱ δὲ ὀροβάξ, οἱ δὲ αἱμαγωγόν, οἱ δὲ πασιθέη, οἱ δὲ μηνογένειον, οἱ δὲ μήνιον, οἱ δὲ παιώνιον, οἱ δὲ Πανὸς κέρατα, οἱ δὲ Ἰδαίους δακτύλους, οἱ δὲ ἀγλαοφώτιδα, οἱ δὲ θεοδώρητον, οἱ δὲ σελήνιον, προφῆται σεληνόγονον, οἱ δὲ φθίσις, Ῥωμαῖοι κάστα.) [*](παιωνία θήλεια· καὶ ταύτην ἀγλαοφώτιδα καλοῦσιν.) [*](1 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX s, 6 (cf. schol. Nic. Th. 938) Pl. XXVII 84 (e S. N.) XXV 29 (unde?) cf. Ael. n. a. XIV 27.) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (γλυκνοδη — ἀσφόδελος); cf. Gal. XI 858 (unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 34 (unde Orib. I 52 ~ A. Mai VII 456; cf. carm. de herb. 11, 189sq.); Isid. XVII 9, 48, Hes. s. v. ἀγλαοφῶτις et πεντόροβον.) [*](1 num. cap. υνδ O: υνς Di: ρμε E tit. περὶ γλνκυσίδης FHA: περί γλυκνσίδης ἢ παιωνίας Di παινωία ἄρρην ἢ γλυκυσίδη Di initio syn. e R add. DiA: marg. H2 οἱ δὲ — ἀγλαοφώτιδα om. Οrib. πεντόβαρον HADi: πεντόροβον· οἱ δὲ πεντόβορον E: pentorobon a numero granorum Isid. l. 5. 2 δίαν δὲ HA ἄλλοι δὲ ἀγλ. om. E ἀγλαοφωντίδα 0 3 χέεται δὲ καυλὸς ὡς δισπιδπυιαῖος] E: καυλὸε ὡε δισπιθαμιαίος φύεται] Di ὅσον Διοπίθμ- μος ROrib. πολλὰς om. R 4 δὲ (pr.) om. R ἔχει addidi ἀπέσχισται HDi 5 ζμυρνίου NE (corr. E2) δὲ om. A 6 ἀμυγδάλῳ E ὧν] ὡς C: οἰτνεε N ἀνυχθέντων CP: ἀνυχθέντες N: ἀνασχισθέντων E: ἀνεφχθέντων reliqui 7 πολλοὶ om. R 8 ῥόας PE: ῥοιᾶς reliqui ῥίζαι 0R: ῥίζα EOrib. Dl cf. Pl. XXVII 85 mas plures non habet, quoniam una radice nixus est) [*](9 C fol. 265v: N 100 παιονία R ἢ γλυκυσίδη om. C: γλυκυσίδην N 10 ἀροβάλιον ADi πασιθέη] ΠΛΙΕΙϹΑΙΔΗ C: πλισαιδη N: πεοέδη HA: παισαίδην Di: correxi (πασιθίη scriptum fuit) cf. carm. de herb. 143 11 μονογένιον R: μονογένειον A: μηνογένειον HDi (i e. herba lunaris): mono- qeinon Ps. Ap.: corr. Sarac. πεόνιον R: om. HA ΑΝ⊙ΕΚΕΠΑΤ ROi: πανθεκέρατον HA: panthiceras Ps. Ap.: correxi 12 οἱ δὲ Ιδαίους — ἐγiαοφὸτιδα om. AH γλαοφωτιδαν C: Siculi uocant eam aglaofitis Ps. Ap. (L) cf. carm. de herb. 154 Ael n. a. XIV 27 ⊙ΕΟΔΩΝΙΟΝ R: θεοδόνιον ρελι- qui: theodonion Ps. Ap.: correxi coll. carm. de herb. 143 13 γεληνόγονον C 14 post κάστα inser. οἱ δὲ ἰδαίους δακτύλους A 15 παιωνία θήλεια — καλοῦσιν N: om. reliqui)

150
τῆς μὲν ἄρρενος περὶ δακτύλου πάχος, μῆκος δὲ σπιθαμῆς, γευομένῳ στύφουσα, λευκή· ἐπὶ δὲ τῆς θηλείας παραφυάδας ὥσπερ βαλάνους ἔχουσιναἱ ρίζαι ἑπτὰ ἢ ὀκτώ ὥσπερ ἀσφόδελος. δίδοται δὲ ἡ ῥίζα γυναιξὶν ἐκ τοκετοῦ μὴ καθαιρομέναις καὶ καταμήνια ἄγει μέγεθος ἀμυγδάλου πινομένη, καὶ ταῖς κατὰ γαστέρα ὀδύναις βοηθεῖ ποθεῖσα ἐν οἴνῳ καὶ ἰκτερικοῖς καὶ νεφριτικοῖς καὶ κύστιν ἀλγοῦσι· καθεψηθεῖσα δὲ ἐν οἴνῳ καὶ πινομένη κοιλίαν ἵστησι.

τοῦ δὲ καρποῦ ὁέκα ἡ δώδεκα κόκκοι πυρροὶ ποθέντες ἐν οἴνῳ μέλανι αὐστηρῷ ῥοῦν τὸν ἐρυθρὸν ἱστᾶσι, στομαχικοῖς τε καὶ δακνομένοις ἐσθιόμενοι βοηθοῦσι, καὶ ὑπὸ τῶν παιδίων πινόμενοι καὶ ἐσθιόμενοι ἀρχὰς λιθιάσεως παραιτοῦνται· οἱ δὲ μέλανες καὶ πρὸς τούς ὑπὸ τῶν ἐφιαλτῶν πνιγομένους καὶ πρὸς τάς ὑστερικάς πνίγας καὶ ὀδύνας μήτρας ἐν μελικράτῳ ἢ οἴνῶ, ὅσον δέκα πέντε κόκκοι πινόμενοι, ποιοῦσιν.

141 λιθόσπερμον· οἱ δὲ ἀετώνυχον, οἱ δὲ [*](4 SIM.: Zop. Orib. II 598) D. eup. II 76 (288) — Pl. XXVII 86 eup. II 56 (267) — Pl. l. s. eup. II 102 (303) — Pl. l. s. eup. II 47 (259) — Zop. (Orib. II 599) Pl. l. s. 86 eup. II 82 (293) — Pl. 87 eup. II 111 (309) — Pl. 87 eup. I 22 (105) — Pl. 86 eup. II 86 (295) — Pl. 86 eup. II 72 (286).) [*](15 SIM.: Theophr. h. pl. III 13, s Pl. XXVII 98 e S. N.).) [*](15 EXC.: Orib. XI s. v. (λιθόσπερμον — ὑψηλοῖς); med. Paul. Aeg. VII 3 λιθόσπερμον· οἱ δὲ διόσπορον, οἱ δὲ ἡράκλειον. ποας τῆς ἀετωνύχου' προσαγο- ρευομένης ἐστὶ τὸ σπέρμα λιθῶδες, λευκόν, δ πινόμενον μετ᾿ οἴνου λευκοῦ λίθους θρύπτει καὶ οὖρα ἄγει. Hes. s. v. ἀετόνυχες.) [*](1 δάκτυλον τὸ πάχος C πάχονς E (corr. E2) μήκους A σπιθαμῆς λεπτή Orib.: σπιθαμῆς λευκή Di: σπιθαμῆς κεφαλή λευκὴ γευομένῳ E 2 γευσα- μένῳ N στύφουσαι PVF λευκή om. R (del. A2): λε6καί VPF 3 ὡσπερεί Di βαλάνου PVF ἔχουσαι ῥίζαι PF : ἔχονσα ῥίζας V: ἔχουσο ἐν τῇ (om. HA) ῥίζη REAHDI: correxi coll. 0rib. feminae uero radicibus appendiculae . . inhaerent cf. Pl. l. s. ὀκτὼ ἢ ε C ὡς RE 4 δὲ om. A ἡ ῥίζα] ζηρὰ R: ξηρὰ γυν. ἡ ρίξ Di μὴ om. R εινεῖ δὲ καὶ καταμήνια Di 5 ἄγει] κινεῖ RE ἀμυγδάλου μέγεθος NDi καὶ om. RDi τοῖς (τὰ C) τε (δὲ N) κατὰ γ. ὀδυνή- μασιν (ὀδύναις C) RDi 6 καὶ ἰκτερικοῖς — οἴνῳ om. FH (marg. add. H2) ὠφελεῖ δὲ (om. RE) καὶ (om. C) ἰκτερικοὺς READi 7 ἑψηθεῖσα ΚADi: συνεψηθεῖσα C 8 πυρροὶ κόκκοι FHA 9 σὺν εἴνῳ E ῥοῦν τε E τὸν om. NFHADi ἰστῶσι ADiE2: ἱστησι NV : ἵστανται 10 ἐσθιόμενοι om. RE βοηθοῦσι] ποιοῦσι PVR 11 παίδων E ἀρχήν N: ἀρχῆς C 12 ὑπὸ] ἐπὶ F: om. R τῶν om. CHDi ἐφιάλτους C πνιγμούς libri: correxi: ἐφιαλτίας vocatur ob ld ipsum paeania cf. Aet. I s. v. carm. de h. 162 14 κόκκοι om. E in flne add. RDi φύεται δὲ ἐν ὑψηλοτάτοις ὄρεσιν (τόποις καὶ ἀκρωτηρίοις N): marg. add. A2) [*](15 num. cap. υνε O: υνζ Di: ρμς E tit. περὶ λιθοσπέρμου FHADi λιθόσπερμα HADi syn. e R add. Di, post ἡρακλείαν A: mg. H2 ὲγώνυχον P: αἰγόνυχον EFDi: eganicon Dl: αἰγώνυχον, οἱ δὲ αἰετώνυχον Orib.: αἰγόνυχον, οἱ δὲ ἀετόνυχον E: correxi coll. Paul. Aeg. l. s.)

151
ἐξώνυχον, οἱ δὲ σιὸς πυρόν, οἱ δὲ Ἡρακλείαν διὰ τὴν περὶ τὸ σπέρμα ἰσχύν καλοῦσι. φύλλα ἔχει ὅμοια ἐλαίας, μακρότερα δὲ καὶ πλατύτερα καὶ μαλκώτερα καὶ τά περὶ τὸν πυθμένα ἐπὶ γῆς κείμενα, κλωνία δὲ ὀρθά, λεπτά, πάχος ὀξυσχοίνου, στερεά, ξυλώδη, ἐπὶ δὲ τῶν ἄχρων αὐτῶν δίχηλος ἔχφυσις καυλοειδής, ἔχουσα φύλλα μικρά, παρʼ οἷς σπέρμα λιθῶδες, στρογγύλον, γύλον, λευκόν, ὀρόβῳ μικρῷ ἴσον· φύεται ἐν τραχέσι τόποις καὶ ὑψηλοῖς.

δύναμιν δὲ ἔχει τὸ σπέρμα μετʼ οἴνου λευκοῦ πινόμενον λίθους θρύπτειν καὶ οὖρα ἄγειν.

142 φαληρίς· καυλία ἀνίησιν ἐκ ῥιζῶν λεπτῶν καὶ ἀχρήλιθόσπερμον· [*](141 RV: οἱ δὲ ἀετώνυχον, οἱ δὲ λεόντιον, οἱ δὲ λίθος λεοντική, οἱ δὲ Γοργόνειον, οἱ δὲ Τανταλῖτις, οἱ δὲ σιὸς πυρόν, Ῥωμαῖοι κολουμβ〈ίν〉αμ, Δάκοι γουολῆτα.) [*](142 RV: φαληρόν· οἱ δὲ φαλήριον καλοῦσιν.) [*](9 SIM.: Pl. 1. s. 99. D. eup. II 109 (307) 111 309.) [*](11 SIM.:SI48.: Pl. XXVII 126 (e S. N.).) [*](11 EXC.: Orib. XII s. v. (φαληρίς — ὑπόμηκες); cf. Gal. XII 149 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v); Hes. s. v. φαληρίς.) [*](1 ἐξώνυχον] om. Οrib.: ἐξώνοχον P: αἰξόνυχον F: αἰξώνυχον H: ἐξόνυχον (αι superscr.) A : ζύνμυχον. οἱ δὲ ἰξόνυχον E: exonychon Pl. D. eup. II 109 (307) διόσπορον ODiDlPaul. Aeg.: διόοπυρον Orib.R: Dios pyron Pl. cf. Salm. hom. h. iatr. 9 ἡράκλειον EDl 2 τὰ σπέρμα P: τὰ σπέρματα FHA ἰσχὺν ὅθεν καὶ λιθόσπερμον ὠνόμασται Di: καλοῦσιν λιθόσπερμον R (marg. add. A2 διὰ τήν τοῦ σπέρματος ἰσχὺν λιθόσπερμον καλοῦσι) φύλλα — δὲ καὶ om. R ἐλαίᾳ Orib.] EDi: ὅμοια ἐλαίας del. A2 3 πλατύτερα καὶ μα- λακώτερα om. Orib. at cf. Dl sed latiora et oblonga et molliora καὶ (aIt.) om. E μαλακώτερα (δὲ add. E) κατὰ τὸν πυθμένα RE 4 λεπτά om. R: ante ὀρθά transpos. Orib.E πάχος om. R ὡς σχοίνια ξυλώδη N: ὡς σχοι- νοιστεξυλωδεις (i. e. σχοίνου στερεὰ ξυλ.) C 5 χυλώδη (superscr. ξυλ) Orib. ἐπ᾿ ἄκρων δʼ αὐτῶν Οrab.: ἐπὶ δὲ ἄκρων E: εἰς δὲ τὸ (om. C) ἄκρον μὐτῶν R δδίχειλος FHAE (in ras.) 6 μακρά CADi στρογγύλον λιθῶδες Orib. cf. Pl. l. s. 7 λευκόν om. FHADi (superscr. A2) μικρὸν ὀρόβῳ ἴσον FHADi ὀρόβῳ τῷ R ἴσον] ὅμοια R φύεται δὲ E καὶ ὑψηλοῖς om. R 9 υετ᾿ οἴνου om. R πινόμενον ευκοῦ RE) [*](11 num. cap. υνς O: υνη Di ρμζ E tit, περὶ φαλαρίδος FRADi φάλαρις FHDi: φαλλαρίς APaul. Aeg.: φάληρις Οrib.E λεπτῶν πολλὰ γονατώδη καὶ ἄχρηστα καλαμοειδῆ ὅμοια τοῖς καὶ ἀχρήστων om. R) [*](12 C fol. 201r: N 108 marg. add. milium solis N (man. rec) ἀἰγώνυ- χον libri: correxi 13 λεοντικόν A γοργόνιον libri: correxi τανταλίτης HA ΔΙΟϹΗΥΠΟΝ C: om. A: διόπυρον i. e. Iovis triticum Theophr. h. pl. III 13, 3 Pl. l. s. 14 κολουμβάμ libri: correxi γονολῆτα HADi cf. Tomaschek l. s. 29.) [*](15 C fol. 364r: N 163 marg. add. falirion. falaris. panico saluatico N man. rec) φαληρον N: φαλήριον C (in lemmate))

152
στων πολλά, διπάλαιστα, γονατώδη, καλαμοειδῆ, ἐοικότα τοῖς τῆς ζέας, ἰσχνότερα μέντοι καὶ γλυκέα τῇ γεύσει· καὶ τὰ φύλλα δὲ ὅμοια τοῖς τῆς ζέας, σπέρμα δὲ ἔπεστι μέγεθος κέγχρου, λευκόν, ὑπόμηκες.

δύναμιν δὲ ἔχει ἡ πόα κοπτομένη καὶ χυλιζομένη διʼ ὕδατος ἢ οἴνου πρὸς τά τῆς κύστεως ἀλγήματα πινομένη ποιεῖν· καὶ τοῦ σπέρματος δὲ μεθʼ ὕδατος κοχλιαρίου πλῆθος πινόμενον πρὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ.

143 ἐρυθρόδανον ἐρευθέδανον, ἔνιοι δὲ τεύθριον καλοῦσι. ῥίζα ἐστὶν ἐρυθρά, βαφική· ἡ μέν τις ἀγρία, ἠ δὲ σπαρτή, ὡς ἐν Ραβέννῃ τῆς Ιταλίας μεταξύ ἐλῶν ὠφελίμως σπείρεται διὰ τὸ γίνεσθαι ἐκ τούτου πλείστην πρόσοδον. εἰσὶ [*](113 RV: ἐρυθρόδανον· οἱ δὲ ἐρευθέδανος ῥίζα, οἱ δὲ τεύθριον, οἱ δὲ δάρκανος, οἱ δὲ κιννάβαρις, Ῥωμαῖοι ῥούβια σατίβα, Θοῦσκοι λάππα μίνορ, Αἰγύπτιοι σωφοβί.) [*](5 SIM.: Pl. l. s D. eup. II 108 (306).) [*](9 SIM.: Theophr.] h. p. IX 13, 6 P1. XIX 47 XXIV 94 (e S. N.).) [*](9 EXC.: Orib. XI s. v. (ἐρυθρόδανον — ἐρυθρά); Gal. XI 878 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 διπάλαιστα] om. Orib.EDl: μεστά RA2 υονατώδη καλαμοειδῆ om. Di: γονατώδη κανατώδη καλαμ. P (dittogr.) 2 ἰσχνότερα — ζέας om. HADi (marg. add. A2) ἐν τῇ γεύσει Orib.E 8 δὲ (pr) om. Orib.A2 ὅμοια] ἐομεότμ Orib. τοῖς om. A2 ὕπεστι Orib.E 4 λευκοῦ Orib. 5 ἡ πόα post κοπτο- μένη transpos. RHADi μεθ᾿ βδατος E 6 ἢ οἴνου om. R: uino aut aquae mixta Dl ποιεῖν ante πρὸς τὰ transpos. RE: πυιεῖν πινομένη Di 7 δὲ γε FHA μεθʼ ὅδατος ἢ οἴνου E (corr. E2): μεθ᾿ ὅδατος post πλῆθος colloc. Di πινομένου HADi) [*](9 num. cap. υνζ O: υνθ Di: ρμη E tit. περὶ ἐρυθροδδάνου FHADi post ὲρυθρόδανον syn. e R add. Di. ἐρ. ἐξ οὔ τὸ λιθρίδιον (e C), deinde syn. add. A marg. H) ἐρυθέοδανον E: ἐρευθόδανον reliqui: ereuthodanum Pl.: ἐρευθέ- δανον [Theophr.] l. s.: correxi 10 βασιλική R (superscr. A2) 11 καὶ σκαρτή E ὡς om. R ῥαβέννη E: ῥατάννηι R: ΡΒΔΑΝΝΗ (sic) P: ῥαβδάνη V ῥεδάνη FA: ῥεδώνῃ H: θανάτη τῆε Γαλλίας καὶ ῥαβαίνη τῆς Ἰταλίας καὶ ἐν καρύα Di: in Thebana Galileae et Rauennae in Italia nascitur. in Caria uero inter oleas Orib. (cum interpol. Ras.): sicut rabenna italie fiet, locis cultis semi- natur Dl Ἰταλίας] γαλλίας E ἑλῶν PV: ἐλαιῶν FHA: τῶν ἐλαιῶν EDi: inter oleas Orib. post ἑλῶν add. σπειρόμενον ὥσπερ ἐν ταῖς ἀρούραις DiOrib. σπερόμενον HA ὠφελίμως om. PV: ὠφελῶν R: ὠφελίμως δὲ HADiOrib. 12 σπήρεται καὶ κηπεύεται δὲ E πλείστην om. R: post γίνεσθαι transpos. Di) [*](13 C fol. 111v: N 66 marg. add. rubea tinctorum N (m. rec.) effigiei herb. pict. (foi. 112v) adscripsit C (m. rec.) κοινῶς λυθρίδιον οἱ δὲ ἐρυθρό- δκνος ῥίζα CDiHA: οἱ δὲ έρευθόδανος N: corr. Schulze 14 οἱ δὲ δάρκανος om. N: δράκανος HADi: suspectum πασσίβα R: πασίβα HA: σπασίβα Di: correxi 15 λάμπα μίνωρ HADi σοφοβί H: σοφοβοί A: σωφοβεί N)

153
δὲ αὐτοῦ οἱ καυλοὶ τετράγωνοι, μακροί, τραχεῖς, ὅμοιοι τοῖς τῆς ἀπαρίνης κατά πάντα, μείζονες δὲ καὶ ῥωμαλεώτεροι, ἔχοντες ἐκ διαστημάτων τά φύλλα καθ᾿ ἕκαστον γόνυ ὥσπερ ἀστέρας ἐν κύκλῳ περικείμενα, καρπὸν στρογγύλον, τά πρῶτα χλωρόν,

εἶτα ἐρυθρόν, πεπαινόμενον δὲ μέλανα· ῥίζα λεπτή, μακρά, 2 ἐρυθρά, διουρητική, ὅθεν ἰκτερικοῖς μετὰ μελικράτου πινομένη βοηθεῖ ἰσχιαδικοῖς τε καὶ παραλελυμένοις· ἄγει δὲ καὶ οὖρα πολλὰ καὶ παχέα, ἔσθ᾿ ὅτε δὲ καὶ αῐμα· λούειν μέντοι δεῖ καθʼ ἡμέραν τούς πίνοντας· θηριοδήκτοις τε βοηθεῖ ὁ καυλὸς μετὰ τῶν φύλλων ποθείς· ὁ δὲ καρπὸς μετʼ ὀξυμέλιτος πινόμενος σπλῆνα τήκει. προστεθεῖσα δὲ ἡ ῥίζα ἄγει ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα, θεραπεύει δὲ καὶ ἀλφούς λευκούς μετʼ ὄξους καταχριομένη.