De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

ξηρά δὲ ποθεῖσα κοιλιακοὺς καὶ δυσεντερικοὺς ὠφελεῖ  σὺν οἴνῳ 2 [*](132 RV: νυμφαία.) [*](νυμφαία ἄλλη· οἶ δὲ νυμφῶνα καλοῦσιν.) [*](4 SIM.: Pl. l. s. D. eup. II 78 (291).) [*](6 SIM.: Theophr. h. pl. IV 10, 3 (cf. Ath. XIV 651a Nic. Th. 887 cum schol. Hes. s. v. σίδη); (Theophr.] l IX 13, 1 (e Diocle) Pl. XXV 75 (ex I. B.?)) [*](6 EXC.: Orib. XII s. v. (νυμφαία — φθινοπώρῳ); Gal. XII 86 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 ἄκαυλος PEDi: ἄκαυλον reliqui (item ἄκαρπον ἀνανθέε) καὶ (utrum- que) om. Di ὐπόμηκες om. REDl 2 ἀοθένές τε καὶ E λεπτὸν καὶ E ἐρενθὲν N: . . . . θρον C (charta laesa) φύεται δὲ HADi 4 τοότου δὲ E ἄγει ἔμβρυα FHA 5 ὅτι om. E καὶ ἔγκυος ἐὰν R τὴν ῥίζαν ἐκτιτρώσκει (ν add E2) τὸ κατὰ γαστρός E) [*](6 num. cap. υμς 0: υμη Di: ρλθ E tit. περὶ νυμφαίας FHDi: om. A ὑδροστασίοις N (cap. om. C): ὑδροστασίμοις τόποις E 7 δὲ (pr) om. Orib. ὅμοια ἔχει Orib. κηβωρίω E (corr. E2) ad κιβωρίῳ schol. Paris. Orib. (II 745D,) μακρότερα Ν: μακρότερα δὲ ἢ καὶ μικρότερα E (corr. E2) δὲ (aIt.) om. Orib. E post ποσῶς distinx. Orib. 8 τὰ] τὸ N καὶ om. N πλέον N 9 δὲ om, Orib. λευκὸν om. Orib. (superscr. 02) ἔχον — μέσον om. N ἔχον δὲ Orib. E 10 στρογγύλον om. N 11 τῇ περιφερεί om. Orib. κεφαλῇ μήκωνος E ἢ μέλαν (dittogr.) Dl: μελαίνῃ orib.: μέλαινα N 12 καρπὸς μέ- λας NDi: μέλας superscr. H2: pro πλατύς hab. A πυκωός] NOrib.EDi: πυιρός PA: om. F: superscr. H2: in quo semen inuenitur latum et spissum et gustu muc- cellaginosum Dl 13 οὐ λεῖος οὐ παχύς orib. (οὐ alt. superscr. 02) μέλας] μέγας N: om. E τραχεία] παχεῖα 0rub. 14 φθινοπώρου E: φθινοπώρῳ reliqui cf. D. III 46 IV 113 δὲ] οὖν Di ῥίζα δὲ ποθεῖσα σῦν οἴνῳ A: σῦν οἴνω ποθεῖσαα HDi σῦν οἴνῳ post ὠφελεῖ colloc. reliqui δυσεντ. καὶ κοιλ. HA καὶ δυσεντερικοὺς om. NDi: post ὠφελεῖ transpos. Di at cf. Gal. l. s. οἴνῳ δὲ E) [*](16 N fol. 104: cap. om. C 17 post καλοῦσιν add. H2 (in fine cap. A) ἧς τὸ ἄνθος νούφαρα λέγεται)

142
καὶ σπλῆνα τήκει· καταπλάσσεται δὲ πρὸς στομάχου καὶ κύστεως ἀλγήματα ἡ ῥίζα καὶ ἀλφούς σμήχει σύν ὕδατι, ἀλωπεκίας τε σύν πίσσῃ ἐπιτεθεῖσα ἰᾶται. πίνεται δὲ ἡ ῥίζα καὶ πρὸς ὀνειρωγμούς· πραύνει τε γὰρ τούτους ἀτονίαν τε ἐργάζεται αἰδοίου πρὸς ὀλίγας ἡμέρας, εἴ τις ἐνδελεχῶς πίνοι· ταὐτὰ δὲ ποιεῖ καὶ τὸ σπέρμα ποθέν.

3 δοκεῖ δὲ ὠνομάσθαι ἀπὸ νυμφῶν διὰ τὸ ἔνυδρον αὐτὴν φιλεῖν τόπον· εὑρίσκεται δὲ πολλὴ ἐν Ἤλιδι ἐπὶ τοῦ Ἀνίγρου ποταμοῦ καὶ τῆς Βοιωτίας ἐν Ἁλιάρτῳ.

γίνεται καὶ ἄλλη νυμφαία, φύλλα ἔχουσα ὅμοια τῇ προειρημένῃ, ῥίζαν μέντοι λευκὴν καὶ τραχεῖαν, ἄνθος μήλινον, στίλβον, ὅμοιον ῥόδῳ. ποιεῖ δὲ ἡ ῥίζα καὶ τὸ σπέρμα πρὸς ῥοῦν γυναικεῖον ἐν οἴνῳ μέλανι πινόμενα. φύεται δὲ ἐν τοῖς περὶ Θεσσαλίαν τόποις κατὰ τὸν Πηνειὸν ποταμόν.

133 ἀνδρόσακες· γεννᾶται μὲν ἐν Συρίᾳ ἐν παραλίοις τόποις. [*](1 SIM.: P1. XXVI s4 — (Theophr.] IX 13, 1 Pl. 1. s. 45 D. eup. II 48 (260) — Pl. XXV a XXVI 76 eup. II 61 (273 — Pl. XXVI 32 — Pl. l. s. 81 eup. II 106 (305) — Pl. l. s. 163 — Pl. XXV 132 — Pl. XXVI 94 eup. II 98 (301) 99. 100 (302) Ruf. 430. 433 Alex. Trall. II 496 — Pl. XXV 5 XXVI 94 Marc. Emp. 32, 63 (347 H) — Nic. Th. 887 sq. Theophr. l. s. — Pl. XXV 76.) [*](9 EXC.: Orib. XlI s. v. (γίνεται — ποταμόν).) [*](14 SIM.: Pl. XXVII 25 e S. N. — Crat.).) [*](14 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀνδρόσακες — σπέρματος); Gal. XI 830 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Οrib. II 563 (e Gal.).) [*](1 σπλῆνας PE: σπλῆνα reliqui ἐκτίκει E ἄλγημα P 2 ἡ δὲ E σμήχει καὶ ἀλφοὺς N καὶ ἀλφοὺς — ῥίζα om. A μεθʼ ὕδατος NE 3 καὶ post δὲ eras. E2 4 πραύνει] παραιτεῖται NDi πραῦνουσα καὶ παραιτουμένη E (corr. E2) τε (pr.) om. NDi ἀγωνίαν N ἐξεργάζεται NE (corr. E2) αἰδοίων E 5 εἰ μή τις NE (μὴ eras E2) πίνει 0Di τὸ αὐτὸ NDi: τὸ δὲ αὐτὸ E 6 ὠνομάσθαι αὐτήν HA ἀπὸ νυμφῶν] νυμφαίαν Di 7 ἔνυδρα φιλεῖν αὐτὴν χωρία E μὐτὴν om. Di εὑρίσεκεσθαι πολλὴν HA ἐν τῇ Κι- λικίᾳ Orib.E: ἐπιτηδιος N 8 ἄντρου N: ἀνύγρου Di 9 nov. cap. incip. Di (num. cap. omisso) περὶ νυμφαίας ἄλλης· νυμφαία ἄλλη, οἱ δὲ νυμφῶνα καλοῦσι· γίνε- ται κτλ.: marg. add. H2 νυμφαία ἄλλη· οἱ δὲ νυμφῶνα καλοῦσιν, ἥς τὸ ἄνθος νούφαρα λέγεται καὶ γίνεται F δὲ καὶ NOrib.E ἄλλη] αὕτη ἡ N φύλλοις ὁμοία τῇ πρὸ αὐτῆς Orib.: φύλλα ἔχουσα om. NDiDl: ἥτις φύλλα ὅμοια πάντα ἔχει E ὁμοία NDiDl προειρ. μᾶλλον δὲ πρὸς τὴν τοῦ κιβω- ρίου N 10 ῥίζα (λευκὴ — τραχεία) 0rib. μέντοι ἔχει NDi τραχεὶαν ἔχει A μήλινον καὶ Οrib. 11 ὡς ῥόδων Orib.E: ὅμοιον om. N δὲ καὶ E ἡ om. P 12 πινόμενον NE δὲ om. N0rib.Di παρὰ θάλασσαν N: παραθαλασσίοις τόποις E 13 τόποις om. 0rib. κατὰ] παρὰ E ἐν τῷ πηνίῳ ποταμῷ Orib.: in flumine rinio Dl in fine add. A νυμφαία ἄλλη· οἱ δὲ νυμφῶνα καλοῦσιν, ἧς τὸ ἄνθος νούφαρ λέγεται.) [*](14 num. cap. υμζ 0: υμη Di: ρμ E tit. περὶ ἄνδροσάκους FHDi: om. A post ἀνδρόσακες syn. e R add. Di: marg. H2 γίνεται NDi ἐν Συρᾳ] ΕΙϹΤΠΙΑΕΙΔΝ (sic) N παρθλαοομις NOrib.EDi)

143
πόα δʼ ἐστὶ λευκή, λεπτόκαρφος, πικρά, ἄφυλλος, θυλάκιον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχουσα περιεκτικὸν σπέρματος.

δύναμιν δὲ ἔχει ποθεῖσα σύν οἴνῳ δραχμῶν δυεῖν πλῆθος οὖρα πολλὰ ἐπὶ ὑδρωπικῶν ἄγειν· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ τῆς πόας καὶ ὁ καρπὸς πινόμενος τὸ αὐτὸ ποιεῖ· καταπλάσσεται δὲ καὶ ἐπὶ ποδαγρικῶν ὠφελίως.

134 ἄσπληνος· οἱ δὲ σκολοπένδριον, οἱ δὲ ἡμιόνιον, οἱ δὲ σπληνιον, οἱ δὲ πτέρυγα καλοῦσι. φύλλα ἔχει σκολοπένδρῳ τῷ θηρίῳ ὅμοια, πλείονα ἀπὸ μιᾶς ῥίζχς, φυόμενα ἐν πέτραις καὶ τοίχοις τοῖς ἀπὸ τῶν κοχλάκων παλισκίοις, ἄκαυλα, ἀνανθῆ, [*](133 RV: ἀνδρόσακες· οἱ δὲ πικράδα, οἱ δὲ λεύκην, οἱ δὲ θαλασσίαν καλοῦσιν.) [*](134 RV: σκολοπένδριον· οἱ δὲ ἄσπληνον, οἱ δὲ σπλήνιον, οἱ δὲ ἡμιόνιον, οἱ δὲ πτέρυγα, οἱ δὲ λογχῖτις, οἱ δὲ Τεύκριος, οἱ δὲ Φρυγία, οἱ δὲ Φρυγῖτις, οἱ δὲ φιλτροδότις, προφῆται αἶμα γαλῆς.) [*](3 SIM.: Pl. l. s. D. eup. II 33 (276) — Pl. l. s. eup. I 234 (214).) [*](7 SIM.: (Theophr.] h. pl. IX 18, 7 (e Diocle) Andreas schol. Nic. Th. 684) P. XXVII 34 (e S. N. — Crat.).) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄσπληνος — χλωρά); cf. Gal. XI 841 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v. ἄσπληνον, σκολοπένδριον): Ps. D. de h. f. 40 (e D. lat. unde Isid. XVII 9, 87); Ps. Ap. 57; Hes. s. v. ἀσπλῆνις (immo ἄσληνος) ἡμιόνιον.) [*](15 SIM.: Ps. Ap 57.) [*](1 λευκή] λεπττή Dl: λευκὴ καὶ λεπτή E at cf. Pl. l. s. λεπτόκαρπος Dl Orib.E (corr, 02 et E2) πικρά] μικρά P: androsaces herba est alba, amara Pl. 2 κόμης E (κεφαλῆς superscr. E2) σπερμάτων HA 3 ἔχει om. A δυεῖν δραχμῶν NE 4 ἐπὶ τῶν E 5 χαρπὸς αὐτάρκης μετʼ ὄνου E 6 καὶ om. N) [*](7 num. cap. υμη 0: υν Di: ρυα E tit. περὶ ἀσπλήνου FHDi: om. H ἄσπληνος POrib.: ἄσπληνον reliqui post ἄσπληνος syn. e R add. Di: post καλοῦσι ADi: marg. H2 δὲ (pr.)] μὲν HA. σκολοπένδριον ab Andrea vocatur (schol. Nic. Th. 684) ἡμιόνιον om. E cf. [Theophr.] l. s. οἱ δὲ σπλήνιον om. Orib. 8 καλοῦσι om. Orib. σκολυπένδρῃ C: σκολοπένδρῃ NP0rib.: σκολο- πένδρῳ [Τηεοπηρ.] Ps. D. de h. f.: σκολοπένδρᾳ reliqui 9 ῥίζης περιεχόμενα RDi φυόμενα om. R: φύεται FHADi 10 τοίχοις] τύλοις C (superscr. A2): τύχοις N: τοίχοις καὶ E ἀπὸ] ἐκ Orib.E τῶν om. FHA κοχλίκων R (χλίκων superscr. A2) ἐν παλισκίοις Orib.: ad παλισκίοις schol. Paris. 0rib. (II 745 Dar.) παλισκίοις — ἄκαρπα om. R εὐανθῆ ἢ ἀνανθῆ E (corr. E2)) [*](11 C fol. 19: cap. om. C δὲ (pr.)] μὲν H) [*](13 C fol. 291v: N 134 σκολυπίνριον R: marg. add. N (m. rec.) sco- lopendrion . ceterac 14 ἡμιόνιον] alii ermion uocant Ps. Ap. (LL1: ermonion V) πτέρυξ Di λογχίτης CA alii loncitis Ps. Ap. Τεύκριος] ἀτεύκριος C. ἀτούριος NHADl: correxi coll. Ps. Ap. Itali yocant teucrion cf. Pl. XXV 45 15 φρυγίτης A. φιλτροδότης A cf. Ps. Ap. alii frigia, alii frigitis, alii feltodotres . . . prophete ema gales cf. D, IV 59)

144
ἄκαρπα, ἐντετμημένα ὡς τὰ τοῦ πολυποδίου, κάτωθεν ὑπόξανθα καὶ δασέα, ἄνωθεν δὲ χλωρά.

2 δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα ἀπολζεσθέντα σύν ὄξει καὶ πινόμενα ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα σπλῆνα τήκειν δεῖ δὲ καὶ καταπλάσσειν τὸν σπλῆνα τοῖς φύλλοις λείοις σύν οἴνῳ· βοηθεῖ καὶ στραγγουρίᾳ καὶ λυγμῷ καὶ ἰκτέρῳ καὶ λίθους τούς ἐν κύστει θρύπτει. δοκεῖ δὲ ἀτόκιον εἶναι καθʼ ἑαυτὴν καὶ μετὰ ἡμιόνου ὁπλῆς περιαπτομένη ἀσελήνου δὲ νυκτὸς ἡ ἡμέρας οὔσης φασὶ δεῖν αὐτὴν ὀρύσσειν εἰς ἀτόκιον.

135 ἡμιονῖτις, οἱ δὲ σπλήνιον· φύλλον ἀνίησιν ὅμοιον δρακοντίῳ, μηνοειδές, ῥίζαια δὲ ὕπεισι πολλαί, λεπταί· οὔτε δὲ καυλὸν οὔτε καρπὸν οὔτε ἄνθος φέρει. φύεται δὲ ἐν πετρώδεσι τόποις. γευσαμένῳ δὲ ἡ πόα στυπτική, σὺν ὄξει δὲ ποθεῖσα τήκει σπλῆνα.

136 ἀνθυλλίς· δισσή. ἡ μὲν γάρ τις φακῷ παραπλήσια φύλλα ἔχει καὶ κλωνία σπιθαμῆς τὸ ὕψος, ὀρθὰ δὲ καὶ τὰ [*](3 SIM.: {Theophr.] l. s. Zop. Orib. II 566) Pl. XXVII 34 D. eup. II 61 (272) 62 (274) — Pl. l. s. eup. II 4 (228) cf. Pl. XXVI 41 — eup. II 111 (310) — (Theophr.] l. s. Pl. XXVII 84 eup. II 95 (229)) [*](10 SIM.: Pl. XXV 54 (?)) [*](10 EXC.: Orib. XI (ἡμιονῖτις — στυπτική); cf. Gal. XI 884 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](15 SIM.: Pl. XXI 175 (e S. N.) cf. XXVI 84.) [*](15 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀνθλλίς — κιχορίου cf. Gal. XI 833 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 ἔνκαρπα ἢ ἄκαρπα E (corr, E2) τὸ Orib.: τὰ τοῦ πολυποδίου ἢ τοῦ πολίου E (corr. E2) post πολυπ. add καυλὸν δὲ οὐ φέρει C ἄκαυλον δὲ (om. κάτωθεν —κλπρά) N 4 per dies XXX Pl. l. s.: diebus XXX Dl: ἐφʼ ἡμέρας λ ἢ καὶ μ (sic) E καὶ om. RE: post καταπλ. transpos. FHADi 6 στραγγ. καὶ δυσουρίᾳ E 7 δὲ καὶ E2 8 ὁπλῆς] σπληνὸς libri: correxi coll. D. eup. II 95 (200) ἄσπληνος βοτάνη καθʼ ἑαυτὴν καὶ σῦν ἡμιόνου ὁπλῇ περιαπτομένη· δεῖ δὲ ὀρύσσειν αὐτὴ ἀσελήνου νυκτὸς cf, [Theophr.] l. s. ἀσελήνῳ δὲ νυκτὶ R (om. ἡμέρας οὔσης RDi): ἀσελήνου νυκτὸς ἡμέρας δὲ οὔσης E (corr. Ε2) ἢ addidi coll. Ps, D, de h. f. haec si luna non videt vel die nel nocte collecta cum splene (!) mulae mulieribus ne concipiant alligatur 9 ἀρύσσειν αὐτὴν εἰς τὰ ἀτόκια E) [*](10 num. cap. υμθ O: υνα Di: ρμβ E tit. περὶ ἡμιονίτιδος FHADi ἡμιονίτης FA 11 δὲ post μηνοειδὲς eras. E2: sed oblonga Dl πολλαί om. E δὲ (alt.) om A 12 καρπὸν οὔτε καυλὸν Di δὲ om. Di 13 δὲ (pr.) om. FHA ἥτις σὺν ὄξει ποθεῖσα EDi 14 σπλῆνα ττήκει E) [*](15 num. cap. υν 0: υνβ Di cap. om. E tit. περὶ ἀνλλίδος FHADi post ἀνθθλλίς syn. e R add. Di: post δισσή A δισσή om. R τις om. Orib.] Di 16 κλωνία ἔχει Orib. τὸ addidi ὀρθά] ὁμοίως RA2)

145
φύλλα μαλακά· ῥίζα δὲ λεπτή, μικρά. φύεται ἐν ὑφάμμοις τόποις καὶ εὐηλίοις, γευομένῳ ὕφαλμος. ἡ δʼ ἕτέρα χαμαιπίτυῖ τὰ φύλλα καὶ τὰ κλωνία ἔοικε, δασύτερα μέντοι καὶ βραχύτερα· τὸ δʼ ἄνθος πορφυροῦν, βαρύοσμον ἰσχυρῶς, ῥίζα ὥσπερ κιχορίου.

δόναται δὲ ἰσχυρῶς δυσουροῦσι καὶ νεφριτικοῖς βοηθεῖν 2 πινομένη πλῆθος δραχμῶν τεσσάρων. ἐκμαλάσσουσι δὲ φλεγμονάς τάς ἐν ὑστέρᾶ λεῖαι σύν ῥοδίνῳ καὶ γάλακτι προστιθέμεναι· ἰῶνται δὲ καὶ τραύματα. ἡ δὲ τῇ χαμαιπίτυϊ ὁμοία μετὰ τῶν ἄλλων καὶ ἐπιληπτικῶν βοήθημα σύν ὀξυμέλιτι πινομένη|.

137 ἀνθεμίς· οἱ δὲ λευκάνθεμον, οἱ δὲ ἠράνθεμον, ἐπεὶ [*](136 RV: ἀνθυλλίς· οἱ δὲ ἀνθυλλον, οἱ δὲ ἀνθεμίδα, οἱ δὲ ἱεράνθεμις, οἱ δὲ λευκάνθεμον, οἱ δὲ ὡράνθεμις, οἱ δὲ ἄνθος πεδινὸν καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι σωλάστρουμ.) [*](6 SIM.: Pl. l. s. D. eup. II 109 (307) — Zop. (Orib. II 590) Pl. l. s. eup. II 71 (285).) [*](12 SIM.: Pl. XXII 53 sq. (e S. N.) XXVI 86 (unde?).) [*](12 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀνθεμίς — ἔαρος); Ps. D. de h. f. 19 (e D. lat. unde Isid. XVII 9, 46); Gal. XI 833 (cf. 562), unde Paul. Aeg. VII 3 s. v. χαμαί κηλον, Aet. I s. v. ἀνθεμὶς (aliis e Ps. Nechepso additis) cf. carm. de h. 1. Hes. e. v. ἀνθευίς.) [*](1 φύλλα καὶ 0rib. δὲ om. R0rib. μακρά R: radix minor et tenuis Dl ὑφάμμοις Οrib.: ὐφάλμοις R: ὑφαλπύροις ODi (ἐν ὑφάλμοις superscr. A2): sabulosis, apricis nascens Pl.: nascitur locis erbosis (arenosis) et solanis Dl 2 τόποις om. Orib.: τόποιε καὶ om. R γευσαυένῳ Οrib. ὑφα- λικός ROrib. (γ. ὕφαλμος del. A2) 3 καὶ τὰ φύλλα R τὰ φύλλα ἔοικεν δασύτερα καὶ τὰ κλωνία μέντοι δασύτερα καὶ τραχέα C μέντοι] δὲ Orib. καὶ βραχύτερα om, Orib.: breuior et hirsutior Pl.: sed asperiora et minora Dl βραχύτερα] τραχέα R: βραχύτερα καὶ τραχύτερα Di 4 τὸ δʼ om, Orib.: τὸ — πορφυροῦν om. P πορφυροειδές ROrib. δασύτερον βαρύοσμον RA2 (in mg.) 5 κιχορίου CODi: κιβωρίου N 6 δύναται sc. ἡ ῥίζα δὲ om. A ἰσχυρῶς om. RDl φρενητικοῖς C 7 γ D. εup. II 109 (357): Pl. l. s.: om. R ἐκμαλάσσει C: ἐκμαλάσσουσι reliqui φλέγ- κκτα ἐν ὐστέρᾳ FHADi 8 λεία F 10 ἐπιλημπτικοὺς μται RDi σὺν — πινομένη om. R) [*](12 num. cap. υνα 0: υνγ Di: cap. om. E tit περὶ ἀνθεμίδος FHADi ἢ pro οἱ δὲ (utrobique) Orib. δὲ (pr.)] μὲν H leucanthemida Pl. eran- themisε P1. ἐπε — ἀνθετ om. Orib.) [*](18 C fol. 48r: N 19 ἄνθυλλον] cf. Pl. XXI 175 herba anthyllium quam alii anthyllum uocant 14 ἱεράνθεμις om. NA : ἐράνθεμις H: hyeroan- temis Ps. Ap. 4 (L1 V) λευκάνθαμον N: λευκάνθιμον A (reliqua eyn. om.) σωρανθίς CH: σωράνθεμις N: correxi ἄνθοε om. N cf. D, III 138 15 σολάστρουμ (alt. σ postea add.) C)

146
ἔαρος ἀνθεῖ, οἱ δὲ χαμαίμηλον διὰ τὴν πρὸς τὰ μῆλα ὁμοιότητα τῆς ὀσμῆς, οἱ δὲ μηλάνθεμον, οἱ δὲ χρυσοκαλλίαν, οἱ δὲ καλλίαν καλοῦσι. ταύτης εἴδη τρία, ἄνθεσι μόνον διαφέροντα· κλῶνες σπιθαμιαῖοι, θαμνοειδεῖς, μασχάλας ἔχοντες πολλάς, φυλλάρια μικρά, λεπτά, κεφάλια περιφερῆ, ἔνδοθεν μὲν λευκὸν καὶ χρυσίζον ἀνθύλλιον ἔχοντα, ἔωθεν δὲ περίκειται κυκλοτερῶς λευκὰ ἢ μήλινα ἢ πορφυρᾶ φυλλάρια κατὰ μέγεθος πηγάνου. φύεται δὲ ἐν τόποις τραχέσι καὶ παρά τὰς ὁδούς, συλλέγεται δὲ ἔαρος.