De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

126 ὄρχις· οἱ δὲ κυνὸς ὄρχιν καλοῦσι. φύλλα ἔχει κατὰ γῆς ἐστρωμένα περὶ τὸν καυλὸν καὶ τὸν πυθμένα, ἐλαίᾳ μαλακῇ ὅμοια, στενώτερα δὲ καὶ μακρότερα, καυλὸν σπιθαμῆς τὸ μῆκος, ἐφʼ ᾧ ἄνθη πορφυροειδῆ, ῥίζαν βολβοειδῆ, ἐπιμήκη, διπλῆν, στενήν, ὡς ἐλαίαν, τὴν μὲν ἄνω, τὴν δὲ κατωτέρω, καὶ τὴν μὲν πλήρη, τὴν δὲ μαλακὴν καὶ ῥυσήν. ἐσθίεται δὲ ἡ ῥίζα ὡς βολβὸς ἑφθή.

[*](125 RV: φύλλον· οἱ δὲ ἐλαιόφυλλον, οἱ δὲ καὶ βρυωνίαν καλοῦσιν.)[*](126 RV: σατύριον· οἱ δὲ ὄρχιν, οἱ δὲ κυνὸς ὄρχιν, οἱ δὲ ἱρόν,, οἱ δὲ πριαπήϊον ἢ πριαπίσκος, οἱ δὲ μόριον, Ῥωμαῖοι νέρβιουμ Σατύρικουμ.)[*](4 SIM.: Theophr.] h. Pl. X 18, 3 Pl. XXVII 65 (e S. N. — Crat.) XXVI 96 (ex I. B. — Crat.) — Alex. Trall. II 196 (P.).)[*](4 EXC.: Orib. XII s. v. (ὄρχις — ῥυσήν); Gal. XII 92 (unde Orib. II 671. Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII 9, 43. Hes. s. v. ὄρχια.)[*](13 SIM.: Ps. Ap. 16 (═ Ps. Orib. III 67).)[*](1 ἀρσενογόνον R ἀρρενοτοκεῖν EDi: ἀρσσνοτοκεῖν ποιεῖν R 2 θηλυ- τοκεῖν ποιεῖν E: θηλυγονεῖν R ἱστορεῖ (ἱστορεῖται N) δὲ NE τούτου H 3 μέχρις P: μέχρι reliqui τῆς περὶ μὺτῶν ἱστορίας EDi ἑστεράς P έρεῖν PF: προάγειν RHADi: προάγειν καὶ γράφειν E)[*](4 num. cap. υμ O: υμβ Di: ρλγ E tit. περὶ ὄρχεως FDiH: περὶ ὄρχεων A κυνόρχις Ordb. (om. καλοῦσι) ἔχει post γῆς colloc. E 5 γῆν N καὶ τὸν πυθμένα om. N: πυθμένα καὶ τὰ ψύλλα E έλαίᾳ] aliter [theophr.] 1. s. ἔχει δὲ τὸ μὲν φύλλον σκιλλῶδες. at cf. Pl. foliis pleae mollibus: Dl similia sunt oliuve folia ipsa, sed molliora et angusta et longiora μαλακῇ om. N: suspectum 6 ὅμοια χλωρά N στε;νώτερα δὲ καὶ om, N μακρότερα μέν- τοι N καυλίον N: καυλία Orib.PV: καὶ λεἴα F (post στεν. δὲ transpos.) HA: καὶ καυλία E: uirga duobus palmis longa Dl 7 μῆκος ἢ καὶ μεῖζον N ἐφ᾿ ᾧ E (ν superscr. E2): έφ᾿ ὧν Orib.O: ἐν ᾧ N: ἐφ᾿ οὗ Di πορφυρᾶ Κ ῥίζα βολβοειδὴς κτλ. NE ἐπιμήκη om. Dl 8 διπλῆν om. FH: post στενὴν transpos. A στενήν om. NPV at cf. Dl radix bulbo similis et duplex et angusta sicut oliuae ἐλαί 0: ἐλαίας reliqui: correxi ἀνωτέρω Orib.: ἀνώτερον N κάτω A 9 πλήρη] σκληράν E μαλακωτέραν NE ῥυσσήν HADi ἐσθίε- ται κτλ.] ἑψηθεῖσα δὲ ὡς βολβός N 10 ῥίζα ἑφθὴ E ἑψηθεῖσα Di καὶ ὀπτηθεῖσα in fine add. E)[*](11 C fol. 370r: N 165)[*](13 N fol. 133: cap. om. C: syn. om. HADi Siculi orcis Ps. Ap. 14 πριαπίσκος] Romani priapiscus Ps. Ap. 15 ΑΠΙΑΝϹΑΤΥΠΙΟΥ N: correxi cf. Herm. XXXIII 405. a Graecis satyrios orchis cognominatur cf. Pl. XXVI 96. D. III 128.)
137

καὶ περὶ ταύτης δὲ ἱστορεῖται τὴν μὲν μείζονα ῥίζαν ὑπʼ 2 ἀνδρῶν ἐσθιομένην ἀρρενογονεῖν, τὴν δὲ ἐλάττονα ὑπὸ γυναικῶν θηλυγονεῖν. προσιστορεῖται δʼ ἔτι καὶ τὰς ἐν Θεσσαλίᾳ γυναῖκας τὸν μὲν ἁπαλὸν βλαστὸν μετὰ αἰγείου γάλακτος ποτίζειν ὡς ἀφροδίσια συνιστάντα, τὸν δὲ ξηρὸν πρὸς ἐπίσχεσιν καὶ ἔκλυσιν τῶν ἀφροδισίων, ἀναλύεσθαί τε τὸν ἕτερον ὑπὸ τοῦ ἑτέρου ἐπιπινομένου. φύεται δὲ ἐν λιθώδεσι καὶ ἀμμώδεσι τόποις.