De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

128 σατύριον· οἱ δὲ τρίφυλλον καλοῦσιν, ἐπειδὴ ὡς τὸ πολύ φύλλα τρία φέρει ὡς ἐπὶ τὴν γῆν κεκλασμένα, λαπάθῳ ἢ κρίνῳ ὅμοια, ἐλάττονα μέντοι καὶ ἐνερευθῆ, καυλὸν δὲ ψιλόν, μαλακόν, ὡς πήχεως, ἄνθος κρινοειδές, λευκόν, ῥίζαν δὲ βολβοειδῆ, ὅσον μῆλον, πυρράν, τὰ δὲ ἐντὸς λευκὴν ὥσπερ ᾠόν, γευομένῳ γλυκεῖαν | καὶ εὔστομον.

ταύτην δεῖ πίνειν ἐν οἴνῳ μέλανι αὐστηρῷ πρὸς ὀπισθότονον καὶ συνουσίαν φασὶ παρορμᾶν.

[*](128 RV: σατύριον ἕτερον· οἱ δὲ τρίφυλλον καλοῦσιν.)[*](σατύριον τὸ ἐρυθρόνιον οἱ δὲ σατύριον ἐρυθραϊκόν, οἱ δὲ μῆλον τὸ ἐν ὕδασιν, οἶ δὲ ἐντατικόν, οἱ δὲ πριαπίσκον, οἱ δὲ σατυρίσκος, οἱ δὲ ὄρχις Σατύρου, Ῥωμαῖοι τεστίκουλουμ λέπορις.)[*](5 SIM.: Pl. XXVI 97 e S. N.) XXVI 96 (ex I. B.))[*](5 EXC.: Orib. XII s. v. (σατύριον — εὔστομον); Gal. XII 118 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII 9, 43, Hes. s. v. σατύριον.)[*](11 SIM.: Plin. l. s. Ruf. 429; Sor. (Cael. Aur.a.m.III 18, 175) Alex. Trall. II 496.)[*](14 SIM.: Ps. Ap. 16 (unde Ps. Orib. III 67 cf. A. Mai VII 441.)[*](2 ξηρὰ δὲ om. C δὲ ἐπιπασσομένη NE: fort. recte τὰ ἐν σηπεδόνι FHADi τὰ om, HADi: τὰς ἐν στόματι κακοηθείας RE (corr. E2) 3 ἰᾶται om. R κοιλίαν) ωομὰς R (superscr. A2) ἐν] σὺν NDi 4 καὶ (pr.) om. R αὐτῆς R τῆς om. FHDi τοῦ om. R ὀρχίας R)[*](5 num. cap. υμβ 0: υμδ Di: ρλε E tit. περὶ σατυρίου FHDi: om. A ἐπειδὴ om. N ὡς τὸ πολύ] ὡς ἐπὶ τὴν γῆν FHADi 6 τρία φύλλα ἐπὶ γῆς φέρει κεκλασμένα NE ἢ κρίνῳ om. N 7 μακρόν ψιλόν Orib.: μικρὸν ψιλὸν μακρόν E 8 μαλακόν] μικρόν N: μακρόν reliqui: correxi coll. Dl uirga lenis et mollis longa cubito uno cf. sid. l. s. ῥίζα βολβοειδής NE δὲ om. NDi 9 ὅσον] ὡς NV: ὅσον ὡς (varia lectio) E μῆλον πυρρόν NOrib. at cf. Dl radix est illi similis bulbo, rotunda ut mala, a foris rufa κατὰ δὲ τὰ ἐντὸς N: δὲ om. E λευκή N 10 γλυκεῖα καὶ εὔστομος NE 11 δεῖ πίνειν Di: δεῖ om, reliqui μέλανι καὶ N ὀπισθότονον καὶ εἰ βούλει γυναικὶ συνουσιάσαι χρῆσθαι· φασὶ γὰρ αὐτὰ (αὐτὴν Di) καὶ ὁρυὴν κινεῖν (τήν ἐπὶ συνουσίᾳ add. Di) NDi: κἂν βούλει χρῆσθαι γυναικί· πρὸς συνουσίαν γάρ φασὶν παρορμᾶν E)[*](13 N fol. 133: cap. om. C 11 N fol. 133: om. C ἐρυθρόνειον N: ἐρυ- θρδνεον Di: alii eriton uocant Ps. Ap. (L) cf. schol. Nic. Th. 74, ubi ἐρυθράδιον vocatur 15 MIAION N: μήλιον HDi: μύλιον A: correxi. radix mali formam molemque habet. satyrion iuxta mare nasci Pl. auctor est XXVI 96 ἐντατι- κόν] alii entaticon Ps. Ap. cf. Pl. l. s. πριαπικόν NDi: om. HA: correxi cf. D. III 126 16 οἱ δὲ ὄρχις Σατύρου om. AH: altera satyrios orchis cognomi- natur Pl. XXVI 96 μολλορτίκουλουμ βένερις R: υορλορτ. β. HDi: μορτυκουλούμ β. A: ab aliis testiculum leporis appellari testatur Ps. Ap. Isid. l. s.: corr. Kn.)
139

λέγεται δὲ καὶ ἐρυθραϊκὸν σατύριον, ἔχον σπέρμα λινοσπέρμῳ 2 ἐμφερές, μεῖζον δὲ καὶ στίλβον καὶ λεῖον καὶ ῥωμαλέον, ὅπερ ἱστορεῖται καὶ αὐτὸ συνουσίας ἐγείρειν ὥσπερ ὁ σκίγκος. ἔστι δὲ τῆς ῥίζης αὐτοῦ ὀ μὲν φλοιὸς ὕπισχνος καὶ πυρρός, τὸ δὲ ἔνδοθεν λευκόν, γευομένῳ εὔστομον καὶ γλυκύ. φύεται ἐν εὐηλίοις καὶ ὀρεινοῖς τόποις. ἱστορεῖται δὲ ὅτι καὶ εἰς τὴν χεῖρα ληφθεῖσα ἡ ῥίζα ἐρεθίζει πρὸς ἀφροδίσια, σύν οἴνῳ δὲ ποθεῖσα μᾶλλον.