De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

18

11 δίψακος· τῶν ἀκανθωδῶν ἐστι καὶ αὕτη. καυλὸν δὲ ἔχει ὑψηλόν, ἀκανθώδη, καὶ φύλλα | περιειληφότα τὸν καυλόν, ἐμφερῆ θρίδακι, δύο καθʼ ἕκαστον γόνυ, προμήκη, ἀκανθώδη καὶ αὐτά, ὥσπερ τινὰς πομφόλυγας ἐπὶ μέσης τῆς ῥάχεως ἔσωθέν τε καὶ ἔξωθεν ἔχοντα ἀκανθώδεις, κοιλάδας δὲ περὶ τὰ συναφῆ τῶν φύλλων, ὥστε ὕδατα ἀπὸ τῶν ὄμβρων καὶ [*](11 RV: δίψακον· οἱ δὲ κροκοδείλιον, οἱ δὲ χαμαιλέων, οἱ δὲ ὀνοκάρδιον, οἱ δὲ Ἀφροδίτης λουτρόν, Ῥωμαῖοι λάβρουμ Βένερις, οἱ δὲ κάρδουμ Βένερις, οἱ δὲ κόνχα Βένερις, οἱ δὲ κίκερ ῥούστικουμ, οἱ δὲ σεντίκλουμ, οἱ δὲ μούρρα Διάνε, οἱ δὲ οἰτίσκα, Αἰγύπτιοι σεμεώρ, οἱ δὲ χήρ, οἱ δὲ εἰμέλητα, Δάκοι σκιάρη, Ὀσθάνης χέρβαθε.) [*](1 SIM.: Theophr. h. pl. IV 7, 1. Pl. XXVII 71 (e S. N. — Crat) cf. XXV 171. XXX 24.) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (δίψακος — κεφαλή). praet. cf. Gal. XI 864 (unde Orib. II 627. Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII c. 3 s. v.) cf. A. Mai VII 453 s. v. amilia.) [*](7 SIM.: Ps. Ap. 26 (unde Pa. Orib. I 9).) [*](1 num. cap. τκϚ ODi: ῑβ E tit. περὶ διψάκου FHDi: περὶ θίδακος A δίψακον ROrib.Di: θίδαξ A post δίψακος syn. add. Di: post αὕτη A: marg. [H2 ἀκανθῶν R καὶ αὕτη om. R 2 ψειλὸν ἢ ἡψηλόν E (ψειλὸν ἢ del. E2) περιειληπροαγοντα ἐνφερῆ R 3 θρίδακος E ὑπομήκη RE: superscr. A2 καὶ ἀκανθώδης E: ἀκανθώδη καὶ αὐτά om. Orib. 4 post ἀκανθώδη haec habet R καὶ ἔξωθεν ἐπὶ μέσης τῆς ῥάχεως ἔχοντα ἀκανθώδη (ἀκανθώδεις C) τὰ περὶ γόνυ τῶν φὑλλων (ἀκανθώδη τὰ φύλλα is qui C transscr.) ὥσπερ ὕδατα ἀπὸ τῶν ὄμβρων καὶ τῶν δρόσων φυλάττειν, unde A2 καὶ αὐτὰ — ὑλλων del. et marg. add. καὶ ἔξωθεν ἐπὶ μέσης τῆς ῥάχεως ἔχοντα ἀκανθώδη τὰ φύλλα ὥσπερ — ῥάχεως om. Dl 5 κοῖλα HDi δὲ om. PF: ersa. E2 6 τὰ συναφῆ] τὰ δύο μέρη OEDi: correxi coll. Pl. genicula eius (sc. caulis) binis foliis amplectentibus concavo alarum sinu quo subsistit ros salsus: Orib. concavo qua se in geniculis coniungunt sinu: Dl contracta folia habens post φύλλων add. τὰ περὶ τὸ γόνυ E τῶν δρόσων καὶ τῶν ὄμβρων Orib. Di) [*](7 C fol. 99v: N 33 κροκοδίληον R: corcodrillum Ps. Ap. L1 V) 8 prophetae onocardion Ps. Ap. Siculi afrodite⟨s⟩ lot⟨ron⟩ Ps. Ap. λάμβρουμ A: labrum Venerium Pl. XXV 171: Itali labrum Veneris Ps. Ap. 9 οἱ δὲ κάρδουμ — Βένερις (alt.) om. N οἱ δὲ κόνχα — ὄπικα om. HADi (κόνχα βένερις marg. add. A2) 10 alii cicer rusticum Ps. Ap. ΕΠΙΚΙΟΥΜ R: statitius Pa. Ap. (statioron Ack.): correxi coll. Boisson. An. gr. II 396 δίψακος· τὸ σεντούκλιν ΜΟΥΡΡΑΠΑΝΑΛΕ R: alii morrarion Ps. Ap. (morariam Ack.): alias myrrana Ps. Orib.: correxi 11 ΟΙΤΙϹΚΑ R (ὀπίσκα is qui cod. C transscr. litt. minusc.): spani alentidium Pa. Ap.: alias analentidum Ps. Orib.: fort. ὄπικα σενεορ R: σενεώρ HADi: semmeor Ps. Ap.: cf. D. III 100. ΕΙΜΕΛΗΤΑ R: μελῆτα HDi: μελίτα A: emelita Ps. Ap. Daci sciare Ps. Ap. cf. Tomaschek l. s. 26 12 Ὀσθάνης χερβαθε om. HADi: cerbasten Ps. Ap. (gerbaste Ack.): gersoiste Ps. Orib. fort. χέρ⟨νι⟩βα θε⟨ῶν⟩)

19
τῶν δρόσων συλλέγειν, ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα εἵλκυσεν· ἐπʼ ἄκρου δὲ τοῦ καυλοῦ καθʼ ἑκάστην ἀπόφυσιν κεφαλή μία ἐοικυῖα ἔχίνῳ, ὑπομήκης, ἀκανθώδης, ξηρανθεῖσα δὲ λευκὴ φαίνεται· ἔχει δὲ καὶ σκωλήκια κατά μέσην τὴν ἐντεριώνην διαιρεθεῖσα ἡ κεφαλή.

ἡ δὲ ῥίζα ταύτης ἐν οἴνῳ ἀφεψηθεῖσα καὶ κοπεῖσα, ὡς 2 πάχος κηρωτῆς λαβεῖν, τὰς ἐν δακτυλίῳ ῥαγάδας καὶ σύριγγας ἐντιθεμένη θεραπεύει· ἀποτίθεσθαι δὲ δεῖ τὸ φάρμακον εἰς χαλκῆν πυξίδα. φασὶ δὲ καὶ μυρμηκιῶν αὐτὸ καὶ ἀκροχορδόνων ἴαμα εἶναι. οἱ δʼ ἐν τῇ κεφαλῇ σκώληκες εἰς κυστίδα ἐνδεόμενοι καὶ περιαπτόμενοι τραχήλῳ ἡ βραχίονι ἱστοροῦνται τεταρταῖκοὺς ἀποθεραπεύειν.