De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

12 ἄκανθα λευκή· φύεται ἐν ὄρεσι καὶ ὑλώδεσι τόποις φύλλα ἔχουσα χαμαιλέοντι ἐμφερῆ λευκῷ, στενώτερα δὲ [*](12 RV: ἄκανθα λευκή· οἱ δὲ ἀγριοκινάραν, οἱ δὲ δονακῖτις, οἱ δὲ ἐρυσίσκηπτρον, Ῥωμαῖοι σπίνα ἄλβα, οἱ δὲ ῥήγια, οἱ δὲ κάρδους ῥαμπτάρια.) [*](6 SIM.: Pl. XXVII 71 eup. I 221 (209) I 207 (201) — Pl. l. s. eup. I 176 (185).) [*](13 SIM.: Pl. XXIV 108 cf. Theophr. h. pl. IV 4. 12.) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄκανθα — στρογγυλώτερον δέ). cf. Gal. XI 819 (unde Orib. II 609. Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v. Ps. Orib. IV 10). Ps. D. de h. f. 1 (e D. lat.).) [*](1 συλλέγειν] φυλάττειν RDiDl: συμπήσσειν ἢ συλλέγειν E (ἢ eras. E2) 3 φαίνεται om. R 4 καὶ om. H διαλυθεῖσα N: διαζεσθεῖσα C 6 ἡ ῥίζα δὲ RHADi αὐτῆς E ἐν] σὺν Di ἑψηθεῖσα A post κοπεῖσα haec habent RDi κηρωτῆς λαχοῦσα (λαβοῦσι Di) πάχος 7 λαβοῦσα E δακτύλοις HA 8 ἐντιθεμένη καὶ ἐπιτιθεμένη C δεῖ] χρὴ N τὸ φάρμακον post πυξίδα transpos. R 9 καὶ (pr.) om. R 10 ἴαμα] αὐτὸ θρέμμα C: θερμόν αὐτὸ N οἱ δὲ τῆς κεφαλῆς HDi: οἱ δʼ ἐντὸς τῆς κεφαλῆς E 11 τεταρταίους RE 12 θεραπεύειν RFHADi: παραιτεῖσθαι καὶ θεραπεύειν E) [*](13 num. cap. τκζ ODi: ιγ E tit. περὶ ἀκάνθης λευκῆς HADi: περὶ λευκῆς ἀκάνθης F ἀκάνθη FH post λευκή syn. add. ADi: marg. H2 ὑλώδεσιν ἢ ξυλώθεσι E (ὕλ. ἢ del. E2): locis viscidis Dl: lapidosis locis et arenosis Ps. D.: ἑλώδεσι coni. Marc. (non recte) 14 ἔχουσα post λευκῷ transpos. COrib.EADi λευκῷ ἐμφερῆ COrib. ADi) [*](15 C fol. 61r: cap. om. N. ad effigiem herb. pict. (fol. 60v) adscrips. C (man. rec.) οἱ δὲ ἀγριαγκινάρα cf. Heldreich die Nutzpfl. Gr. 82 δὲ (pr.)] μὲν H ἀγρικινάραν C: ἀγριοκιννάραν ADi: ἄγριος κινάρα H 16 σπίνα ἔλβα] cf. Pl. XXIV 108 ῥήγια] cf. Pl. XIII 129. Theophr. de caus. pl. I 10, 5 (ἄκανθα βασιλική) 17 ῥαμπτάρια om. A: marg. add. A2;)

20
καὶ λευκότερα, ὑποδασέα καὶ ἀκανθώδη, καυλὸν ὑπὲρ δύο πήχεις, δακτύλου τοῦ μεγάλου ἢ καὶ μεῖζον πάχος, ὑπόλευκον, κενόν· ἐπʼ ἄκρου δὲ αὐτοῦ κεφαλὴ πρόσεστιν ἀκανθώδης, ἐχίνῳ θαλασσίῳ ἐμφερής, πλὴν ἐλάσσων καὶ ὑπομήκης, ἄνθη πορφυρᾶ, ἐν οἷς τὸ σπέρμα ὡς κνῆκος, στρογγυλώτερον δέ.

2 ταύτης ἡ ῥίζα πινομένη ποιεῖ πρὸς αἱμοπτυῖκούς, στομαχικούς, κοιλιακοὺς οὖρά τε κινεῖ καταπλάσσεταί τε πρὸς οἰδήματα· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῆς πρὸς ὀδονταλγίας ποιεῖ διακλυζόμενον, τὸ δὲ σπέρμα πινόμενον παιδίοις σπωμένοις βοηθεῖ καὶ ἑρπετοδήκτοις. φασὶ δʼ ὅτι περίαπτον ἐξ αὐτοῦ θηρία διώκει.