De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

72 βούτυρον σκευάζεται καλὸν ἐκ τοῦ λιπαρωτάτου γάλακτος· τοιοῦτον δέ ἐστι τὸ προβάτειον. γίνεται δὲ καὶ ἐκ τοῦ αἰγείου, ἐν ἀγγείοις κινουμένου τοῦ γάλακτος καὶ χωριζομένου τοῦ λίπους.

ἔχεται δὲ δυνάμεως μαλακτικῆς, ἐλαιώδους, ὅθεν κοιλίαν [*](1 SIM. [Hipp.] π. δ. II 51 (VI 554); π. δ. ὀ ν. 46 (169 K.) Pl. XXVIII 131 sq. (e N. S.) cf. XI 240 sq. D. eup. II 49 (263) I 29 (108) I 56 (119) II 8 (229).) [*](1 EXC. Gal. XII 269. VI 696. 765. Aet. Il 101 (e Gal.) cf. Sim. S. s. v. (104 L.)) [*](10 SIM Pl. XXVIII 131. 205 cf. Hipp.] π. ν. IV 51 (VII 584 L.); π. ἀ. ὑ. τ. 18 (61 K.)) [*](13 SIM. Pl. XXVIII 133 (e S. N.) — Pl. XXVIII 203 — D. eup. II 135 (326) Pl. XXVIII 160 — eup. I 74 (131) Pl. XXVIII 257 — Pl. XXVlII 190 — XXVIII 183 — eup. II 71 (285) Pl. XXVIII 252 — eup. II 52 (264) Pl. XXVIII 205 — eup. I 164 (178) 187 193) Pl. XXVIII 241 — eup. I 29 (108.) [*](13 EXC. Orib. XI s. v. (βούτυρον — λίπους, σννάγετει — χρῶ); Gal. XII 272 (unde Aet. II 104 Paul. Aeg. 3 s. v.), cf. Ps. Orib. de simpl. V 42.) [*](14 TEST. Gal. XII 272: θαυμάζω δʼ ὅπως ὁ Διοσκουρίδης ἐκ προβα- τείου φησὶν αὐτὸν (sc. τὸν β.) καὶ αἰγείου τὴν γένεσιν ἔχειν.) [*](1 num. cap. QDi: οα E: νη΄ DI τυρὸς δὲ E ἐσθιόμενος om. E) εὐνανάδοτος εὐστόμαχος E 3 διαφέρων — σκευάζεται om. E 5 καὶ om. HDi 6 ὀφθαλμῶν om. H νεοαλὴς F: νε///αλὴς E (2 litt. del. E2): νεαλὸς reliqui: caseus alitu (i. e. sallitus) DI, cf. D. eup. II 8 (229) ἀτροφώτερος E: εὐτροφώτερος reliqui: non tantum carnes replet DI 7 καὶ πρὸς Di 8 στα- τικός E 9 καὶ ὁ ἐξ HDi 10 mg. add περὶ ἱππάκης Di ἵππιος ἐστὶν τυρὸς E post βρωμώδης del. καὶ πολύγονος E2 ad rem cf. Pl. XXVIII 131 sextius eosdem effectus equino quos bubulo (sc. caseo) tradit 12 ad rem cf. D. II 75) [*](13 num. cap. οα QDi: οβ E: μθ΄ DI 15 ἀγγίω E 17 δὲ] γὰρ καὶ E μαλακτικῆς] γαλακτινῆς coni. Marc., at cf. Dl virtus est ei maloptica, Pl. l. s. na- tura eius adstringere, mollire κοιλίας Di)

147
τε ἐκλύει πλεῖον ποθὲν καὶ πρὸς τὰ θανάσιμα μὴ παρόντος ἐλαίου χρησιμεύει. μιχθὲν δὲ μέλιτι καὶ παρατριβὲν ὀδοντιάσεις ὠφελεῖ καὶ τοὺς τῶν οὔλων ὀδαξισμοὺς ἐπὶ παιδίων καὶ ἄφθας, ἔξωθεν δὲ καταπλασσόμενον εὔτροφον καὶ ἀψυδρακίωτον τηρεῖ τὸ σῶμα·

ποιεῖ καὶ πρὸς φλεγμονὰς καὶ σκληρίας 2 ὑστέρας τὸ μὴ δυσῶδες μηδὲ παλαιόν, καὶ πρὸς δυσεντερίας καὶ πρὸς κόλου ἕλκωσιν ἐγκλυζόμενον, πυοποιοῖς τε μείγνυται χρησίμως, καὶ μάλιστα ἐπὶ τῶν κατὰ τὰ νεῦρα καὶ μήνιγγας καὶ κύστεως τράχηλον τραυμάτων· τὸ δὲ αὐτὸ πληροῖ καὶ καθαίρει καὶ σαρκοῖ, καὶ τοὺς ὑπὸ ἀσπίδος δηχθέντας ἐπιτιθέμενον ὠφελεῖ, μείγνυται δὲ καὶ προσοψήμασιν ἀντὶ ἐλαίου τὸ νεαρὸν καὶ ἐν τοῖς πέμμασιν ἀντὶ στέατος.

συνάγεται δὲ καὶ λιγνὺς ἐκ τοῦ βουτύρου τὸν τρόπον 3 τοῦτον εἰς λύχνον καινὸν ἐγχέας τὸ βούτυρον ἅψον καὶ πωμάσας ἀγγείῳ κεραμεῷ, σωληνοειδεῖ στενῷ κατὰ τὰ ἄνωθεν, τρήματα δὲ ἐκ τῶν ὑπὸ πόδας ἔχοντι, ὥσπερ οἱ κλίβανοι, ἔα καίεσθαι. ὅταν δὲ ἀναλωθῇ τὸ πρῶτον βούτυρον, ἄλλο ἐπίχει καὶ ποίει τὸ αὐτό, ἕως ἂν ὅσον πλῆθος βούλει αἰθαλώσῃς, εἶτα ἀπόσυρε πτερῳ καὶ χρῶ. δύναμιν δὲ ἔχει εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ξηραίνειν καὶ ὑποστύφειν· ἐφίστησι δὲ τὰ ῥεύματα καὶ τὰ ἕλκη ταχέως ἀναπληροῖ καὶ ἀπουλοῖ.

73 ἔρια οἰσυπηρὰ ἄριστα τὰ ἁπαλὰ καὶ τὰ ἀπὸ τοῦ [*](22 SIM. Pl. XXIX 33 sq. (e S. N.).) [*](22 EXC. Gal. XII 348 (unde Aet. I 159. Paul. Aeg. VII 3 s. v).) [*](1 πλέον HDi 2 παρατριβόμενον E 3 παίδων libri: correxi coll. D. eup. I 74 (131) 4 δὲ] τε E ἀψυδρακώτερον E: ἀψιδρακίωτον HDi 5 σκληρίαν E 6 πρός τε (om. καὶ) Di 8 τὰ om. E 9 κύστεως καὶ τρα- χήλου H: κύστιν καὶ τράχηλον Di: κύστεως τραχήλου E (corr. E2), cf. D. eup. I 164 (178) πρὸς δὲ τὰς τοῦ τραχήλου τῆς κύστεως διαιπέσεις καὶ νεύρων καὶ μη- νίγγων καὶ τὰς φλεγμονὰς ἁρμόζει βούτυρον 9 καὶ (alt.) om. E 10 καὶ (pr.) om. E 11 δὲ om. H ἐλαίου — ἀντὶ om. F: ἀντὶ στέατος καὶ ἐλαίου τὸ νεαρὸν καὶ πέμμασιν E 13 mg. add. περὶ λιγνύος βουτύρου Di 14 τὸ om. E ἅψας E πωματίσας E 15 κεραμεῷ om. FE στενὸν E: om. Di: gloss. delevi τὰ] τὸ Orib. 16 ὑποπόδας EOrib.: ὑπὸ ποδὸς Spr., ad rem cf. D. I 72, 4. Orib. ed. Dar. I 563 οἱ om. Q κρίβανοι Orib. 18 τοῦτο Orib. ὅσον βούλει πλῆθος Orib.E λάβης ἐθάλης E ἀπόσυραι F: ἀπόσυρον HDi: ἀπόσυρε πῶς ὁρε (superscr. σύρε mend. not.) Orib. 19 ξηραί- νειν καὶ om. Q, at cf. Dl virtus est siccatoria oculis, stiptica: ξηραίνεται γὰρ καὶ ἐποστύφει E 20 δὲ] τε καὶ E 21 ἀναπληροῖ καὶ ἀπουλοῖ ταχέως E ἀπου- λοῖ ταχέως Di: καὶ ἀπουλοῖ addidi coll. DI vulnera complet et cicatrices oculo- rum ad sanitatem perducit) [*](22 num. cap. σβ QDi: ογ E: DI οἰσυπηρὰ] ῥυπαρὰ Di, cf. Gal. XVIII A 697. XVIII B 524 καὶ om. E: fort. recte)

148
τραχήλου καὶ τῶν μηρῶν, ἁρμόζοντα ἐν ἀρχῇ πρὸς τραύματα, θλάσματα, ἀποσύρματα, πελιώματα, ὀστῶν κατάγματα βρεχόμενα ὄξει καὶ ἐλαίῳ ἢ οἴνῳ· δεκτικὰ γάρ ἐστι τῶν ἐμβρεγμάτων καὶ μαλακτικὰ διὰ τὸν οἴσυπον ποιεῖ καὶ πρὸς κεφαλαλγίαν καὶ στομάχου πόνους καὶ παντὸς ἄλλου τόπου σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ. τὰ δὲ κεκαυμένα ἔρια δύναμιν ἔχει θερμαντικήν, ἐσχαρωτικήν, ὑπερσαρκωμάτων σταλτικήν, ἀπουλωτικὴν ἑλκῶν, καίεται δὲ καθαρὰ διαξανθέντα ἐν ὠμῇ χύτρᾳ ὥσπερ τὰ λοιπά· τὸν δʼ αὐτὸν τρόπον καὶ κροκύδες καίονται θαλασσίας πορφύρας. τινὲς δὲ σὺν τῷ ῥύπῳ διαξάναντες τὰ ἔρια καὶ μέλιτι δεύσαντες καίουσιν ὡσαύτως.

2 ἄλλοι δὲ διαθέντες ὀβελίσκους ἐπὶ πλατύστομον κεραμεοῦν ἀγγεῖον, διεστῶτας ἀπʼ ἀλλήλων, καὶ ἐπιθέντες σχίδακας δᾳδίων ἰσχνάς καὶ ἐπάνω θέντες τὰ ἔρια διεξασμένα καὶ βεβρεγμένα ἐλαίῳ οὕτως ὥστε μὴ ἀποστάζειν, καὶ πάλιν σχίδακας καὶ ἔρια ἐναλλὰξ ἐπιτιθέντες, κούφως ἐκ τῶν δᾳδίων ὑφάπτουσι, καέντα δὲ αἴρουσι καὶ εἴτε λίπος ἢ πίττα ἐκ τῶν δᾳδίων ὑπορρεῖ συναναιροῦνται καὶ ἀποτίθενται. πλύνεται δὲ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐν κεραμεῷ κρατῆρι ὕδατος ἐπιχεομένου καὶ ταρασσομένου εὐτόνως ταῖς χερσί, καὶ μετὰ τὸ ἀποκαταστῆναι ἀποχεομένου τοῦ ὑγροῦ καὶ ἄλλου ἐπιχεομένου καὶ πάλιν ἀναταρασσομένου, καὶ τοῦτο γίνεται, ἄχρις ἂν προσαγόμενον τῇ γλώττῃ μὴ δάκνῃ, ποσῶς δὲ στύφῃ.