De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

70 γάλα κοινῶς μὲν πᾶν εὔχυμον, τρόφιμον, μαλακτικὸν κοιλίας, φυσητικὸν στομάχου καὶ ἐντέρων· ὑδαρέστερον μέντοι τὸ ἐαρινὸν τοῦ θερινοῦ, καὶ τὸ ἀπὸ χλωρᾶς νομῆς μᾶλλον μαλακτικὸν τῆς κοιλίας. ἐστι δὲ καλὸν γάλα τὸ λευκὸν καὶ ὁμαλὸν τῇ παχύτητι καὶ συστρεφόμενον, ἐπειδὰν ἐπισταγῇ ὄνυχι. τὸ δὲ αἴγειον ἧττον κοιλίας ἅπτεται διὰ τὸ τὰς αἶγας στυφούσῃ νομῇ τὸ πλεῖστον χρῆσθαι, σχίνῳ καὶ δρυὶ καὶ θαλλῷ καὶ τερεβινθίνη, ὅθεν καὶ εὐστόμαχον τυγχάνει. τὸ δὲ προβάτειόν ἐστι παχύ τε καὶ γλυκὺ καὶ λιπαρόν, οὐχ οὕτως δὲ εὐστόμαχον. τὸ μέντοι ὄνειον καὶ βόειον καὶ ἵππειον εὐκοιλιώτερα καὶ ταρακτικὰ γίνεται.

πᾶν δὲ γάλα κοιλίας καὶ στομάχου ἀνατρεπτικόν,2 ὅπου ἐστὶ νομὴ σκαμμωνία ἢ ἐλλέβορος ἢ λινόζωστις ἢ κληματίς, ὡς καὶ ἐν τοῖς Οὐεστίνοις ὄρεσιν ὑφ᾿ ἡμῶν ἱστόρηται· αἱ γὰρ αἶγες νεμόμεναι τοῦ λευκοῦ ἐλλεβόρου τὰ φύλλα αὐταί τε ἐμοῦσι κατὰ τὴν πρώτην ἀπόλαυσιν τῆς πόας καὶ τὸ γάλα ἀναλυτικὸν στομάχου καὶ ναυτίας ποιητικὸν κατασκευάζουσιν. [*](1 SIM. Pl. XXIX 91; D. eup. II 122 (321) — eup. I 74 (131).) [*](1 EXC. Gal. XII 365.) [*](5 SIM. Pl. XXVIII 123 sq. (e S. N.) cf. XI 236 sq.; Ruf. (ed. R. 314. 486. 491. 543).) [*](5 EXC. Gal. XII 263 sq. cf. VI 681; Aet. II 86 sq. Sim. S. s. v. (31 L.?.) [*](1 num. cap. ρ𝔮η QDi: ξη E 8 ὑπὸ] ἐπὶ E παιδίων E et D. eup. l s.: παίδων reliqui αὐτῶν post σίελον colloc. E: om. H) [*](5 num. cap. ρ𝔮θ QDi: ξθ E εὔχυλον E (εὔχυμον mg. add. E2) 6 φυσ- σικὸν H: φυσικὸν F 7 μᾶλλόν ἐστι Di ὑπακτικὸν E 8 τῆς om. Di 9 ὄνυχος H: ὄνυ(χ superscr.) F 11 νομῇ] πόᾳ E ἐπὶ τὸ πλεῖστον E: τὸ πλέον (post αἶγας colloc.) Di δρυὶ καὶ σχίνῳ EDi σχοίνῳ Q καὶ (alt.) om. E θαλλῷ F: θαλαττίω E (del. E2): θαλλίᾳ H: θαλίᾳ Di τερ- μίνθῳ Di: τερμινθίνη (η in ras.) E 13 τραχύ E (corr. E2) τε om. Q πάνυ λιπαρὸν EDi: πάνυ del. E2 οὕτω HDi 14 βόειον καὶ ὄνειον Di ἵππειον καὶ βόειον E εὐκοιλιότερον E καὶ ταρακτικὰ om. Q: ταρακτικό- τερον δὲ E, cf. Dl ventrem mollit, hominem turbat 15 γίνεται om. Di post γίνεται add. δὲ E2 (om. δὲ post πᾶν pos.) 16 σκαμμωνίας ἢ ἐλλεβόρου ἢ λινοζόστης ἢ κληματίτης E ἢ (pr.) om. F 17 ὥσπερ vulgo ἰουστίνοις libri: corr. nescio quis ἱστορεῖται Q 18 post αἶγες add. ἱστόρηνται E 19 αὐταί E2: αὗταί reliqui ἐκβλάστησιν αὐτῶν Di 20 ἀνατρεπτυτὸν Di κατασκευάζουσιν] γύνεται Di)

144
ἑψηθὲν δὲ πᾶν γάλα στεγνωτικὸν γίνεται κοιλίας, καὶ μάλιστα τὸ διαπύροις κόχλαξιν ἐξικμασθέν. κοινῶς δὲ δοκεῖ βοηθεῖν ταῖς ἐντὸς ἑλκώσεσι, μάλιστα δὲ βρόγχον, πνεύμονος, ἐντέρων, νεφρῶν, κύστεως, καὶ πρὸς τοὺς τῆς ἐπιφανείας κνησμούς, ἐξανθήματα, κακοχυμίας.

3 δίδοται δὲ νεαρὸν μετὰ μέλιτος ὠμοῦ καὶ ὕδατος ὀλίγου συνανακραθέντος, μειγνυμένων καὶ ἁλῶν. ἀφυσότερον δὲ γίνεται ἀποζεσθὲν ἅπαξ. τὰ δὲ τῆς κοιλίας μεθʼ ἑλκώσεως ῥεύματα μέχρι ἡμίσεως τοῖς κόχλαξιν ἑψηθὲν ὠφελεῖ.

ἔχει δὲ πᾶν γάλα παρεμπεπλεγμένον τὸν ὀρρόν, ὃς σχιζόμενος πρὸς κάθαρσιν εὐτονωτέραν ἁρμόζει, διδόμενος ἐφʼ ὧν δίχα δριμύτητος ἔκκρισιν βουλόμεθα ποιήσασθαι, ὡς ἐπὶ μελαγχολικῶν, ἐπιλημπτικῶν, λεπριώντων, ἐλεφαντιάσεως, ἐξανθημάτων τῶν περὶ ὅλον τὸ σῶμα.

4 σχίζεται δὲ τὸ γάλα ζεννύμενον ἐν καινῇ χύτρᾳ κεραμεᾷ καὶ κινούμενον κλάδῳ συκίνῳ νεοτμήτῳ, καὶ μετὰ τὸ ζέσαι δὶς ἢ τρὶς ἐπιρραίνεται ὀξυμέλιτος κύαθος πρὸς ἑκάστην κοτύλην τοῦ γάλακτος· οὕτως γὰρ διορίζεται ὁ ὀρρὸς τοῦ τυρώδους. δεήσει δὲ πρὸς τὸ μὴ ὑπερζεῖν τὸ γάλα ἐν τῇ ἑψήσει σπόγγῳ ἐκ ψυχροῦ συνεχῶς ἀποψᾶν τὸ χεῖλος τῆς χύτρας καὶ ξέστην ἀργυροῦν πλήρη ὕδατος ψυχροῦ καθιέναι. ποτίζεται δὲ ὁ ὀρρὸς ἐκ διαστήματος κατὰ κοτύλην μίαν ἄχρι πέντε κοτυλῶν, ἐν δὲ τοῖς μεταξὺ διαστήμασι περιπατείτωσαν οἱ πίνοντες.

5 ποιεῖ δὲ τὸ πρόσφατον γάλα καὶ πρὸς τοὺς ἀπὸ τῶν θανα [*](1 SIM. Pl. XXVIII 124 sq.; D. eup. II 48 (260) II 39 (253) II 102 (303) II 107 (305) I 123 (155).) [*](14 SIM Pl. XXVIII 126; Aet. II 90, cf. Gal. XII 266.) [*](24 SIM. Pl. XXVII 127; D. eup. II 152 (332) 154 (333) 153. 155. 151. 149. 148 (331) I 77 (132) II 53 (265).) [*](1 τῆς κοιλίας E 2 ἐξικμασθέν EDi: ἑψηθέν QDI 3 βοηθεῖν δοκεῖ E: καὶ ταῖς ἐντὸς ἐλκώσεσι βοηθετῖ Di 5 καὶ κακοχυμίας (ditt.) Di δὲ om. Di διʼ ὅλου νεαρὸν E μετὰ om. QE 6 ὠμοῦ συνανακραθέντος καὶ ὕδατος ὀλί γου παραπλακέντος E ὀλίγου post συνανακρ. colloc. Di ἀνακραθέντος Q 7 ἀφυσσώτερον QDi 8 ἄχρι E: ἄχρις Di 9 ἀφεψηθὲν E 10 mg. add. περὶ ὀρροῦ γάλακτος Di παραπεπλεγμένον EDi, τὸν om. Q: τὸν λεγό- μενον EDi ὅστις E 11 εὐτονωτερον (ω in ras.) E: εὐτονώτερπς γίνεται Di 12 ποιῆσαι Di 13 λέπρας EDi κκὶ ἐξανθημάτων Di 14 τῶν om. Q σχίζεται] mg. add. περὶ σχιστοῦ γάλακτος Di: nov. cap. (ο) inc. E τὸ om. Di: πᾶν vulgo 15 κεραμέα E: κερεμίᾳ reliqui (ut videtur) καὶ om. E κράδη συκίνη E 17 οὕτω HDi γὰρ add. E2 χωρίζεται E 19 περιψᾶν E 21 πότιζε δὲ τὸν ὀρὸν E 22 μίαν addidi ex E μέχρι E 23 πίνον- τες E: πιόντες reliqui 24 πρὸς τὸ πρόσφατον Q)

145
σίμων φαρμάκων δηγμοὺς καὶ πυρώσεις, ὡς κανθαρίδος ἢ πιτυοκάμπης ἢ βουπρήστεως ἢ σαλαμάνδρας ἢ ὑοσκυάμου ἢ δορυκνίου ἀκονίτου ἢ ἐφημέρου. πρὸς δὲ τοῦτο μάλιστα τὸ βόειον συμφέρει, ἰδίως ἁρμόζον, διακλύζεται δὲ καὶ πρὸς ἑλκώσεις στόματος καὶ παρισθμίων εἰς ἀναγαργάρισμα. ἰδίως δὲ τὸ ὄνειον διακλυζόμενον οὔλα καὶ ὀδόντας κρατύνει, τοὺς δὲ τῆς κοιλίας μεθʼ ἑλκώσεως ῥευματισμοὺς καὶ τεινεσμοὺς προβάτειον ἢ βόειον ἢ αἴγειον ἵστησιν ἑψηθὲν διὰ κοχλάκων. ἐγκλύζεται δὲ καὶ καθʼ ἑαυτὸ καὶ μετὰ πτισάνης ἡ χόνδρου χυλοῦ, ἱκανῶς πραῦνον τὴν τῶν ἐντέρων δῆξιν· ἐγκλύζεται καὶ μήτρᾳ εἱλκωμένῃ.

τὸ δὲ τῆς γυναικὸς γάλα γλυκύτατόν ἐστι καὶ τροφιμώτατον. 6 ὠφελεῖ δὲ θηλαζόμενον στομάχου δῆξιν καὶ φθίσιν, ἁρμόζει καὶ πρὸς λαγωοῦ θαλασσίου πόσιν. μιγὲν δὲ λιβανωτῷ λείῳ ἐνστάζεται τοῖς ἐκ πληγῆς αἱμαχθεῖσιν ὀφθαλμοῖς, καὶ ποδαγρικοὺς ὠφελεῖ σὺν κωνείῳ καὶ κηρωτῇ καταχριόμενον. ἄθετον δὲ πᾶν γάλα σπληνικοῖς, ἡπατικοῖς, τοῖς τὸ νευρῶδες πεπονθόσι, πυρέσσουσι, κεφαλαλγοῦσι, σκοτωματικοῖς, ἐπιλημπτικοῖς, εἰ μή ποτε καθάρσεως ἕνεκα προσφέροιτό τις, ὡς ὑποδέδεικται, τὸ σχιστόν. ἱστοροῦσι δέ τινες τὸ τῆς πρωτοτόκου κυνὸς γάλα ψιλοῦν τρίχας καταχρισθέν, καὶ θανασίμων φαρμάκων ἀντιφάρμακον εῖναι ποθὲν καὶ τεθνηκότων ἐμβρύων ἐκβόλιον.

[*](12 SIM. Pl. XXVII 72 sq. — D. eup. II 5 (288) Pl. XXVIII 72 — eup. II 38 (251) Pl. l. s. 75 — eup. II 156 (333) Pl. l. s. 74 — eup. I 38 (110) Pl. l. s. 72 — eup. I 235 (217) Pl. l. s. 74.)[*](17 SIM. Pl. XXVIll 130; D. eup. I 25 (106) — Pl. XXX 133. 123.)[*](20 EXC. Gal. XII 269.)[*](2 σαλαμάνδρας ἢ βουπρήστεως EDi ὑοσκυάμου libri: ἀρσενικοῦ Lac., at cf. D. eup. II 151 (332) 3 τούτοις E: fort. ταῦτα 5 στόματος E: στομάτων reliqui 7 βόιον ἢ προβάτιον E 8 ἑψηθέν τε E 9 δὲ] τε E πτισάνης χυλοῦ ἢ χόνδρου E 10 δὲ καὶ EDi 11 ἡλκωμένη QDi: ἑλκωθείσαι E: correxi 12 mg. add. περὶ γάλακτος γυναικός Di γλυκύτερόν ἐστιν καὶ τροφιμώτερον E 13 καὶ om. QE 14 καὶ] δὲ καὶ E θαλάσσίου λαγωοῦ E 15 φαρμαχ- θεῖσιν ἢ φοινιχθῆσιν E (del. et αἱμα superscr. E2) 16 ὠφελεῖ post καταχριόμενον transp. E κωνείῳ] κωνίω ἢ μηκωνίω E: μηκωνίῳ reliqui: μετὰ κωνείου D. eup. II 235 (217): cum cicuta Pl. XXVIII 74: correxi 17 τοῖς τὸ — κεφαλαλγοῦσι post ἐπιλημπτικοῖς colloc. Di 18 πάσχουσι Di πυρέσσουσι — ἐπιλημπτικοῖς om. E κεφαλαλγίαις F καὶ ἐπιλ. H 19 τις post ἕνεκα colloc. EDi προσφέροι F: προσφέρει HDi ὡς] οἷον E ὡς ὑποδὲδεικται post σχιστόν colloc. Di 22 φαρμάκων om. E εἶναι addidi)
146

71 τυρὸς νεαρὸς δίχα ἁλῶν ἐσθιόμενος τρόφιμος, εὐστόμαχος, εὐανάδοτος, σαρκῶν ποιητικός, κοιλίας μετρίως μαλακτικός, διαφέρων αὑτοῦ αὐτὸς παρὰ τὴν τοῦ γάλακτος φύσιν, ἀφ᾿ οὗ σκευάζεται. ἑψηθεὶς δὲ καὶ ἐκθλιβείς, εἶτα ὀπτηθεὶς σταλτικὸς γίνεται κοιλίας· ὠφελεῖ δὲ καὶ καταπλασσόμενος ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς καὶ ὑπώπια. ὁ δὲ νεοαλὴς ἀτροφώτερος ἐσθιόμενος, πρὸς καθαίρεσιν σαρκῶν ἐπιτήδειος, κακοστόμαχος, λυπῶν κοιλίαν καὶ ἔντερα. ὁ δὲ παλαιότερος κοιλίας σταλτικός, ὁ δὲ ἐξ αὐτοῦ ὀρρὸς κυνῶν τροφιμώτατος.

ἡ δὲ καλουμένη ἱππάκη τυρός ἐστιν ἵππειος, βρωμώδης καὶ πολύτροφος, ἀναλογῶν τῷ βοείῳ. ἔνιοι δὲ ἱππάκην ἐκάλεσαν τὴν ἵππειον πιτύαν.

72 βούτυρον σκευάζεται καλὸν ἐκ τοῦ λιπαρωτάτου γάλακτος· τοιοῦτον δέ ἐστι τὸ προβάτειον. γίνεται δὲ καὶ ἐκ τοῦ αἰγείου, ἐν ἀγγείοις κινουμένου τοῦ γάλακτος καὶ χωριζομένου τοῦ λίπους.

ἔχεται δὲ δυνάμεως μαλακτικῆς, ἐλαιώδους, ὅθεν κοιλίαν [*](1 SIM. [Hipp.] π. δ. II 51 (VI 554); π. δ. ὀ ν. 46 (169 K.) Pl. XXVIII 131 sq. (e N. S.) cf. XI 240 sq. D. eup. II 49 (263) I 29 (108) I 56 (119) II 8 (229).) [*](1 EXC. Gal. XII 269. VI 696. 765. Aet. Il 101 (e Gal.) cf. Sim. S. s. v. (104 L.)) [*](10 SIM Pl. XXVIII 131. 205 cf. Hipp.] π. ν. IV 51 (VII 584 L.); π. ἀ. ὑ. τ. 18 (61 K.)) [*](13 SIM. Pl. XXVIII 133 (e S. N.) — Pl. XXVIII 203 — D. eup. II 135 (326) Pl. XXVIII 160 — eup. I 74 (131) Pl. XXVIII 257 — Pl. XXVlII 190 — XXVIII 183 — eup. II 71 (285) Pl. XXVIII 252 — eup. II 52 (264) Pl. XXVIII 205 — eup. I 164 (178) 187 193) Pl. XXVIII 241 — eup. I 29 (108.) [*](13 EXC. Orib. XI s. v. (βούτυρον — λίπους, σννάγετει — χρῶ); Gal. XII 272 (unde Aet. II 104 Paul. Aeg. 3 s. v.), cf. Ps. Orib. de simpl. V 42.) [*](14 TEST. Gal. XII 272: θαυμάζω δʼ ὅπως ὁ Διοσκουρίδης ἐκ προβα- τείου φησὶν αὐτὸν (sc. τὸν β.) καὶ αἰγείου τὴν γένεσιν ἔχειν.) [*](1 num. cap. QDi: οα E: νη΄ DI τυρὸς δὲ E ἐσθιόμενος om. E) εὐνανάδοτος εὐστόμαχος E 3 διαφέρων — σκευάζεται om. E 5 καὶ om. HDi 6 ὀφθαλμῶν om. H νεοαλὴς F: νε///αλὴς E (2 litt. del. E2): νεαλὸς reliqui: caseus alitu (i. e. sallitus) DI, cf. D. eup. II 8 (229) ἀτροφώτερος E: εὐτροφώτερος reliqui: non tantum carnes replet DI 7 καὶ πρὸς Di 8 στα- τικός E 9 καὶ ὁ ἐξ HDi 10 mg. add περὶ ἱππάκης Di ἵππιος ἐστὶν τυρὸς E post βρωμώδης del. καὶ πολύγονος E2 ad rem cf. Pl. XXVIII 131 sextius eosdem effectus equino quos bubulo (sc. caseo) tradit 12 ad rem cf. D. II 75) [*](13 num. cap. οα QDi: οβ E: μθ΄ DI 15 ἀγγίω E 17 δὲ] γὰρ καὶ E μαλακτικῆς] γαλακτινῆς coni. Marc., at cf. Dl virtus est ei maloptica, Pl. l. s. na- tura eius adstringere, mollire κοιλίας Di)

147
τε ἐκλύει πλεῖον ποθὲν καὶ πρὸς τὰ θανάσιμα μὴ παρόντος ἐλαίου χρησιμεύει. μιχθὲν δὲ μέλιτι καὶ παρατριβὲν ὀδοντιάσεις ὠφελεῖ καὶ τοὺς τῶν οὔλων ὀδαξισμοὺς ἐπὶ παιδίων καὶ ἄφθας, ἔξωθεν δὲ καταπλασσόμενον εὔτροφον καὶ ἀψυδρακίωτον τηρεῖ τὸ σῶμα·

ποιεῖ καὶ πρὸς φλεγμονὰς καὶ σκληρίας 2 ὑστέρας τὸ μὴ δυσῶδες μηδὲ παλαιόν, καὶ πρὸς δυσεντερίας καὶ πρὸς κόλου ἕλκωσιν ἐγκλυζόμενον, πυοποιοῖς τε μείγνυται χρησίμως, καὶ μάλιστα ἐπὶ τῶν κατὰ τὰ νεῦρα καὶ μήνιγγας καὶ κύστεως τράχηλον τραυμάτων· τὸ δὲ αὐτὸ πληροῖ καὶ καθαίρει καὶ σαρκοῖ, καὶ τοὺς ὑπὸ ἀσπίδος δηχθέντας ἐπιτιθέμενον ὠφελεῖ, μείγνυται δὲ καὶ προσοψήμασιν ἀντὶ ἐλαίου τὸ νεαρὸν καὶ ἐν τοῖς πέμμασιν ἀντὶ στέατος.

συνάγεται δὲ καὶ λιγνὺς ἐκ τοῦ βουτύρου τὸν τρόπον 3 τοῦτον εἰς λύχνον καινὸν ἐγχέας τὸ βούτυρον ἅψον καὶ πωμάσας ἀγγείῳ κεραμεῷ, σωληνοειδεῖ στενῷ κατὰ τὰ ἄνωθεν, τρήματα δὲ ἐκ τῶν ὑπὸ πόδας ἔχοντι, ὥσπερ οἱ κλίβανοι, ἔα καίεσθαι. ὅταν δὲ ἀναλωθῇ τὸ πρῶτον βούτυρον, ἄλλο ἐπίχει καὶ ποίει τὸ αὐτό, ἕως ἂν ὅσον πλῆθος βούλει αἰθαλώσῃς, εἶτα ἀπόσυρε πτερῳ καὶ χρῶ. δύναμιν δὲ ἔχει εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ξηραίνειν καὶ ὑποστύφειν· ἐφίστησι δὲ τὰ ῥεύματα καὶ τὰ ἕλκη ταχέως ἀναπληροῖ καὶ ἀπουλοῖ.

73 ἔρια οἰσυπηρὰ ἄριστα τὰ ἁπαλὰ καὶ τὰ ἀπὸ τοῦ [*](22 SIM. Pl. XXIX 33 sq. (e S. N.).) [*](22 EXC. Gal. XII 348 (unde Aet. I 159. Paul. Aeg. VII 3 s. v).) [*](1 πλέον HDi 2 παρατριβόμενον E 3 παίδων libri: correxi coll. D. eup. I 74 (131) 4 δὲ] τε E ἀψυδρακώτερον E: ἀψιδρακίωτον HDi 5 σκληρίαν E 6 πρός τε (om. καὶ) Di 8 τὰ om. E 9 κύστεως καὶ τρα- χήλου H: κύστιν καὶ τράχηλον Di: κύστεως τραχήλου E (corr. E2), cf. D. eup. I 164 (178) πρὸς δὲ τὰς τοῦ τραχήλου τῆς κύστεως διαιπέσεις καὶ νεύρων καὶ μη- νίγγων καὶ τὰς φλεγμονὰς ἁρμόζει βούτυρον 9 καὶ (alt.) om. E 10 καὶ (pr.) om. E 11 δὲ om. H ἐλαίου — ἀντὶ om. F: ἀντὶ στέατος καὶ ἐλαίου τὸ νεαρὸν καὶ πέμμασιν E 13 mg. add. περὶ λιγνύος βουτύρου Di 14 τὸ om. E ἅψας E πωματίσας E 15 κεραμεῷ om. FE στενὸν E: om. Di: gloss. delevi τὰ] τὸ Orib. 16 ὑποπόδας EOrib.: ὑπὸ ποδὸς Spr., ad rem cf. D. I 72, 4. Orib. ed. Dar. I 563 οἱ om. Q κρίβανοι Orib. 18 τοῦτο Orib. ὅσον βούλει πλῆθος Orib.E λάβης ἐθάλης E ἀπόσυραι F: ἀπόσυρον HDi: ἀπόσυρε πῶς ὁρε (superscr. σύρε mend. not.) Orib. 19 ξηραί- νειν καὶ om. Q, at cf. Dl virtus est siccatoria oculis, stiptica: ξηραίνεται γὰρ καὶ ἐποστύφει E 20 δὲ] τε καὶ E 21 ἀναπληροῖ καὶ ἀπουλοῖ ταχέως E ἀπου- λοῖ ταχέως Di: καὶ ἀπουλοῖ addidi coll. DI vulnera complet et cicatrices oculo- rum ad sanitatem perducit) [*](22 num. cap. σβ QDi: ογ E: DI οἰσυπηρὰ] ῥυπαρὰ Di, cf. Gal. XVIII A 697. XVIII B 524 καὶ om. E: fort. recte)

148
τραχήλου καὶ τῶν μηρῶν, ἁρμόζοντα ἐν ἀρχῇ πρὸς τραύματα, θλάσματα, ἀποσύρματα, πελιώματα, ὀστῶν κατάγματα βρεχόμενα ὄξει καὶ ἐλαίῳ ἢ οἴνῳ· δεκτικὰ γάρ ἐστι τῶν ἐμβρεγμάτων καὶ μαλακτικὰ διὰ τὸν οἴσυπον ποιεῖ καὶ πρὸς κεφαλαλγίαν καὶ στομάχου πόνους καὶ παντὸς ἄλλου τόπου σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ. τὰ δὲ κεκαυμένα ἔρια δύναμιν ἔχει θερμαντικήν, ἐσχαρωτικήν, ὑπερσαρκωμάτων σταλτικήν, ἀπουλωτικὴν ἑλκῶν, καίεται δὲ καθαρὰ διαξανθέντα ἐν ὠμῇ χύτρᾳ ὥσπερ τὰ λοιπά· τὸν δʼ αὐτὸν τρόπον καὶ κροκύδες καίονται θαλασσίας πορφύρας. τινὲς δὲ σὺν τῷ ῥύπῳ διαξάναντες τὰ ἔρια καὶ μέλιτι δεύσαντες καίουσιν ὡσαύτως.

2 ἄλλοι δὲ διαθέντες ὀβελίσκους ἐπὶ πλατύστομον κεραμεοῦν ἀγγεῖον, διεστῶτας ἀπʼ ἀλλήλων, καὶ ἐπιθέντες σχίδακας δᾳδίων ἰσχνάς καὶ ἐπάνω θέντες τὰ ἔρια διεξασμένα καὶ βεβρεγμένα ἐλαίῳ οὕτως ὥστε μὴ ἀποστάζειν, καὶ πάλιν σχίδακας καὶ ἔρια ἐναλλὰξ ἐπιτιθέντες, κούφως ἐκ τῶν δᾳδίων ὑφάπτουσι, καέντα δὲ αἴρουσι καὶ εἴτε λίπος ἢ πίττα ἐκ τῶν δᾳδίων ὑπορρεῖ συναναιροῦνται καὶ ἀποτίθενται. πλύνεται δὲ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐν κεραμεῷ κρατῆρι ὕδατος ἐπιχεομένου καὶ ταρασσομένου εὐτόνως ταῖς χερσί, καὶ μετὰ τὸ ἀποκαταστῆναι ἀποχεομένου τοῦ ὑγροῦ καὶ ἄλλου ἐπιχεομένου καὶ πάλιν ἀναταρασσομένου, καὶ τοῦτο γίνεται, ἄχρις ἂν προσαγόμενον τῇ γλώττῃ μὴ δάκνῃ, ποσῶς δὲ στύφῃ.

74 οἴσυπος δὲ λέγεται τὸ ἐκ τῶν οἰσυπηρῶν ἐρίων λίπος, ὃν σκευάσεις οὕτως· λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρὰ ἔκπλυνον μὴ ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι, ἅμα ἐκθλίβων πᾶσαν τὴν ῥυπαρίαν, ἣν βαλὼν εἰς κρατῆρα πλατύστομον καὶ ἐπιχέας ὕδωρ [*](24 SIM. Pl. XXIX 35 sq. (e S. N.).) [*](24 EXC. Aet. II 120 cf. Gal. XII 309.) [*](24 TEST. Aet. II 120: σκευάζεται δέ, ὥς φησι Διοσκουρίδης, οἴσυπος τὸν τρόπον τοῦτον κτλ.) [*](1 τὰ τραύματα E 2 κατάξεις E βρεχόμενα δὲ E 4 κεφλαλγίας E 5 post ῥοδίνῳ add. ἐπιτιθέμενον Di 6 mg. add. περὶ ἐρίων κεκαυμένων Di ἐσχαρωτικὴν καθαιρετικὴν καὶ θερμαντικὴν/// (3 litt. eras. E2) σταλτικήν E θερμαντικήν addidi ex EDl, cf. Gal. XII 348 καυθέντα δὲ δύναμιν ἔχει δριμεῖάν τε καὶ θερμὴν ἅμα λεπτομερείᾳ 8 τὸν αὐτὸν δὲ E 11 διατιθέντες E πλατὺ QE: πλατυστόμου κεραμεοῦ ἀγγείου Di, cf. Blaß Gr. d. N. 137 12 ἐπιθέντες E: ἐπιτιθέντας HDi: ἐπιτεθέντας F 14 ὡς E σχίζας E 15 τιθέντες Di κούφως ὑφάπτουσιν ἐκ E 16 ἀπερρύη E 17 ὑποτίθενται F ἀποπλύνε- ται E 18 κεταρασσοκένου Q (ut videtur) Di (dittogr) 20 καὶ (alt.) om. E ἀναταράσσεται E (σομένου superscr. E2) 20 τοῦτο γίνεται EDi: τούτου γινο- μένου Q 21 ἄχρι E γλώσσῃ E δάκνει F) [*](22 num. cap. σγ QDi: E: να΄ DI 23 ὅν QDi: om. E σκεύασις οὕτως E: κατασκευάσεις Di μαλακὰ καὶ Q (dittogr) 24 μὴ add. Marc. ἐκ- πλύνων E τὴν om. Q 25 σαπρίαν E)

149
ἀνάχει ἀρυτῆρι ῥαγδαίως, ἕως ἂν ἀφρίσῃ, ἢ ξύλῳ ἀνατάρασσε εὐτόνως, μέχρις ἂν ὁ πολὺς ἀφρὸς καὶ λιπαρὸς συλλεγῇ· εἶτα κατάρραινε θαλάσσῃ, καὶ ὅταν καταστῇ τὸ ἐπινηχόμενον λίπος, ἀναλάμβανε εἰς ἕτερον κεραμεοῦν ἀγγεῖον, ἐπιχέας τε ὕδωρ εἰς τὸν κρατῆρα πάλιν τάρασσε καὶ κατάρραινε τῇ θαλάσσῃ τὸν ἀφρὸν καὶ ἀναλάμβανε, καὶ τὸ αὐτὸ ποίει, ἄχρι ἂν μηκέτι ἀφρὸς ἐφιιστῆται δαπανηθέντος τοῦ λίπους.

τὸν μέντοι ἀνῃρημένον 2 οἴσυπον τῇ χειρὶ μαλάξας παραχρῆμα ἀναιροῦ, εἴ τινα ἔχει ἀκαθαρσίαν, στραγγίζων τὸ πρῶτον ὕδωρ καὶ ἄλλο ἐπιχέων καὶ κινῶν τῇ χειρί, ἄχρι ἂν οὗ καθαρὸς καὶ λευκὸς φανῇ, οὕτως τε ἀποτίθεσο ἐν ἀγγείῳ κεραμεῷ· ἐν ἡλίῳ δὲ θερινῷ γινέσθω πάντα. ἔνιοι δὲ διηθήσαντες τὸ λίπος πλύνουσιν ἐν ὕδατι ψυχρῷ, ταῖς χερσὶν ἀνατρίβοντες ὡς τὴν κηρωτὴν αἱ γυναῖκες· γίνεται δὲ ὁ τοιοῦτος λευκότερος.

οἱ δὲ πλύναντες 3 τὰ ἔρια καὶ ἐκθλίψαντες τὸν ῥύπον ἕψουσι μεθʼ ὕδατος ἐν λέβητι πυρὶ κούφῳ, καὶ τὸ ἐφιστάμενον λίπος ἀφαιροῦντες πλύνουσιν ὕδατι, ὥσπερ εἴρηται, καὶ διυλίσαντες εἰς λοπάδιον κεραμεοῦν ἔχον ὕδωρ θερμὸν λινῷ τε ῥάκει περιπωμάσαντες τιθέασιν ἐν ἡλίῳ, μέχρι ἂν αὐταρκῶς παχὺς γένηται καὶ λευκός· ἔνιοι δὲ διὰ δύο ἡμερῶν ἀποχέοντες τὸ πρῶτον ὕδωρ ἄλλο ἐπιχέουσιν. ἐστι δὲ βελτίων ὁ ἀστρούθιστος καὶ λεῖος, ὄζων ἐρίων οἰσυπηρῶν, ἀνατριβόμενός τε μεθʼ ὕδατος ψυχροῦ ἐν μύακι καὶ λευκαινόμενος καὶ οὐδὲν ἔχων ἐν ἑαυτῷ σκληρὸν ἢ συνεστηκὸς ὥσπερ ὁ δολιζόμενος κηρωτῇ ἢ στέατι.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, πληρωτικὴν ἑλκῶν, μαλακτικήν, 4 [*](26 SIM. Pl. XXX 113 — Pl. XXX 69. XXIX 37. D. eup. I 221 209), ubi οἴσυπον pro ὕσσωπον leg. — D. eup. II 78 (290) — Pl. XXX 107. XXIX 37 D. eup. I 217 (208) — Pl. XXIX 36 D. eup. I 46 (115) — Pl. XXIX 115.) [*](1 ἀρυτῆρι Di: ῥυπτῆρι QE post ἀρυτῆρι add. ταράσσων Di, ad rem cf. Aet. l. s. ἀνατάρασσε λαμβάνων ἐκ τοῦ ὑγροῦ ποτηρίῳ ἢ ἑτέρῳ τινὶ καὶ ἐξ ὑφη- λοῦ καταράσσων, ἕως ἄν ἀφρίσῃ ῥαγδαίῳ Q 2 λιπαρὸς F : ῥυπαρὸς HDi: ὁυπαρὸς ἢ λιπαρὸς E 3 κατάραναι θαλάττῃ E ὅταν EDi: ὅτε H (de F nihil enotavi) 4 ἀγγεῖον κεραμεοῦν E 5 τάραττε E θαλάττῃ E 6 μέχρι ἂν E: ἄχρις ἂν HDi 7 ἀναιρεθέντα E 8 παραχρῆμα ἀνακόψας E 9 ἐκστραγγίζοιν E 10 ἄχρι ὅτου E: ἄχρις ἂν HDi post οὗ add. e cap. 73 προσαγόμενος (προσαπτόμενος E) τῇ γλώττῃ μή δάκνῃ, ποσῶς δὲ στύφῃ E (del. E2) HDi λιπαρός τε καὶ καθαρὸς (καὶ κ. om. Di) καὶ λευκὸς HDl: λευκὸς καὶ λιπαρὸς Aet. 11 τε E: δὲ reliqui ἀποτιθέσθω Q εἰς ἀγγεῖον κεραμεοῦν Di θερμῷ libri: θερινῷ Aet.: correxi Sarac. duce 12 ἐν om. E: fort. recte 17 προείρηται E 18 θερμὸν ὕδωρ E 19 μέχρι ἂν FE: μέχρις ἂν reliqui παχὺς καὶ λευκὸς E 20 ἀποχέαντες E 21 ἄλλα F ἀστρούθευτος E 23 καὶ (pr.) delevi: om. E μηδὲν E 24 συνεστραμμένον EAet. ζύμῃ Aet. 25 πληρωτυκὴν om. FE: plerotica vulnerum Dl)

150
καὶ μάλιστα τῶν περὶ δακτύλιον καὶ ὑστέραν σὺν μελιλώτῳ καὶ βουτύρῳ, καὶ ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα ἐν ἐρίῳ προστιθέμενος ἄγει, πρός τε τὰ ἐν ὠσὶ καὶ αἰδοίῳ σὺν χηνείῳ στέατι. ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς περιβεβρωμένους κανθούς καὶ ψωρώδεις καὶ βλέφαρα τετυλωμένα καὶ τριχορροοῦντα.

καίεται δὲ ἐπ ὀστράκου καινοῦ, 5 μέχρι ἂν τεφρωθὲν ἀποβάλῃ τὸ λίπος· συνάγεται δὲ καὶ λιγνὺς ἐξ αὐτοῦ, ὡς ὑπεδείξαμεν (I 68), ἁρμόζουσα πρὸς τὰ ὀφθαλμικά.

75 πιτύα λαγωοῦ ἁρμόζει λαμβανομένη σὺν οἴνῳ ὁλκὴ τριωβόλου πρὸς θηριοδήκτους καὶ κοιλιακοὺς καὶ δυσεντερικοὺς καὶ πρὸς ῥοικὰς γυναῖκας καὶ πρὸς αἷματος θρόμβωσιν καὶ ἀναγωγὰς τὰς ἐκ θώρακος, προστιθεμένη δὲ μετὰ τὴν κάθαρσιν τῇ μήτρᾳ μετὰ βουτύρου συλλήψει συνεργεῖ, ποθεῖσα δὲ μετὰ τὴν ἄφεδρον ἀτόκιόν ἐστιν. ἡ δὲ τοῦ ἵππου, ὐπʼ ἐνίων δὲ ἱππάκη καλουμένη, ἰδίως ἁρμόζει ἐπὶ κοιλιακῶν καὶ δυσεντερικῶν.

2 ἐρίφου δὲ καὶ ἀρνὸς καὶ νεβροῦ καὶ δορκάδος καὶ πλατυκέρωτος καὶ δόρκου καὶ ἐλάφου καὶ μόσχου καὶ βουβάλου ὁμοίαν ἔχουσι δύναμιν, ἁρμόζουσαν πρὸς ἀκονίτου πόσιν σὺν οἴνῳ λαμβανόμεναι καὶ πρὸς γάλακτος θρόμβωσιν μετʼ ὄξους. ἡ δὲ τοῦ νεβροῦ ἰδίως μετὰ τὰς καθάρσεις προστεθεῖσα ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ἀτόκιόν ἐστιν. ἡ δὲ τῆς φώκης ἔοικε κατὰ τὴν δύναμιν τῷ καστορίῳ, δοκεῖ δὲ ἁρμόζειν μάλιστα ἐπιλημπτικοῖς καὶ ὑστερικαῖς πνιξὶ πινομένη.

3 δοκιμάζεται δέ, εἰ ἔστι φώκης, τὸν τρόπον [*](9 SIM. Pl. XI 239; schol. Nic. Th. 577 — Nic. Th. l. s. D. eup. I 114 (314) Pl. XXVllI 154 — eup. II 49 (263) Pl. XXVIII 204 — eup. II 82 (294) — eup. II 159 (335) — Pl. XXVIII 239. 194 eup. I 210 (204) — eup. II 91 (297) Pl. XXVIII 248 — eup. II 95 (299) — Pl. XXVIII 205 — eup. II 137 (327) — eup. II 159 (335) Pl. XXX 135 — eup. l 95 (299) — eup. I 18 (103) — eup. II 88 (296).) [*](9 EXC. Gal. XII 274 (═ Aet. II 105 Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 καὶ (pr.) om. Di 3 τὰς E: dolorem aurium et beretri curat DI ἐν αἰδοίῳ καὶ, ὠσὶν E fort. στέατι ἁρμόζει 4 πρὸς] εἰς EDi 6 μέχρι F: κέχρις HDi: μέχρη (om. ἂν) E τεφρωθὲν] πυροθεὶς E: πυρωθὲν Aet.) [*](9 num. cap. οδ Di: οε E: νβ΄ DI πυτία E λαμβανομένη addidi ex E ὄξει ἢ οἴνῳ E ὁλκὴ τριοβόλον Ε 11 πρὸς (pr.) om. E πρός τε αἵματος (om. καὶ) Di θρόμβους E 12 δὲ E: τε reliqui τὸν addidi 13 βοηθεῖ E post δὲ add. φθείρει ἔμβρυα HDi μετὰ δὲ Di 14 ἀτόκιος HDi nov. cap. (ο𝔮) inc. E: νγ΄ Dl ad rem cf. D. II 71 δὲ om. HDi ἱππιακὴ E 15 κοιλιακοῖς δυσεντερικοιε (om. ἐπὶ) H ab ἐρίφου cap. οζ inc. E: νδ΄ DI πιτύα ἐρίφου καὶ ἀρνοῦ E 16 καὶ (quart.) om. E πλετυκέρατος E 20 ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς E 21 ab ἡ δὲ cap. οη inc. E: νε΄ DI κατὰ δύναμιν ἔοικε E τῷ om. HEDi 22 ὑστερικαῖς καὶ ἐπιλημπτικοῖς πινομένη E)

151
τοῦτον· λαβὼν πιτύαν ζῴου τινός, μάλιστα δὲ ἀρνός, καὶ ἐπιχέας ὕδωρ ἔασον βραχὺν χρόνον, καὶ μετὰ ταῦτα ἐπίχει τὸ ἀπόβρεγμα κατὰ τῆς πιτύας τῆς φώκης· ἡ γὰρ ἀληθινὴ ἐξυδατοῦται ταχέως, ἡ δὲ μὴ τοιαύτη διαμένει ὁμοία. λαμβάνεται δὲ ἐκ τῆς φώκης πιτύα μηδέπω δυναμένων τῶν σκύμνων νήχεσθαι. κοινῶς δὲ πᾶσα πιτύα πήσσει μὲν τὰ διαλελυμένα, λύει δὲ τὰ συνεστῶτα.