De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

4 βοηθοῦσι δὲ καὶ ναυτίαις σὺν ψυχρῷ ὕδατι πινόμεναι καὶ καρδιωγμοῖς καὶ ἐμπνευματικοῖς ἡπατικοῖς τε καὶ ἰκτερικοῖς καὶ νεφριτικοῖς. ἐναφεψηθεῖσαι δὲ ὕδατι καὶ πυριαθεῖσαι εἰς ἐγκάθισμα φλεγμονὰς μήτρας ἰῶνται· ποιοῦσι καὶ πρὸς τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς μυδήσεις τῶν βλεφάρων, στύφουσαι καὶ δασύνουσαι τὰς βλεφαρίδας, καθύγροις τε σώμασι διάπασμα· μείγνυνται δὲ καὶ ἀντιδότοις. ἀποτίθενται δὲ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐν ἀγγείῳ καινῷ ἀκωνήτῳ λειοτριβηθεῖσαι σὺν οἴνῳ καὶ ἀναπλασθεῖσαι.

8 ἡ δὲ Κελτικὴ νάρδος γεννᾶται μὲν ἐν ταῖς κατὰ Λιγυρίαν Ἄλπεσιν, ἐπιχωρίως ὠνομασμένη σαλιούγκα· γεννᾶται [*](11 SIM. Cels. III 21 (107, 11) O. eup. II 112 (311) — Alex. Tr. I 214 — eup. II 58 (270) — II 56 (267) — eup. II 115 (315) Cels. V 23, 1. 2. Nic. Th. 937 Al. 307. 402.) [*](22 SIM. Pl. XII 45; XXI 43; XXI 135 (e S. N).) [*](22 EXC. Orib. XII s. v. (ἡ δὲ — πλήρης); Gal. XII 85; Isid. XVII 9, 3 (e D. lat.).) [*](1 σαπφαρητικὴ Orib. post Σαμφ. add. σφόδρα κολοβή Di χωρίου Di 2 μεγαλόσταχυς om. H λευκοτέρα DlOrib.: λευκότερον reliqui μέσον suspectum: fort. μεσόκοιλον cf. D I 11 3 ὑπεντραγίζοντα Orib. 4 ἀποβεβρεγμένη] ἡ ἔκπλυτος ὀνομαζομένη Gal. XIV 74 5 τὸν νοῦν Da: τονοῦν H 6 δολοῦσι HOrib. στίμμι vel στίμι libri 7 φοινικίνου FOrib.Di: φοινικίου HDa corr. Spr. coll. D. V 40 8 πηλὸς ταῖς ὁίζαις Orib. 9 χωρίζοντα libri: correxi 12 ἱστῶσι H 14 ἐμπνευματουμένοις Di 16 φλεγμονὰς τὰς ἐν μήτρᾳ Da: τὰς ἐν μήτρᾳ φλεγμονὰς Spr. 19 διάσπασμα F cf. Pl. XIII 19. XXI 77 Theophr. de od. 57 Orib. II 456 ἀποτίθεται Orib.DiDa 20 ἀκωνήτῳ scripsi: ἀκονίτῳ libri: ἀκώνιτον vel ἀκώνητον Orib. λειοτριβηθεῖσα — ἀναπλασθεῖσα Orib. 22 num. cap. QDi: ζ΄ Dl μὲν καὶ Orib. 23 ἄλσεσιν H ὀνομαζομένη Orib. ἀλιούγγια HDa: ἀλιούγκα FDi: γαλίον Orib. (ἀλιούγχα in mg. corr. Ο2): saliunca Pl. XXI 43 cf. Scrib. L. 258: γάλλικα haud recte coni. Marc.)

13
δὲ καὶ ἐν τῇ Ἰστρίᾳ. ἔστι δὲ θαμνίσκος μικρὸς σὺν ταῖς ῥίζαις εἰς δέσμας ἀναλαμβανόμενος χειροπληθεῖς, ἔχει δὲ φύλλα ἐπιμήκη, ὑπόξανθα, ἄνθος μήλινον. μόνων δὲ τῶν καυλῶν ἐστι καὶ τῶν ῥιζῶν ἡ χρῆσις καὶ ἡ εὐωδία, ὅθεν δεῖ πρὸ μιᾶς ἡμέρας καταρράναντας ὕδατι τὰς δέσμας καὶ χωρίζοντας τὸ γεῶδες τιθέναι ἐπ᾿ ἐδάφους νοτεροῦ προυποκειμένου χαρτίου, τῇ δὲ ὑστεραίᾳ καθαίρειν· οὐ γὰρ συναποκαθαίρεται τῷ ἀχυρώδει καὶ ἀλλοτρίῳ τὸ εὔχρηστον διὰ τὴν ἐκ τῆς ἰκμάδος εὐτονίαν.