De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

126 μορέα ἢ συκάμινον δένδρον ἐστὶ γνώριμον, οὗ ὁ καρπὸς λυτικὸς κοιλίας, εὔφθαρτος, κακοστόμαχος. καὶ ὁ ἐξ αὐτοῦ δὲ χυλὸς τὰ αὐτὰ δρᾷ, ἑψηθεὶς δὲ ἐν χαλκώματι ἢ ἡλιασθεὶς στυπτικώτερος γίνεται. μιγέντος δὲ αὐτῷ ὀλίγου μέλιτος ποιεῖ πρὸς ῥεύματα καὶ νομὰς καὶ παρίσθμια φλεγμαίνοντα ἐπιτείνεται δὲ καὶ ἡ δύναμις αὐτοῦ παραμιγείσης στυπτηρίας σχιστῆς καὶ κηκίδος καὶ κυπέρου καὶ σμύρνης καὶ κρόκου, ἔτι δὲ καὶ μυρίκης καρποῦ καὶ ἴριδος καὶ λιβανωτοῦ. τὰ δὲ ἄωρα μόρα ξηρά κοπέντα ἀντὶ ῥοὸς τοῖς ὄψοις μείγνυται καὶ κοιλιακοὺς ὀνίνησιν.

ὁ δὲ τῆς ῥίζης φλοιὸς συνεψηθεὶς ὕδατι καὶ 2 ποθεὶς κοιλίαν λύει καὶ πλατεῖαν ἕλμινθα ἐκτινάσσει καὶ τοῖς ἀκόνιτον πεπωκόσι βοηθεῖ. τὰ δὲ φύλλα λεῖα σὺν ἐλαίῳ καταπλασθέντα πυρίκαυτα ἰᾶται, ἑψηθέντα δὲ ἐν ὀμβρίῳ ὕδατι σὺν [*](8 SIM. [Hipp] π. δ. II 55 (562); Diphil. Ath. II 51 f.), Pl. XXIII 134 sq. (e S. N.), unde Garg. M. 196, 14 R — Diphil. . s. Pl. XXIII 135 — D. eup. I 85 (136) Pl. 136 cf. Gal. XII 910. 928. 0rib. V 143. Aet. VIII 42. 43.) [*](8 EXC. Gal. XII 8 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s v) cf. Gal. VI 584.) [*](15 TEST. Gal. XIX 135: τὰ ἐκ τῆε σνκαμίνου μόρυ τὰ ἄωρα ξηρανθέντα καί κοπέν τα τοῖς ὄψοις ἐπιπάττεται καθάπερ καὶ ὁ κυρίως ὀνομαζόμενος ῥοῦς, ὡς καὶ ὁ Διο σκ ουρ ιδης ἐν τῶ πρύτῳ περὶ ὕλης λέγει.) [*](15 SΙΜ. Pl. XXIII 135 — Pl. 140 — Diph. . s. D. eup. II 66 (281) Pl. 135. Alex. Tr. II 594— Pl. 135 eup. II 137 (327) — Pl. 140 eup. I 178 (186) — Pl. 135 — Pl. 135 eup. II 121 (319) — Pl. 140 eup. I 69 (127)— Pl. 139 eup. I 71 (129) — eup. I 149 (170) — Pl. 135. 140.) [*](1 ἔστι κακοστόμαχα Di πινόμενα HDi: καταπινόμενα F (κατα e dittogr. natum) 3 καέντα Di ἀξουγγίου Di 4 ἐπιχρισθέντα Di 5 δὲ καὶ H κελὑφη om. F καὶ om. F 6 τὰ γλαυκώ(ό H) φθαλμα τῶν παιδίων Q ἐπὶ addidi post παιδίων habet μελαίνει τὰς κόρας Di τὰς κόρας] τοὺς ὁχθαλμοὺς Q (i. e. gloss. in text. recept.) τρίχα F 7 ἐπι- βρεχομένου Di) [*](8 num. cap. ρκq QDi: ρλή Dl ἡ συκάμι (ν superscr.) F (μορέα σικαμι (ν superscr.) ind.): ἤ συκαμινέα reliqui: quam multi sicaminum dicunt Dl, cf. Diph. l. s. οὗ] ἧς Di 9 λυτκὸς κοιλας] cf. Dioclis frg. 140 κακοστόμαχος] εὐστόμαχα Diph. 14 σχιστῆς] λευκῆε F καὶ κυπέρου om. HDi: qui peru Dl 16 μῶρα F 18 ἔλιν HDi)

116
ἀμπέλου καὶ συκῆς μελαίνης φύλλοις βάπτει τρίχας. ὁ δὲ χυλὸς τῶν φύλλων φαλαγγιοδήκτοις ἀρήγει ποθεὶς κυάθου πλῆθος, τοῦ φλοιοῦ δὲ καὶ τῶν φὑλων τὸ ἄφ έψημα διάκλυσμα εὔθετόν ἐστιν ὀδονταλγίας. ὁπίζεται δὲ περὶ τὸν πυραμητὸν τῆς ῥίζης περιορυχθείσης καὶ ἐκκοπείσης· εὑρίσκεται γάρ τῇ ὑστεραίᾳ ἐπίπαγός τις, ὅς πρός τε ὀδονταλγίας ποιεῖ καὶ φύματα διαφορεῖ καὶ κοιλίαν καθαίρει.

127 συκόμορον. ἔνιοι δὲ καὶ τοῦτο συκάμινον καλοῦσι. καλεῖται δὲ καὶ ὁ ἀπʼ αὐτοῦ καρπὸς συκόμορον διὰ τὸ ἄστομον τῆς γεύσεως. δένδρον δέ ἐστι μέγα, ὅμοιον συκῇ, πολύοπον σφόδρα, τοῖς φύλλοις ἐοικὸς μορέᾳ. φέρει δὲ καρπὸν τρὶς ἢ τετράκις τοῦ ἔτους, οὐκ ἀπὸ τῶν ἀκρεμόνων ὡς ἐπὶ τῆς συκῆς, ἀπὸ δὲ τοῦ στελέχους, ὅμοιον ἐρινεῷ, γλυκύτερον ὀλύνθου, οὐκ ἔχοντα δὲ κεγχραμίδας μηδὲ πεταινόμενον δίχα τοῦ ἐπικνισθῆναι ὄνυχι ἥ σιδήρῳ.

2 φύεται δὲ πλεῖστον ἐν Καρίᾳ καὶ ἐν Ῥόδῳ καὶ ἐν τοῖς οὐ πολυπύροις τόποις. βοηθεῖ δὲ ἐν ταῖς σιτοενδείαις διὰ τὸ διηνεκὲς τοῦ καρποῦ· ἔστι δὲ εὐκοίλιος ὁ καρπός, ἄτροφ ος, κακοστόμαχος. ἀπίζεται δὲ τὸ δένδρον πρὶν καρποφορεῖν ἔαρος τοῦ φλοιοῦ ἐξ ἐπιπολῆς λίθῳ θλωμένου βαθύτερον γὰρ θλασθεὶς οὐδὲν ἀνίησι. συλλέγεται δὲ σπόγγῳ [*](8 SIM. Theophr h. pl. IV 2, 1 sq. (Iunde Pl. XIII 56 sq.); de caus. pl. V 2, 4, Strab. XVII 823; Diod. I 84; Ath. II 51 bc; cf. lsid. XVII 7, 20.) [*](8 EXC. Orib. XII s. v. (συκόμορον — προερημένοις); Paul. Aeg. VII 3 s. v. cf. Gal. Vl 616 (unde Aet. I s. v.).) [*](3 ἀπόζεμα Di 4 ὀδοντμλγίαις libri (ut videtur): correxi 6 τις om. F δστιε Q 7 in fine cap. Samb. aliena e cod. nescio quo add. δοκεἷ δὲ εἷναι καί τινα μόρα ἄγρια παραπλήσια τῷ χαμμιβάτῳ, στυπτικαώτερα δέ, ὧν ὁ ὀπὸς ἧττον τερηδονίζεται, κατάντλημα φλεγμονῶν καὶ ἐπουλωτικὸν τοῦ φάρυγγος, πλνηω σαρκωτικόν. φύεται ἐν πολυσκίοιε καὶ ψυχροῖς τόποις) [*](8 num. cap. ρκζ QDi: ρλθ΄ Dl tit. περὶ σικυμορέας F : περὶ σνκομόρου HDi συκόμορον Drib. 9 ἄστομ?? F : ἄτονον reliqui, ad rem cf. Gal. VI 616 10 δὲ om. Η πολύκομον (κομον in ras.) HDi: πολύοπον δὲ τὸ δένδρον σφόρα ἐστί Theophr. l. s. 11 φέρον δὲ Οrib. γ΄ ἤ δ΄ Οrib.F : κκὶ τοῦθʼ οἱ μὲν τρὶς οἱ δὲ πλεονάκιε φασὶ γίννοθαι 12 ἢ] καὶ Di 13 ἐρίνω F, ad rem cf. Theophr. l. s. de caus. pl. V 2, 4 ὀλύνθων Di 14 οὐκ] μὴ Orib. 15 ἢ om. F post Καρίᾳ gloss. in text. recep. 0rib. ἐρινεὸς ἄρσενικῶς ἡ ἀγρία συκῆ παρὰ τὸ ἐριστικὸν εἶναι τὸ δένδρον καὶ τοἷς λίθοις καὶ πέτραις ἐπαναβλαστάνειν (Π 746 D.) 16 ἐν (alt.) om. Drib.Di οὐ om. F πολυπόροις Οrib. δὲ] γὰρ 0rib. 17 σιτοενδείαις Q: σιτοδείαις Οrib.Di 19 καρτνφορῆσαι ἔαρος 0rib.: καρποφορήσει νεαρόν HDi: καρποφορεῖν ἔαρος πρώτου Sar.; ad rem cf. quae Pl. XVI 182 de moro tradit φλοῦ Οrib. ἐπιβολῆς Οrib. 20 ρὐδὲ Οrib. δὲ om. Οrib.)

117
ἢ ἐρίῳ τὸ δάκρυον, καὶ ξηρανθὲν καὶ ἀναπλασθὲν ἐν ἀγγείῳ ὀστρακίνῳ ἀποτίθεται.

δύναμιν δὲ ἔχει ὁ ἀπὸς μαλακτικήν, κολλητικὴν τραυμάτων, 3 διαφο ρητικὴν τῶν δυσπέπτων. πίνεται δὲ καὶ συγχρίεται πρὸς ἑρπετῶν δήγματα καὶ σπλῆνας ἐσκιρριωμένους καὶ στομάχου ἀλγήματα καὶ φρικία· ταχέως δὲ τερηδονίζεται ὁ ἀπός.

γίνεται δὲ καὶ ἐν Κύπρῳ εἴδει διαφέρον πτελέᾳ γὰρ οὐ συκαμίνῳ τὰ φύλλα ἔοικε, τὸν δὲ καρπὸν φέρει κατὰ τὸ μέγεθος κοκκυμήλων καὶ γλυκύτερον. τὰ δὲ ἄλλα πάντα ὅμοια τοῖς προειρημένοις.