De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

108 ῥοῦς ὁ ἐπὶ τὰ ὄψα, ὃν ἔνιοι ἐρυθρὸν καλοῦσι, καρπός ἐστι τῆς καλουμένης βυρσοδεψικῆς ῥοός, ἥτις ὠνομάσθη ἐκ τοῦ τοὺς βυρσοδέψας αὐτῇ χρῆσθαι εἰς τὴν στύψιν τῶν δερμάτων. ἔστι δὲ δενδρύφιον, φυόμενον ἐπὶ πέτραις, ὡς δίπηχυ, ἐφʼ οὗ φύλλα ἐπιμήκη, ὑπέρυθρα, τὴν περιφέρειαν ἐντετμημένα πριονοειδῶς καρπὸς δὲ βοτρυδίοις ἐοικώς, πυκνός, κατὰ μέγεθος τερμίνθου, ὑπόπλατυς, οὗ τὸ περικείμενον φλοιῶδές ἐστιν εὔχρηστον.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα στυπτικήν, ποιοῦσαν πρὸς ἃ καὶ 2 ἡ ἀκακία. μελαίνει δὲ τρίχας τὸ ἀφέψημα, δυσεντερίας τέ ἐστιν ἔγκλυσμα καὶ πόμα καὶ ἐγκάθισμα, καὶ ὤτων πυορροούντων ἔγκλυσμα, πτερύγιά τε καὶ φαγεδαίνας ἐπέχει καταπλασσόμενα τὰ φύλλα μετʼ ὄξους ἢ μέλιτος. καὶ τὸ χύλισμα δὲ τῶν φύλλων, ξηρῶν ἑψομένων σὺν ὕδατι ὥσπερ τὸ λύκιον ἄχρι μελιτώδους συστάσεως, ἁρμόζει πρὸς ὅσα καὶ τὸ λύκιον.

καὶ ὁ καρπὸς 3 δὲ τὰ αὐτὰ ποιεῖ, ἁρμόζων ἐν προσοψήμασι κοιλιακοῖς καὶ δυσεντερικοῖς, ἀφλέγμαντά τε τηρεῖ σὺν μέλιτι καταπλασθεὶς θλάσματα, ἀποσύρματα, πελιώματα, γλώττης τε τραχύτητας σμήχει σὺν μέλιτι καὶ λευκὸν ῥοῦν ἵστησιν, αἱμορροίδας τε θεραπεύει μετὰ δρυίνου ἄνθρακος λείου ἐπιτιθέμενος. καὶ τούτου δὲ τὸ ἀπόβρεγμα ἑψόμενον συνίσταται, ποιοῦν βέλτιόν πως τοῦ [*](5 SIM. Theophr. h. pl. III 18, 5 (unde Pl. XIII 55); Pl. XXIV 91 sq.) [*](5 EXC. Orib. XII s. v. (ῥοῦς — εὔχρηστον, καὶ τὸ χύλισμα — λύκιον); Gal. XII 115 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](13 SIM. Pl. XXIV 93 — D. eup. I 99 (143) — eup. II 51 (264) — Pl. l. s. 92 — Pl. 92 eup. I 204 (199) — Pl. 92 eup. II 49 (261) 50 (263) — Pl. 93 eup. I 44 (184) — Pl. 93 eup. II 82 (294) — eup. I 71 (129. 130). 20 TEST. cf. Gal. XIX 135.) [*](1 ἢ] καὶ Q 2 εἰς] ἢ F (var. lect. alieno loco inducta) ἑψεῖσθαι F 3 τι om. Di ἢ στῆσαι om. Di 4 ἁρμόζει] δεῖ Di) [*](5 num. cap. ρη QDi: om. Dl ῥοῦς σουμάκην F (ind.): σουμάκην ῥοῦς H ὃν — καλοῦσι om. Orib. 6 ἥτις — δερμάτων om. Orib. 7 αὐτῇ F: 1 αὐτῆς reiqui 8 δενδρίψυον corr. F : δενδρύφιον μικρὸν Orib. ἐπὶ F: ἐν reliqui 10 πριονοειδῆ F: πρινοειδῆ H 11 τερεβίνθου Di 13 καὶ om. F 16 γαγ γραίνας libri: φαγεδαίας D. eup. I 204 (199), Pl. XXIV 92: correxi 18 συ- στάσεως μελιτώδους Di: μελιτώδους om. Orib. 20 καὶ om. HDi 21 μέλιτι] ὕδατι libri: correxi coll. D. eup. I 174 (184), Pl. XXIV 93 22 τραχύτητα H 25 ποιοῦν post καρποῦ colloc. Di βελτιον που (om. πως τοῦ καρ) F)

102
καρποῦ. φέρει δὲ καὶ κόμμι, ὅπερ ἐντίθεται τοῖς βρώμασι τῶν ὀδόντων πρὸς ἀπονίαν.

109 φοῖνιξ ἐν Αἰγύπτῳ γίνεται· τρυγᾶται δὲ μεσοπορούσης τῆς κατὰ τὴν ὀπώραν ἀκμῆς, παρεμφέρων τῇ Ἀραβικῇ μυροβαλάνῳ, πτῶμα δὲ λέγεται, τῷ χρώματι χλωρός, ἐμφερὴς κυδωνίῳ κατὰ τὴν ὀσμήν· εἰ δὲ ἀφεθείη πεπαινόμενος, γίνεται φοινικοβάλανος.

ἐστι δὲ στρυφνός, στυπτικός, ὅδεν πινόμενος σὺν οἴνῳ αὐστηρῷ ποιεῖ πρὸς διάρροιαν καὶ ῥοῦν γυναικεῖον· ἵστησι δὲ καὶ αἱμορροίδας καὶ τραύματα κολλᾷ καταπλασθείς. αἱ δὲ φοινικοβάλανοι χλωραὶ στυπτικώτεραι τυγχάνουσι τῶν ξηρῶν, κεφαλαλγεῖς δέ εἰσι καὶ πλείονες βρωθεῖσαι μεθύσκουσιν.

2 αἱ δὲ ξηραὶ βοηθοῦσιν αἱμοπτυικοῖς, στομαχικοῖς, δυσεντερικοῖς καὶ τοῖς περὶ κύστιν καταπλασσόμεναι λεῖαι μετὰ κυδωνίου καὶ κηρωτῆς οἰνανθίνης, μάλιστα δὲ αἱ καρυὼτιδες ἐσθιόμεναι ἀρτηριῶν τραχύτητας ἰῶνται.

τῶν δὲ Θηβαικῶν τὸ ἀφέψημα ποθὲν παύει καύσωνα, καὶ τὰς δυνάμεις ἀνακτᾶται μετὰ ὑδρομέλιτος παλαιοῦ λαμβανόμενον· καὶ αὐταὶ δὲ βρωθεῖσαι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. γίνεται δὲ καὶ οἶνος ἐξ αὐτῶν τὸ αὐτὸ δυνάμενος τῷ καρπῷ καὶ καθʼ ἑαυτὸ ποθὲν τὸ ἀφέψημα αὐτῶν καὶ ἀναγαργαριζόμενον ἱκανῶς στύφει καὶ στέλλει.

3 οἱ δὲ πυρῆνες τῶν φοινίκων καίονται ἐν ὠμῇ χύτρᾳ καθάπερ καὶ τὰ ἄλλα πάντα, εἶτα σβεσθέντες οἴνῳ πλύνονται καὶ εἰς ἀντίσποδα. εὐθετοῦσι δὲ εἰς καλλιβλέφαρα, κἂν μὴ αὐτάρκως καῶσι, πάλιν τὸ αὐτὸ γίνεται.

δύναμιν δὲ ἔχουσι στυπτικήν, παρεμπλαστικήν, ποιοῦσαν πρὸς τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς φλυκτίδας, σταφυλώματα, μίλφους σὺν [*](3 SIM. Pl. XXIII 97 sq. (e S. N.); D. eup. II 85 (295), cf. Ruf 545. Sim. S. s. v.) [*](3 EXC. Gal. XII 151 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](11 SIM. Pl. l. s. D. eup. II 30 (241) II 12 (231) II 50 (263) II 106 (305).) [*](3 num. cap. ρθ QDi: ριη΄ Dl μεσοπώρου οὔσης F: μεταπωρουωύσης H 5 πτῶμα Q: tomata Dl: πῶμα' Di: πόμα Salm. cf. Harpocr. s. v. χλωρὸς τὸ χρῶμα Di 6 ἀφεψηθείη libri: sed cum dimissus maturaverit Dl: correxi Marc. duce 8 ὅθεν addidi 9 ποιεῖ addidi 11 χλωραὶ addidi 13 ὠφε- λοῦσι βιβρωσκόμεναι αἱμοπτυικοὺς κτλ. Di 15 αἱ κερυώτιδες om. Q: datuli coriote comesti DI 17 tit. περὶ φοινίκων θηβαικῶν mg. add. Di 19 αὗται HDi δὲ om. HDi 22 tit. περὶ πυρήνων φοίνικος mg. add. Di 24 καὶ om. F, cf. D. I 105 εἰς (pr.)] ὡς HDi εὐθετοῦσι δὲ om. Di εἰς τὰ Di post καλλιβλ. add. χρησιμεύουσιν Di 27 μίλφους F D. eup. I 48 (115 : μίλφας reliqui σὺν οἴνῳ δὲ om. F)

103
νάρδῳ· σὺν οἴνῳ δὲ στέλλουσι καὶ ὑπερσαρκώματα καὶ ἀπουλοῦσιν ἕλκη. εὐθετοῦσι δὲ μάλιστα οἱ ἀπ᾿ Αἰγύπτου οἱ ἐκ τῶν χαμαιζήλων φοινίκων.

φοῖνιξ, ὃν ἔνιοι ἐλάτην ἢ σπάθην καλοῦσι, περικάλυμμά 4 ἐστι τοῦ καρποῦ τῶν φοινίκων ἀκμὴν ἀνθούντων χρῶνται δὲ αὐτῷ οἱ μυρεψοὶ εἰς τὰς τῶν μύρων στύψεις. ἔστι δὲ αὐτῆς κρατίστη ἡ εὐώδης, στύφουσα, βαρεῖα, μεμυκυῖα, λιπαρὸν ἔχουσα τὸ ἐντός.

δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ἐφιστῶσαν τὰ νεμόμενα τῶν ἑλκῶν, χαλάσματά τε ἄρθρων συνάγει λεία μαλάγμασι μιγεῖσα καὶ καταπλάσμασιν. ὠφελεῖ δὲ καὶ ὑποχόνδρια καὶ στόμαχον ἀτονοῦντα καὶ ἡπατικὰς διαθέσεις μειγνυμένη τοῖς ἁρμόζουσι τῶν καταπλασμάτων.

μελαίνει δὲ καὶ τρίχας τὸ ἀφέψημα αὐτῆς 5 σμηχόμενον συνεχῶς, ποτιζόμενον δὲ νευρικοῖς νεφριτικοῖς καὶ τοῖς περὶ κύστιν καὶ σπλάγχνα ἁρμόζει, κοιλίαν τε καὶ ὑστέραν ῥευματιζομένην ἵστησιν. ἁπαλὴ δὲ σὺν ῥητίνῃ καὶ κηρῷ ἐπιτεθεῖσα καὶ ἐαθεῖσα ἡμέρας εἵκοσι ψώρας θεραπεύει. καὶ ὁ περιεχόμενος δὲ ὑπʼ αὐτῆς καρπὸς ἐλάτη καλεῖται, ὑπʼ ἐνίων δὲ βόρασσος, καὶ αὐτὸς δὲ στυπτικὸς ὑπάρχων τὸ αὐτὸ δύναται τῇ σπάθῃ χωρὶς τῆς ἐν τοῖς μύροις εὐχρηστίας. καὶ τὸ ἐγκάρδιον δὲ τοῦ πρέμνου λευκὸν πρόσφατον βιβρωσκόμενον καὶ ἀφεψόμενον ποιεῖ πρὸς ὅσα καὶ ὁ βόρασσος.

110 ῥόα πᾶσα εὔχυλος, εὐστόμαχος, ἄτροφος. τούτων μέντοι [*](4 EXC. Orib. XII s. v. (φοῖνιξ — ἐντός.) [*](4 SIM. Pl. XII 134; XXIII 99 (e S. N.); D. eup. I 228 (211) II 1 (227) 12 (231) II 48 (260) II 58 (270) I 99 (143) lI 102 (303) II 107 (305).) [*](23 SIM. [Hipp.] π. δ. II 55 (VI 562); Pl. XIII 112. XXIII 106; Ruf 544 (ed. R.); D. eup. II 10 (231) II 49 (262) II 50 (263) II 30 (241) II 85 (295) I 194 (195) I 200 (119) I 77 (133) II 66 (281).) [*](23 EXC. Garg. M. 41 (unde sid. XVII 7, 6 ~ Gal. VI 605); Gal. XII 115. VI 603. cf. Sim. S. s. v. (88, 13)) [*](2 οἱ ἐκ om. Q: vulgo καὶ οἱ ἐκ cf. Dl bona sunt ossa quae ex egipto vene- rint 4 tit. περὶ φοίνικος ἐλάτης (cum num. ρθ΄ ) Di: φοίνιξ ἐλάτη num. ρθ΄ add. F) Q ὃν F: ἥν reliqui 9 ἐφιστᾶσαν Di 10 χαλασμούς Di τε om. H 12 μιγνυμένος H 13 μὐτῆς om. Q 14 δὲ] τε 4 νευριυιοε om Di: delevi 15 τοῖς περὶ κύστιν σπλάγχνοις Spr. σπλάγχνοις H 16 σὺν] καὶ Q καὶ] σὺν Q, cf. Pl. XXIII 99 psoras cortex eius tener cum resina et cera sanat diebus XX 17 θεραπεύει] ἰᾶται Di 19 βόρσος (infra v. 22 βόρασσος) F: varasson DI 19 δὲ (alt.) om. Di: delevi ὑπάρχων] ὢν Di τὰ αὐτὰ δρᾷ Di 21 λευκὸν καὶ αὐτὸ Di) [*](23 num. cap. ρι QDi: ριθ΄ DI εὔχυμος Di: efcylu DI cf. Gal. VI 604)

104
ἡ γλυκεῖα εὐστομωτέρα, θερμασίαν ποσὴν ἐγγεννῶσα περὶ στόμαχον καὶ πνευματοῦσα, ὅθεν ἐστὶν ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων ἄθετος ἡ δὲ ὀξεῖα καυσουμένῳ στομάχῳ βοηθεῖ, καὶ ἔστιν οὐρητική, ἄστομος δὲ καὶ στυπτική· ἡ δὲ οἰνώδης μέσην ἔχει δύναμιν.

2 τῆς δὲ ὀξείας ὁ πυρὴν ξηρανθεὶς ἐν ἡλίῳ καὶ ἐπιπαττόμενος προσοψήμασι καὶ συνεψόμενος κοιλίαν καὶ στομάχου ῥεῦμα ἷστησιν, ἀποβραχεὶς δὲ ἐν ὀμβρίῳ ὕδατι αἱμοπτυικοὺς ὠφελεῖ πινόμενος, καὶ εἰς ἐγκάθισμα δυσεντερικῶν καὶ ῥοικῶν ἁρμόζει. εὔχρηστον δὲ τὸ ἀπόθλιμμα τῶν πυρήνων ἑψηθὲν καὶ μιγὲν μέλιτι πρός τε τὰ ἐν στόματι καὶ αἰδοίῳ καὶ ἕδρᾳ ἕλκη καὶ πτερύγια τὰ ἐν δακτύλοις, νομάς τε καὶ ὑπεροχὰς καὶ ὠταλγίας καὶ τὰ ἐν μυκτῆρσι, καὶ μάλιστα τῆς ὀξείας. τὰ δὲ ἄνθη αὐτῆς, ἃ καὶ κύτινοι καλοῦνται, καὶ αὐτὰ στυπτικὰ καὶ ξηραντικὰ καὶ κατασταλτικὰ καὶ ἐναίμων κολλητικά, ἁρμόζοντα πρὸς ἃ καὶ ἡ ῥόα. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῶν οὔλων πλαδώντων καὶ ὀδόντων σειομένων διάκλυθμα, ἀνακόλλημά τε ἐντεροκηλικοῖς ἐν καταπλάσματι.

3 ἱστοροῦσι δέ τινες ἀνοφθαλμιάτους παῤ ὅλον τὸ ἔτος γίνεσθαι τοὺς καταπιόντας ὑγιεῖς τρεῖς κυτίνους ὡς ὅτι ἐλαχίστους. χυλίζονται δὲ ὡς ἡ ὑποκιστίς.

καὶ τὰ λέπη δὲ τῆς ῥόας, ἅ τινες σίδια καλοῦσι, στυπτικὴν ἔχοντα καὶ αὐτὰ τὴν δύναμιν, πρὸς ὅσα καὶ οἱ κύτινοι ἁρμόζει. τὸ δὲ ἀφέψημα τῶν ῥιζῶν ἕλμεις τὰς πλατείας ποθὲν ἐκτινάσσει καὶ ἀποκτείνει.

111 βαλαύστιόν ἐστιν ἄνθος ἀγρίας ῥόας. εἴδη δέ ἐστιν [*](17 TEST. Garg. M. 41 (181, 1 R): ex cytinis fit remedium quod creditur tutos ab oculorum dolore praestare. D ioscorides simplicius in hunc modum tradit ut cum primum cytini erumpere incipiunt tres numero additi sine con- tactu dentium transvorentur.) [*](25 SIM. Pl. XXIII 112 (e S. N.), unde Garg. M. 41 (181, 13 R).) [*](25 EXC. Orib. XI s. v. (βαλαύστιν — κύτινος); cf. Gal. XI 847.) [*](1 αὐστομωτίρα F: εὐστομαχωτέρα reliqui, at cf. Pl. XXIII 106, Ruf. 544 (ed. R.) ποσὴν] πολλὴν F: ex parte calefacit stomachum DI γενῶσα Di: περὶ στόμαχον om. Q, at cf. DI 2 ἐστὶν post πυρεσσόντων colloc. Di ἐπὶ μὲν Di 4 σταλτικωτέρα καὶ οὐρητικωτέρα Di: σταλτικωτέρα superscr. H2 8 ἐγκαθίσματα vulgo 9 ἀπόθλιμμα] ἀφέψημα F 11 ἕλκη om. Q δακτό (λ superscr.) F 13 mg. add. περὶ κυτίνων Di 14 καὶ (alt.) om. Q εἰσὶ καὶ ἐναίμων Di καὶ (tert.) om. Q 17 καταπλάσμασι HDi] 18 μὴ ὀφθαλμιᾶν Di γίνεσθαι παῤ H 19 ὑγιεῖς om. Di 20 ὑποκυστίς F 21 mg. περὶ σιδίων add. Di 22 τὴν om. HDi οἱ om. F ἁρμόζουσι Di 23 ἕλμινθας HDi 24 ἀποκτενεῖ F) [*](25 num. cap. ρια QDi: ρκ΄ DI ἄνθος ἐστῖν Orib. ἐστιν (alt.) om. Orib.)

105
αὐτοῦ πλείονα· εὑρίσκεται γὰρ καὶ λευκὸν καὶ πυρρὸν καὶ ῥοδόχρουν· ἔοικε δὲ κυτίνῳ ῥόας. χυλίζεται δὲ ὡς καὶ ἡ ὑποκιστίς. δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ποιοῦσαν πρὸς ἂ καὶ ἡ ὑποκιστὶς καὶ ὁ κύτινος.

112 μυρσίνη ἡ ἥμερος πρὸς μὲν τὴν ἰατρικὴν χρῆσιν ἡ μέλαινα τῆς λευκῆς ἁρμοδιωτέρα, καὶ ταύτης μᾶλλον ἡ ὀρεινή, τὸν μέντοι καρπὸν ἀτονώτερον ἔχει.

δύναμις δὲ αὐτῆς καὶ τοῦ καρποῦ στυπτική. δίδοται δὲ ὁ καρπὸς χλωρός τε καὶ ξηρὸς ἐσθιόμενος αἱμοπτυικοῖς καὶ τοῖς ἐπιδακνομένοις τὴν κύστιν· καὶ ὁ ἐκ τῶν χλωρῶν δὲ μύρτων ἐκθλιβέντων χυλὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ, εὐστόμαχος ὢν καὶ οὐρητικός, ἁρμόζων φαλαγγιοδήκτοις καὶ σκορπιοπλήκτοις σὺν οἴνῳ. καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ τοῦ καρποῦ βάπτει τρίχας, ἑψηθεὶς δὲ σὺν οἴνῳ καὶ καταπλασθεὶς τὰ ἐν ἀκρωτηρίοις ἕλκη θεραπεύει, μετὰ πάλης δὲ ἀλφίτου καταπλασθεὶς φλεγμονὰς τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς παρηγορεῖ, καὶ πρὸς αἰγιλώπια δὲ ἐπιπλάττεται.

καὶ 2 ὁ ἐξ αὐτῆς δὲ γινόμενος οἶνος ἐκθλιβέντος τοῦ καρποῦ καὶ ἐπὶ ποσὸν ἀφεψηθέντος — ὀξίζει γὰρ ὁ μὴ οὕτως σκευασθείς — ἀκραίπαλός τέ ἐστι προπινόμενος, ποιῶν πρὸς ὅσα καὶ ὁ καρπός, ἐγκάθισμά τε πρὸς μήτρας προπτώσεις καὶ δακτυλίου καὶ ῥοικαῖς ἁρμόζει. σμήχει δὲ καὶ πίτυρα καὶ ἀχῶρας καὶ ἐξανθήματα τρίχας τε ῥεούσας ἐπέχει· μείγνυται δὲ καὶ λιπαραῖς ὥσπερ καὶ τὸ ἐκ τῶν φύλλων αὐτῆς σκευαζόμενον ἔλαιον. καὶ τὸ τῶν φύλλων δὲ ἀφέψημα εἴς τε τὰ ἐγκαθίσματα ἁρμόζει καὶ πρὸς τὰ χαλατονοῦντα ἄρθρα καὶ ἀσυμπώρωτα καὶ κατεαγότα ὠφελίμως καταντλεῖται· σμήχει δὲ καὶ ἀλφοὺς καὶ πρὸς [*](5 SIM. Pl. XXIII 159 sq. (e S. N.); D. eup. II 30 (239) II 107 (305) II 121 (320) I 99 (143) I 184 (191).) [*](5 EXC. Orib. XI s. v. (μυρσίνη — ἔχει); cf. Gal. XII 81. Gal. VI 592. Sim. S. s. 2. μυρσινόκοκκα (70, 9 L.).) [*](15 SIM. Pl. λ. s. D. eup. I 54 (118) I 23 (105) II 69 (284) I 224 (210) II 84 (295) I 105 (146) I 227 (211) I 182 (190) II 49 (262) I 141 (165) I 217 (207) II 28 (238) I 178 (187) II 50 (263).) [*](1 πορφυροῦν Orib.: purpureum DI, fort. recte 2 καὶ χυλίζεται Orib. (om. δέ) καὶ om. Di: post δὲ colloc. H 3 ἃ] ὅσα Orib. καὶ om. Orib.) [*](5 num. cap. ριβ QDi: om. DI μυρρίνη Orib.Gal. ἡ om. Orib. 10 δακνομένος HDi 17 ἐκβληθέντος H 18 οὕτω HDi 19 τὲ ἐστι Q: τε om. Di πινόμενος F, at cf. D. eup. I 23 (105) 20 εἰς ante ἐγκάθισμα adde- bat Sar. πρὸς om. Di προπώσει Di 22 λιπαραῖς] ad rem cf. Cels. V 19, 25 23 αὐτῶν H 25 χαλαρὰ HDi post ἄρθρα inser. καὶ ἀσυμπώρωτα ἄρθρα HDi καὶ πρὸς Di ἀσυμπτώροτα F καὶ addidi κατάγματα Di)

106
ὦτα πυορροοῦντα ἐγχυματίζεται καὶ μελασμοὺς τριχῶν, καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν δὲ χυλὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ.

3 αὐτὰ δὲ τὰ φύλλα λεῖα καταπλασσόμενα ἐν ὕδατι ἁρμόζει τοῖς καθύγροις τῶν ἑλκῶν καὶ ῥευματιζομένοις τόποις πᾶσι καὶ κοιλιακοῖς, ἐλαίου ὀμφακίνου ἢ ῥοδίνου ὀλίγου καὶ οἴνου μεμειγμένου καὶ ἕρπησι καὶ ἐρυσιπέλασι, διδύμων τε φλεγμοναῖς καὶ ἐπινυκτίσι καὶ κονδυλώμασι. ξηρὰ δὲ λεῖα παρωνυχίαις καὶ πτερυγίοις χρησίμως καταπάττεται καὶ καθύγροις μασχάλαις καὶ μηροῖς, καὶ ἐπὶ καρδιακῶν στέλλει τοὺς ἱδρῶτας· κεκαυμένα δὲ καὶ ὠμὰ μετὰ κηρωτῆς πυρίκαυτα καὶ πτερύγια καὶ παρωνυχίας ἰᾶται.

4 χυλίζεται δὲ τὰ φύλλα παραχεομένου οἴνου παλαιοῦ ἢ ὕδατος ὀμβρίου καὶ ἐκθλίβεται. ἡ δὲ χρῆσις αὐτοῦ προσφάτου ὄντος· ξηρανθεὶς γὰρ εὐρωτιᾷ καὶ ἀδυνατεῖ.

τὸ δὲ μυρτίδανον λεγόμενον ἐπίφυσίς ἐστιν ἀνώμαλος καὶ ὀχθώδης καὶ ὁμόχρους, οἱονεὶ χεῖρες περὶ τὸ τῆς μυρσίνης πρέμνον. στύφει δὲ μᾶλλον τῆς μυρσίνης· ἀποτίθεται δὲ κοπὲν καὶ μιγὲν οἴνῳ αὐστηρῷ, ἀναπλασθέν τε εἰς τροχίσκους ἐν σκιᾷ ξηραίνεται. δραστικώτερον δέ ἐστι τοῦ φύλλου καὶ καρποῦ, μειγνύμενον κηρωτῇ καὶ πεσσοῖς ἐγκαθίσμασί τε καὶ καταπλάσμασι τοῖς στύψεως δεομένοις.