De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

20 ἀσπάλαθος, οἱ δὲ ἐρυσίσκηπτρον, οἱ δὲ σφάγνον, Σύροι δὲ διάξυλον καλοῦσι. θάμνος ἐστὶ ξυλώδης, ἀκάνθαις πολλαῖς κεχρημένος, γεννώμενος ἐν Νισύρῳ καὶ Συρίᾳ καὶ τῇ Ῥοδίᾳ, ᾧ χρῶνται οἱ μυρεψοὶ εἰς τὰς τῶν μύρων στύψεις. ἔστι δὲ καλὸς ὁ βαρὺς καὶ μετὰ τὸ περιφλοισθῆναι ὑπέρυθρος ἢ πορφυρίζων, πυκνός, εὐώδης, πικρίζων ἐν τῇ γεύσει. ἔστι δέ τι καὶ ἕτερον εἶδος αὐτοῦ, λευκόν, ξυλῶδες, ἄνοσμον, ὃ δὴ καὶ χεῖρον καθέστηκε.

2 δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικὴν μετὰ στύψεως, ὅθεν πρός τε τὰς ἄφθας ἑψηθεὶς μετ᾿  οἴνου καὶ διακλυζόμενον ἁρμόζει καὶ πρὸς [*](1 SIM. D. eup. II 35 (248) II 36 (249) II 31 (241) I 237 (219) I 18 (103) I 15 (101) II 39 (251) II 41 (256) II 112 (311) lI 115 (316) II 72 (286) cf. Zop. Orib. II (553) eup. II 14 (232) II 11 (256).) [*](12 SIM. Theophr. de od. 25. 33. Pl. XII 110; XXIV 112 (e S. N.); schol. Theocr. IV 57.) [*](12 EXC, Orib. XI s. v. (ἀσπάλαθος καλός ἐστιν — καθέστηκεν); Orib. t. V 70 (ed. Dar.), unde Aet. II 196 s. v. 12; cf. Gal. XI 840 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Orib. de simpl. V 12; Hes. s. v.) [*](20 SIM. Pl. XXIV 113 — Pl. l. s. D. eup. I 194 (195) — Pl. l. s. eup. (I 161 (177) — Pl. 113 eup. II 47 (259) II 30 (240) II 109 (307) — Pl. 113.) [*](4 post ἰσχιαδικοῖς transpos. θηριοδήκτοις H 5 εἰς om, FDa ἀναστομοῖ τὴν μήτραν καὶ ἐπισπᾶται Di 7 ἐν addidi 9 τῇ om. Di 10 καὶ (alt.) om. Da) [*](12 num. κ QDiDl ἀσπάλαθον Q, at cf. D. I 4 ἐρῖοΐκησκῆπρον (sic) F: aerissceptron Dl: ἰρίσκηπτον coni Salm. cf. D. I 4 Pl. l. s. οἱ δὲ σφάγον scripsi coll. Dl Pl. XXIV 112: φάσγανον QDa: σφάγνον, οἱ δὲ φάσγανον Di (var. lect.) 13 διάξυρον coni. Salm, at cf. Pl. XXIV 112 14 ἐν νησούρω καὶ τῆ ῥουδία F: ἐν ἴστρω καὶ νησύρω καὶ συρία καὶ ῥόδω HDiDa: in Nisyro et Rhodiorum insulis Pl.: in squiroscla (ἐν Νισύρῳ καὶ Συρίᾳ ?) et aput rodos Dl: correxi 16 περιφλοιωθῆναι (φλοισθῆναι V 70) Orib. 18 καὶ ἄνοσμον Orib. (καὶ post δὴ om.) ὃ χεῖρον δὴ Da 21 καὶ διακλυζόμενος HDiDa: καὶ del. F)

27
τὰς ἐν αἰδοίοις ἀκαθαρσίας καὶ νομὰς ἐγκλυζόμενος καὶ πρὸς τὰς ὀζαίνας, ἔμβρυά τε κατασπᾷ μειγνύμενος πεσσῷ. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτοῦ κοιλίαν ἵστησι καὶ αἵματος ἀναγωγὴν ποθὲν δυσουρίαν τε καὶ ἐμπνευμάτωσιν λύει.

21 βρύον, ὑπό τινων δὲ σπλάγχνον καλεῖται, εὑρισκόμενον ἐπὶ δένδρων κεδρίνων ἢ λευκίνων ἢ δρυίνων. διαφέρει δὲ τὸ κέδρινον, δεύτερον δὲ τὸ λεύκινον. ἔστι δὲ αὐτοῦ τὸ εὐωδέστερον καὶ λευκὸν καλόν, τὸ δὲ μελανίζον χεῖρον.

δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ποιοῦν πρὸς τὰ περὶ μήτραν ἐν ἀφεψήματι εἰς ἐγκάθισμα. μείγνυται δὲ καὶ μύροις βαλανίνοις καὶ χρίσμασι διὰ τὸ ἐν αὐτῷ στυπτικόν, καὶ εἰς θυμιαμάτων δὲ καὶ ἀκόπων σκευασίαν ἐστὶν εὔθετον.

22 ἀγάλοχον ξύλον ἐστὶ φερόμενον ἐκ τῆς Ἰνδίας καὶ Ἀραβίας, ἐοικὸς θυίας, ἐστιγμένον, εὐῶδες, παραστῦφον ἐν τῇ γεύσει μετὰ ποσῆς πικρίας, φλοιὸν ἔχον δερματώδη καὶ ὑποποίκιλον.

ποιεῖ δὲ διαμασώμενον καὶ διακλυζόμενον τὸ ἀφέψημα πρὸς εὐωδίαν στόματος, καὶ διάπασμα δὲ ὅλου τοῦ σώματός ἐστι, καὶ θυμιᾶται δὲ ἀντὶ λιβανωτοῦ. ἡ δὲ ῥίζα αὐτοῦ ὁλκὴ δραχμῆς μιᾶς πινομένη στομάχου πλάδον καὶ ἀτονίαν καὶ καύσωνα [*](5 SIM. Pl. XII 108. 132. XXIV 27 (e S. N.) cf. Hes. s. v. σφάκος, φάσκος.) [*](5 EXC. Orib. XI s. v. (βρύον — χεῖρον); Gal. XI 855 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](13 SIM. D. eup. I 84 (136) II 13 (231) II 35 (247) II 48 (260).) [*](13 EXC. Orib. XI s. v. (ἀγάλοχον — ὑποποίκιλον); Paul. Aeg. VII 3 s. v. (e D.) cf. Sim. S. s. v. ξυλαλόη (74 L.).) [*](1 αἰδ. καὶ (om. H.) νομὰς καὶ ἀκαθαρσία HDiDa καὶ πρὸς τὰς ὀζαίνας om. Di at cf. Pl. XXIV 113 2 πεσσῷ] μέσω F) [*](5 num. cap. κα QDiDl βρύον ἢ σπλάγχνον Orib.: σπλάχνον HDi: splacnon Dl: sphagnos sive sphacos Pl. l. s. cf. Gal. l. s. Hes. s. σφάκος εὑρίσκεται Orib. 6 δένδρω κέδρω ἢ λεύκη ἢ δρυί Orib. 7 κνίδιον Orib. (κέδρινον superscr. 02): his melior est de montibus onidis Dl post κέδρινον add. χλωρόν, ὀρεινόν Orib δὲ (pr.) om. Orib. λυκιακόν Orib. (λεύκινον superscr. 02): secundus est autem licius Dl αὐτοῦ καλὸν Orib. εὐῶδες Orib. 9 post στυπτικὴν add. μέσην θερμοῦ καὶ ψυχροῦ H 10 καὶ βα (spatio relicto) καὶ χρίσμασι H βαλανίνοις om. Da 12 δὲ] τε H) [*](13 num. cap. κβ QDiDl ἀγάλοχον FOrib.Dl: ἀγάλλοχον H (ἀγάλλοχον ἢ ξυλαλόη ind.) Di D. eup. II 35 (247) Paul. Aeg. l. s.: ἀγάλοχον τὸ νῦν ὀνομαζόμενον ξυλαλόη Da: cf. Salm. de hom. 7 14 ἐοικὸς om. H θυίας F: θυεία Orib.: θυίνης H: θυίνω Da: θυίνῳ ξύλῳ Di: similis thinepero Dl ἐστιγμένοι] om. Dl: ἔστὶ μὲν οὖν Orib.: ἐστιμένον Ald.: ἐστιμμένον (α στίβειν) coni. Sar. 19 καὶ om. Di ἔστι δὲ καὶ θυμίαμα Paul. Aeg. l. s. ἡ δὲ ῥίζα ἀυτοῦ om. H ⩹ ὁλκῆ Di 20 μιᾶς addidi καὶ (alt.) om. F)

28
παρηγορεῖ, τοῖς τε ἀλγοῦσι πλευρὸν καὶ ἧπαρ ἢ δυσεντερικοῖς ἢ στροφουμένοις ἀρήγει πινομένη μεθ᾿  ὕδατος.

23 νάσκαφθον, οἱ δὲ νάρκαφθον· καὶ τοῦτο ἐκ τῆς Ἰνδικῆς κομίζεται. ἔστι δὲ φλοιῶδες, συκαμίνου λεπίσματι ἐοικός, θυμιώμενον διὰ τὴν εὐωδίαν καὶ μειγνύμενον τοῖς σκευαστοῖς θυμιάμασιν, ὠφελοῦν καὶ μήτραν ἐστεγνωμένην ὑποθυμιαθέν.

24 κάγκαμον δάκρυόν ἐστι Ἀραβικοῦ ξύλου, σμύρνῃ ποσῶς ἐοικός, βρωμῶδες ἐν τῇ γεύσει, ᾧ θυμιάματι χρῶνται· ὑποκαπνίζουσι δὲ καὶ τὰ ἱμάτια μετὰ σμύρνης καὶ στύρακος.

δύναμιν δὲ ἱστορεῖται ἔχειν ἰσχναντικὴν τῶν καταπιμέλων τριωβόλου πλῆθος πινόμενον σὺν ὕδατι ἢ ὀξυμέλιτι ἐφ᾿  ἱκανὰς ἡμέρας· δίδοται καὶ σπληνικοῖς καὶ ἐπιλημπτικοῖς καὶ ἀσθματικοῖς, ἔμμηνά τε ἄγει σὺν μελικράτῳ. καθαίρει δὲ καὶ τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς οὐλὰς ταχέως καὶ ἀμβλυωπίας ἰᾶται διεθὲν οἴνῳ, πρός τε μυδήσεις οὔλων καὶ ὀδονταλγίας ὡς οὐδὲν ἕτερον ποιεῖ.

25 κῦφι θυμιάματός ἐστι σκευασία κεχαρισμένη θεοῖς· χρῶνται δὲ αὐτῷ κατακόρως οἱ ἐν Αἰγύπτῳ ἱερεῖς. μείγνυται δὲ καὶ ἀντιδότοις, καὶ ἀσθματικοῖς δίδοται ἐν ποτήμασι. σκευασίαι δὲ αὐτοῦ ἐμφέρονται πλείονες, ἐν αἷς ἐστι καὶ αὕτη· κυπέρου ἡμίξεστον, ἀρκευθίδος ἁδρᾶς τὸ αὐτό, σταφίδος λιπαρᾶς ἐκγεγιγαρτισμένης μνᾶς δεκαδύο, ῥητίνης ἀποκεκαθαρμένης [*](3 EXC. Orib. XII s. v. (νάσκαφθον — εὐωδίαν); Paul. Aeg. VII 3 s. v. (e D.).) [*](8 SIM. Pl. XII 98. Arr.] peripl. m. Er. 8.) [*](8 EXC. Paul. Aeg. VII 3 s. v. (e D.); Hes. s. v. κάγκαμον.) [*](18 SIM. Damocr. et Ruf. (Gal. XIV 117) Plut. de Is. et Os. 81 (383 c cf. ed. Parthey 278 sq.); Aet. XlII 99. 116; Paul. Aeg. VII 22 (fol. 299 Ald.) Ps. Orib. de simpl. V 76; cf. Papyros Ebers ed. Ioachim 180.) [*](3 num. cap. κγ QDiDl νάσκαφυν Orib.: νασκάνθον F (ind.): nacafton Dl: ναόκαφθον Salm. de hom. 182 νάκαφθον (θ superscr.) Orib.: nacafton Dl: νάρκυνθον Da καὶ τοῦτο om. Orib. 5 σκευαστικοῖς H 6 ὑπατμιζόμενον Paul. Aeg. l. s.: ὑποθυμιασθέν Q) [*](8 num. cap. κδ QDiDl σμύρνῃ προσεοικός HPaul. Aey. l. s. 9 βρομῶδες Q: εὐῶδες Paul. Aeg. ᾧπερ ὡς H: ᾧ reliqui: ᾧ καὶ Paul. Aeg. 12 ἢ] καὶ H 13 ἐπιληπτικοῖς καὶ σπληνικοῖς H 14 τε om. QDa) [*](18 num. cap κε QDiDl 22 κυπέρου FPlut. Ps. Orib. l. s.: κυπείρου reliqui cf. D. I 4 σταφίδων λιπαρῶν H 23 ἐκγιγαρτισμένης DiDa: ἐκγιγαρτημένης F: ἐκγιγαρτισμένων H δεκαδύο scripsi: ιβ libri)

29
μνᾶς πέντε, καλάμου ἀρωματίτου, ἀσπαλάθου, σχοίνου, ἑκάστου μνᾶν μίαν, σμύρνης δραχμὰς δεκαδύο, οἴνου παλαιοῦ ξέστας ἐννέα, μέλιτος μνᾶς δύο.

ἐκγιγαρτίσας τὴν σταφίδα 2 κόψον καὶ λέανον μετὰ τοῦ οἴνου καὶ τῆς σμύρνης καὶ τὰ ἄλλα κόψας καὶ σήσας μεῖξον τούτοις ἔασόν τε συμπιεῖν ἡμέραν μίαν· εἶτα ἑψήσας τὸ μέλι ἄχρι κολλώδους συστάσεως μεῖξον ἐπιμελῶς τὴν ῥητίνην τετηκυῖαν, εἶτα τὰ λοιπὰ συνανατρίψας ἐπιμελῶς ἀποτίθεσο εἰς ἀγγεῖον ὀστράκινον.

26 κρόκος ἐστὶ κράτιστος ἐν ἰατρικῇ χρήσει ὁ Κωρύκιος, πρόσφατός τε καὶ εὔχρους, ὀλίγον τὸ λευκὸν ἔχων ἐπὶ τῆς ἕλικος, ἐπιμήκης, ὁλομελής, ἄθραυστος, ἀλιπής, πλήρης, βάπτων ἐν διέσει τὰς χεῖρας, οὐκ εὐρωτικῶν ἢ ἰκμάζων, ἐπακτικὸς δὲ ἐν τῇ ὀσμῇ καὶ δριμύς· ὁ γὰρ μὴ τοιοῦτος ἢ παλαιός ἐστιν ἢ ἀποβεβρεγμένος. δευτερεύει δὲ ὁ ἐκ τῆς πρὸς Λυκίαν Κωρύκου [*](26 RV: κρόκος· οἱ δὲ κάστωρ, οἱ δὲ κυνόμορφος, προφῆται αἷμα Ἡρακλέους. ἀμείνων μὲν ὁ Κωρύκιος ἐκ Κιλικίας, δεύτερος ὁ Λυκιακὸς ἀπὸ τοῦ πρὸς αὐτῇ Κωρύκου καὶ τοῦ ἐν αὐτῇ Ὀλύμπου, τρίτος ὁ ἐξ Αἰγῶν τῆς Αἰολίδος. ὁ δὲ Κυρηναικὸς καὶ Σικελικὸς ἀσθενέστεροι μέν εἰσιν τῇ δυνάμει, πολύχυλοι δὲ καὶ εὔθλαστοι, διὸ καὶ τοὺς πολλοὺς πλανῶσιν. εἰς δὲ τὴν ἰατρικὴν χρῆσιν ἄριστος ὁ πρόσφατος, εὔχρους, ὀλίγον ἔχων) [*](9 SIM. Pl. XXI 31 (e S. N. et Theophr. h. pl. VI 6, 10); 137 (e S. N.) cf. Strab. VI 273. XIV 670.) [*](9 EXC. Orib. XI s. v. (κρόκος — τυγχάνειν, πρὸς δὲ τὸ — στρέφειν); Orib. t. V 73 (Dar.), unde Aet. II 196; Isid. XVII 9, 5 (e D. lat.); cf. Gal. XII 48. XIV 68; Ps. Orib. de simpl. V 45; Sim. S. s. v. (58 L.) cf. Hehn6 255. 1 ἀρωματίτου F: ἀρωματικοῦ reliqui cf. D. eup. II 102 (304) σχίνου Di 2 δραχμὰς] ⩹ libri δεκαδύο scripsi: ια Da: ιβ reliqui 4 τοῦ om, HDi τῆς om. H 5 μίαν] α΄ HDi 7 τὴν ῥητ. — συνανατρίψας om. Da) [*](9 num. cap. κ𝒢 QDiDl post κρόκος syn. e R add Di, post Κωρύκιος add. οἱ δὲ κάστωρ H κράτιστός ἐστις Orib.: κράτιστος om. H ἐν ἰατρ. χρ. om. Orib. 10 χρήσιμος δὲ ὁ πρόσφατος H τε] δὲ Orib. ἐπὶ τῆς ἕλικος „an der Spitze der Narbe“ cf. Flückiger Pharmak.3 775 sq. Leunis Syn. II 779 11 ἀλιπής om. Dl: ἀλέπης Orib. (ἀνελλιπής superscr. 02): ἀνελλιπής HDiDa: suspectum cf. Pl. XXI 33 optimum ubicumqne quod pinguissimum 12 τῇ διέσει Orib. H post χεῖρας add εὐχερῶς Orib. ἐπακτικὸς — καὶ om. RDiDl Isid. ἐν (alt.) om. Da 13 ὑπόδριμυς RDi 14 βεβρεγμένος HDiDa: προαποβέβρεκται Orib. (ἀποβέβρεκται Orib, V 73) δευτερεύει —χρήσιμος om. Orib. κωρυκίου Di: χωρυκίου Da ad rem cf. Str. XIV 666) [*](15 C fol. 193v: N 88 16 ἡρακλέους Di: ἡρεκλέως R κιλικίης C 17 καὶ addidi 18 ἠγαιῶν C: αἰγεῶν N αἰωλίδος R)

30
καὶ ὁ ἀπὸ τοῦ Λυκιανοῦ Ὀλύμπου, εἶτα ὁ ἐξ Αἰγῶν τῆς Αἰτωλίας. ὁ δὲ Κυρηναικὸς ὁ ἐκ Κεντορίπων κατὰ τὴν Σικελίαν ἀσθενεῖς κατὰ δύναμιν, λαχανώδεις ὄντες πάντες· διὰ μέντοι τὸ πολύχυλον καὶ εὔχρουν οἱ ἐν τῇ Ἰταλίᾳ τὴν θυίαν βάπτοντες τούτῳ χρῶνται — πολλοῦ δὲ πιπράσκεται διὰ τοῦτο—, εἰς δὲ τὰ φάρμακα ὁ προγεγραμμένος ἐστὶ χρήσιμος.