De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

2 ἐστι δὲ ὀπὸς καλὸς ὁ πρόσφατος, τῇ ὀσμῇ εὔτονος καὶ εἰλικρινὴς καὶ μὴ παροξίζων, εὐδίετος, λεῖος, στύφων καὶ δάκνων μετρίως τὴν γλῶσσαν. δολοῦται δὲ ποικίλως· οἱ μὰν γὰρ χρίσματα μίσγουσιν αὐτῷ ὡς τὸ τερεβίνθινον, κύπρινον, σχίνινον, σούσινον, βαλάνινον, μετώπιον, μέλι, κηρωτὴν μυρσίνην ἢ κυπρίνην ὑγρὰν λίαν. διελέγχεται δὲ εὐχερῶς ὁ τοιοῦτος· ἐπισταγεὶς γὰρ ὁ ἀκέραιος εἰς ἐριοῦν ὕφος καὶ ἐκπλυθεὶς κηλίδα οὐ ποιεῖ οὐδὲ σπίλον, ὁ δὲ δεδολωμένος [*](3 SIM. Theophr. h. pl. IX 6, 1 sq. Strab. XVI 763; Diod II 48 (ex Posidonio ?) XIX 98. Pl. XII 111sq. (ex Iuba ?) cf. XVI 135; XXIII 92 (e S. N.); Sim. S. s. v. (28, 9 L.).) [*](3 EXC. Isid. XVII 8, 14 (e Pl. et Dl cf. Sol. 154, 15 M); cf. Gal. XI 846. XlV 25.) [*](3 TEST. Gal. XIV 62.) [*](1 post γυναικεῖα add. καὶ ἐγκλύσματα Di εἰς μαλάγματα καὶ θυμιάματα Da) [*](3 num cap. ιθ QDi: ιζ Dl λευκοίου H: λευκοίου ἢ λυκίου Di: similis licii Dl 4 πυρακάνθης libri: piracantes Dl: πυξακάνθης coni. Sarac. coll. D. I 100, at cf. D. I 93. 118 6 post αὐλῶνα add. καὶ ἐν αἰγύπτῳ HDiDa ad rem cf. Pl. XII 114 7 tenue arboris genus capillacea coma eutheriston vocari Pl. l. s. testatur ἰσχνῶδες Da 8 θερίσερον F: θεριστόν reliqui: correxi coll. Pl. l. s. 9 nov. cap. (ιθ' in mg.) περὶ ὀποβαλσάμου inc. Di: ιη΄ Dl 10 καύμασιν om. F σιδηροῖς ὅνυξι] cf. Theophr. l. s.: osseis cultellis Pl.: ferreis ungulis Isid. 11 ἔτος] χρόνον Di ἢ ἓξ HDi συναθροίζεσθαι — δὲ om. F 12 ἐν τῷ τόπῳ om. H (spatio relicto) τούτῳ addidi ὁ om. F 14 καὶ (alt.) om, Di μὴ del. Spr., at cf. Dl odore fortiore non subacido, Pl. esse enim debet lenis, non subacidus παροξύνων F (παροξίζων in mg. corr. pr. m.) εὐδίαιτος libri: corr. Sar. 16 χρίσματι μίσγουσιν αὐτό Di 17 σχοίνινον QDa 18 λίαν F: λείαν reliqui ἐλέγχεται HDiDa 19 ἀραιοῦν F (ἐρεοῦν in mg.) corr. alt. m.) 20 ἐμπλυθεὶς HDa: ἐμπληθεὶς (η oblitter.) F)

25
προσμένει, καὶ γάλακτι δὲ ἐπισταγεὶς πήγνυσι τοῦτο, ὅπερ ὁ δεδολωμένος οὐ δρᾷ. ἔτι ὁ ἀκέραιος ἐπιχυθεὶς γάλακτι ἢ ὕδατι χεῖται ταχέως καὶ γαλακτοῦται, ὁ δὲ δεδολωμένος ἐπιπλεῖ καθάπερ ἔλαιον συστρεφόμενος καὶ διαχεόμενος ἀστεροειδῶς· τῷ μέντοι χρόνῳ καὶ ὁ ἀκέραιος ἑαυτοῦ παχυνόμενος χείρων γίνεται.

πλανῶνται δὲ οἱ νομίζοντες τὸν ἀκέραιον ἐπισταγέντα 3 ὕδατι χωρεῖν εἰς βάθος πρῶτον, εἶτα ἀναπλεῖν εὐδιάχυτον.

τὸ δὲ ξύλον τὸ καλούμενον ξυλοβάλσαμον δόκιμόν ἐστι τὸ πρόσφατον καὶ λεπτόκαρφον καὶ πυρρόν, εὐῶδες, βραχὺ πνέον ὀποβαλσάμου. τοῦ δὲ καρποῦ — καὶ γὰρ τούτου ἡ χρῆσις ἀναγκαία — ἐκλέγου τὸν ξανθόν, πλήρη, μέγαν, βαρύν, δάκνοντα τὴν γεῦσιν καὶ πυροῦντα, μετρίως παραπνέοντα τοῦ ὀποβαλσάμου. φέρεται δέ τι ἀπὸ τῆς Πέτρας, ᾧ δολίζουσι τὸν καρπόν, σπέρμα ὑπερικῷ ὅμοιον, ὅπερ γνώσῃ ἐκ τοῦ μεῖζόν τε εἶναι καὶ κενὸν καὶ ἀδύναμον, πεπερίζον τῇ γεύσει.