De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

18 κάλαμος ἀρωματικὸς φύεται μὲν ἐν Ἰνδίᾳ, ἔστι δὲ αὐτοῦ κάλλιστος ὁ κιρρός, πυκνογόνατος καὶ εἰς πολλοὺς σκινδαλμοὺς θραυόμενος, γέμων ἀραχνίων τὴν σύριγγα ὑπολεύκων, ἔν τε τῇ διαμασήσει γλίσχρος, στυπτικός, ὑπόδριμυς.

δύναται δὲ οὖρα κινεῖν ποθείς, ὅθεν ἁρμόζει μετὰ ἀγρώστεως ἢ σελίνου σπέρματος ἀφεψηθεὶς καὶ ποθεὶς ὑδρωπικοῖς, νεφριτικοῖς, στραγγουριῶσι, ῥήγμασιν. ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα πινόμενος καὶ προστιθέμενος, βῆχάς τε ἰᾶται ὑποθυμιώμενος καθ᾿  ἑαυτὸν καὶ σὺν ῥητίνῃ τερεβινθίνῃ τοῦ καπνοῦ διὰ σύριγγος ἑλκομένου τῷ στόματι. ἀφέψεται δὲ καὶ εἰς ἐγκαθίσματα [*](4 SIM. D. eup. II 14 (232) — Pl. XXI 120 Cels. III 21 (107, 16) eup. II 111 (310P)— Pl. l. s. — eup. II 63 (276. 278) — Pl. l. s. eup. II 70 (284).) [*](13 SIM. Theophr. h pl. IV 8, 4. IX 7, 1sq.: de od. 33 34. Pl. XII 104 (ex Iuba) — D. eup. II 63 (278) II 102 (304) II 109 (307) II 34 (246) II 78 (290) II 33 (245).) [*](13 EXC. Orib. XI s. v. (κάλαμος — ὑπόδριμυς); Orib. t. V 71 D., unde Aet. II 196; Isid. XVII 8, 13 (e D. lat); Gal. XII 6 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v); Ps. Orib. de simpl. V 73.) [*](1 διατριβῇ Di 2 πολλῆς H 4 post ἔχει haec habet Di διουρητικήν, ἐμμήνων ἀγωγόν, πνευμάτων διαλυτικήν, κεφαλῆς καρηβαρικήν, ὑποστύφουσαν μετρίως, ἔτι δὲ θρυπτικήν, πεπτικήν, ἀναστ. καὶ διουρητικήν θερμαντικήν FDl: om. reliqui, at cf. Gal. l. s. θρυπτικήν FDa: θρεπτικήν H. seclusi ὑπαλλακτικήν H 7 οὖν om. H ἐν addidi cf. Gal. l. s. ποτίσμασι libri: correxi 10 ἀσώδεσι F: ἀσσώδεσι reliqui 11 δραχμῆς — ὁλκὴ om. Di: ⩹ ο α ὁλκῆ F: ⩹ α ὁλκή HDa: post σπάσμασι transpos. Spr., fort. recte ἀπόβρεγμα H) [*](13 num. cap. ιη QDi: ι𝒢΄ Dl 14 αὐτὸς Spr. post κιρρός add. Isid. fragrans spiritus suauitate 15 σήραγγα Orib. V 71 post σύριγγα add. Dl ascendens cubitum unum aut amplius ὑπολεύκων FOrib. l. s.: ὑπόλευκος reliqui 16 τε] δὲ Orib.Di post ὑπόδριμυς foedissime interpol. πικρός (amarus) Orib. (ed. Ras.) 17 ἀγρώστεως ῥίζης καὶ D. eup. II 109 (307) 22 ἀφέψηται F: ἀφεψεῖται H)

24
γυναικεῖα· μείγνυται δὲ καὶ μαλάγμασι καὶ θυμιάμασι πρὸς εὐωδίαν.

19 βάλσαμον· τὸ μὲν δένδρον κατὰ μέγεθος λυκίου ἢ πυρακάνθης βλέπεται, φύλλα ἔχον ὅμοια πηγάνῳ, λευκότερα δὲ πολλῷ καὶ ἀειθαλέστερα, γεννώμενον ἐν μόνῃ Ἰουδαίᾳ κατά τινα αὐλῶνα, διαφέρον αὐτὸ ἑαυτοῦ τραχύτητι καὶ μήκει καὶ ἰσχνότητι. λέγεται γοῦν τὸ λεπτὸν καὶ τριχῶδες τοῦ θάμνου εὐθέριστον, ἴσως διὰ τὸ εὐχερῶς θερίζεσθαι ἰσχνὸν ὄν.

τὸ δὲ ὀποβάλσαμον λεγόμενον ὀπίζεται ἐν τοῖς ὑπὸ κύνα καύμασιν ἐντεμνομένου σιδηροῖς ὄνυξι τοῦ δένδρου· ῥεῖ δὲ ὀλίγον ὡς καθ᾿  ἕκαστον ἔτος μὴ πλεῖον ἓξ ἢ ἑπτὰ χόας συναθροίζεσθαι· πωλεῖται δὲ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ ὁ σταθμὸς αὐτοῦ πρὸς διπλοῦν ἀργύριον.