Iatrica

Anonymus Londinensis

Anonymi Londinensis ex Aristotelis Iatricis Menoniis et aliis medicis eclogae (Supplementum Aristotelicum, Volume 3). Diels, Hermann, editor. Berlin: Reimer, 1893.

  1. [π(ρόσ)θεσιν γί(νεσθαι), ἀλ(λὰ)] οὐχὶ τούτου τῆς
  2. [ό αὐτὸς λόγ]ος· π(ροσ)τίθεμεν γ(ὰρ) τῆι
  3. [ἀφαιροπῦμ(εν)] δὲ τοῦ τοίχου. * * εἶτα καὶ ἐπὶ]
  4. ψ]υχ[ῆς διὰ βραχ]έων λέγομεν, ὡς ἡ ψυ[χ]ὴ αἰ(τία) (ἐστὶν)
  5. γι(νομένη) τῆς κουφό]τητος καὶ [. τικυιασε [....]
  6. [. . . . . . . .] τῆς κουφότητος· [* *] δι᾿ ἣν αἰτίαν παρού-
    [*](XXXII)
  1. σης μ(ὲν) τῆς ψυχῆς κο]ῦφ[ό]ν (ἐστιν) τὸ ζῶιον, ὅτι καὶ
  2. ἡ ψυχή, τὸ δὲ πνεῦμα κοῦφον τὴν φύσιν
  3. τοπνευμα]. πνευματικὴ δὲ καὶ ἡ ψυχή· τοιαύ-
  4. τη[ι] δὲ ὑ(πάρχουσα) [εὐλόγως] παροῦσ[α] μ(ὲν) [κο]ῦφον τὸ ζῶιον,
  5. ἀποῦσα δὲ βαρύτερον· * ο[ὕτως] γ(ὰρ) ὑπὸ τῆς ψυχ(ῆς)
  6. βαστάζεται τὸ ὅλον [σῶμ[α]]. γί(γεται) δὲ . . .] λεγειν τοῦτο
  7. αποτ(ων)αλ(ων)] ἀπὸ τ(ῶν) ἄλλω[ν δυ(νάμεων), α]ὗτα[τ δὲ] ἀπὸ τ(ῶν) κεινήσεων.
  8. * κεινεῖται γ(ὰρ) τὸ ὅλον σῶμα τῆς
  9. ψυχῆς διὰ τοῦ γεώδους [καὶ ἀερώδο]υς
  10. διαβασταζούσης αὐτά· οὕ[τως ἐκεῖνο τείνεται]
  11. [*](XXXI 43 ἤ] η clare P; non intellego. an δύ(ναμίν)? aut plura iaterciderunt post ἔφασαν. conexus utique talis fuisse videtur: animam etiam ei qui corpoream non esse credebant negativa quadam potentia afficiebant, ut addita corporis pondus levaret dempta augeret, quemadmodum porta diminuendo (sc. muro) maior, augendo minor fieret 45 K 45. 46 ὑπεδείξαμεν K 46 λειανδ P π]λειονα K) cf. XXVI 49. XXX 51 47 ητικοσ vel ηγικοσ P 50 fortasse post προστίθεμεν intercidit μὲν 52 K XXXII 1 K 6 λεγειν vel λευειν vel λευσιν P; vix verum κ(ατὰ) κέλευσιν 7 inclusi priorem lectionem (ubi ολων legi potest), quam emendavit sed non delevit P; porro κεινήσεων et κεινεῖται aliquid velut κείνης i. e. τῆς ψυχῆς videtur omisisse P 9 ἀερώδους potius quam πυρώδους P καὶ otiosum indicio esse videtur plura elementa intercidisse, quo fortasse etiam δια (init. v. 10) pertlnet cf. v. 17; Stoicorum stoecbiologia (Galen. IV 783 K. II 45,4 Müller) procul)
    60
    [*](XXXII)
  12. ἄνω· γινομένη[ς] γ(αρ) αὐτῆς τῆς ψυχῆς γί(νεται)·
  13. διὸ δὴ καὶ ῥη[τ]έον, ὅτι <οὐχ> ὅταν τ[ινὸς γένη]ται
  14. ἐκεῖνο γί(νεται) βαρύτερον, ἀλ(λὰ0 [ἐὰν] βαρέος