Fabulae Aesopeae
Babrius
Babrius. Babrii Fabulae Aesopeae. Crusius, Otto, editor. Leipzig: Teubner, 1897.
Οἱ λαγωοὶ συναχθέντες ἑαυτοῖς εἶπον· „ἀβίωτός ἐστιν ἡμῶν ὁ βίος· καὶ γὰρ ἀετοὶ καὶ κύνες τε καὶ ἄνδρες (e) ὡς οὐδὲν πάντες (i) καταπονοῦσιν ἡμᾶς. βέλτιόν ἐστιν ἡμᾶς ῥῖψαι εἰς τὴν λίμνην καὶ πνιγῆναι.
Ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οὐ δεῖ ἑαυτὸν ἀπογινώσκειν διʼ εὐτέλειαν σώματος ἢ πλούτου, ἀλλὰ παρηγορεῖν ἑαυτόν.
Ἐν συνόδῳ τῶν ἀλόγων ζῴων ὠρχήσατο πίθηξ καὶ εὐδοκιμήσας βασιλεὺς ὑπʼ αὐτῶν ἐχειροτονήθη (e). [*](Sequuntur fabulae quaedam pedestres, in quibus incerta dacty lorum vestigia inveniri primus observavit Eb p. 97. Dactylicus fabulas Babrianis adnexas legerunt Suidas, Georgides, alii) [*](26 Huds. -Hptum. 56 (Cor. 57 p. 34), indicavit Eb p. 97. — Cf. Babr. 25 || 6 sq. βάτραχοι 〈εὐθὺς〉 ? || 9 στ. φ. καὶ μὴ ἑαυτοὺς ἀποπνίξωμεν Hd, rest. (Cr. || 10 ζῶα ὡς ὁρᾶτε Hd, rest. Cr || Epim. 12 πλοῦτον Hd) [*](27 (Gb 279) FFur. 69; selectas lectiones repetii ex Ac 29 Ps 47 A 82 Pr 78. — Cf. Babr.130 || 1 ἐν σ. ποτὲ Ac | num ἐν σ. ζῴων ἀ. ? |ὠρχήσατο μιμὼ vix fuit; ὠρχεῖτο πίθηκος Gb: num in πίθηξ hypocoristico prior syll. producta || 2 κεὐδο-)
Ὁ μῦθος δηλοί, ὅτι οὕτω καὶ οἱ τοῖς πράγμασιν ἀπερισκέπτως ἐπιχειροῦντες ἐπὶ τῷ δυστυχεῖν καὶ γέλωτα ὀφλισκάνουσιν.