Fabulae Aesopeae

Babrius

Babrius. Babrii Fabulae Aesopeae. Schneidewin, Friedrich Wilhelm, editor. Leipzig: Teubner, 1865.

μέλλονθʼ ἑαυτὸν εἶδε κυριευθῆναι. . . . Τοὺς γνησίους τῶν φίλων αἱ συμφοραὶ δοκιμάζουσι.

. . . . . . . κατῆλθεν εἰς βαθὺν κρημνόν. . . . . . . . . . . . καὶ βοηθὸν ἐζήτει. . . .

Δέον τὰ τέλη τῶν πραγμιάτων ἡμᾶς περιορᾶν καὶ οὕτως τὴν τούτωον ἐγχείρησιν ποιεῖσθαι.

πτεροῖσι τοῖς ἐμοῖσι νῦν κατεβλήθην.“

Λίβυσσα γέρανος ἠδὲ ταὼς εὐπήληξ χλωρὴν ἀεὶ βόσκοντο λείμακος ποίην. . . . . .

στρουθὸς Λίβυσσα. . . . . . .

τοῦτον προσεῖπεν ἄμπελος „τί με βλάπτεις; μὴ οὐκ ἔστι χλοίη; . . . . . . .

οὔπω δὲ καιρός ἐστιν ἤιʼ ἀλλύειν.