Fabulae Aesopeae

Babrius

Babrius. Babrii Fabulae Aesopeae. Schneidewin, Friedrich Wilhelm, editor. Leipzig: Teubner, 1865.

Στικτή ποτʼ ηὔχει πάρδαλις φορεῖν μούνη δορὴν ἀπάντων ποικιλωτάτην ζῴων. πρὸς ἥν ἀλώπηξ εἶπʼ „ἐγὼ δὲ κἀκείνης κρείσσω τʼ ἔχω καὶ ποικιλωτέρην γνώμην.“

62

Ποιμήν τις εὗρε νεόγονον λύκου σκύμνον. . . . [γνώμη πονηρὰ χρηστὸν ἦθος οὐ τίκτει.]

Υἱὸν γέρων τις δειλὸς εἶχε γενναῖον. . . . χὥπως ἔχῃ τι βουκόλημα τῆς λύπης, ἀνέθηκε τοίχοις ποικίλας γραφὰς ζῴων. . . . . . . τῇδʼ ἐν οἰκίῃ κατεκλείσθην. . . . . . . . . ὄγκωμα μέχρι βουβῶνος.

ἅ σοι πέπρωται, ταῦτα τλῆθι γενναίως, καὶ μὴ σοφίζου· τὸ χρεών γὰρ οὐ φεύξῃ.

Ὑμηττία μέλισσα, κηρίων μήτηρ, . . . . ἀνῆλθεν εἰς θεῶν οἴκους. . . . . . . . . . . ἡ δʼ εἶπε „δός μοι κέντρον. . . . . καὶ μὴ θέλων ἔδωκεν· εἶπε γὰρ δώσειν . . . . ζωὴ γὰρ αὐτῆς ἐστὶ πετομένης κέντρον.

Χειμώνος ὥρῃ σῖτον ἐκ μυχοῦ σύρων ἔψυχε μύρμηξ, ὃν θέρους σεσωρεύκει. τέττιξ δὲ τοῦτον ἱκέτευσε λιμώττων, δοῦναί τι καὐτῷ τῆς τροφῆς, ὅπως ζήσῃ. „τί οὖν ἐποίεις φησί ,,τῷ θέρει τούτῳ;“ ,οὐκ ἐσχόλαζον, ἀλλὰ διετέλουν ᾄδων.“ γελάσας δʼ ὁ μύρμηξ, τόν τε πυρὸν ἐγκλείων, „χειμῶνος ὀρχοῦ“ φησίν, „εἰ θέρους ᾖσας.“

[κρεῖττον τὸ φροντίζειν ἀναγκαίων χρειῶν ἢ τὸ προσέχειν νοῦν τέρψεσίν τε καὶ κώμοις.]

63

. . . . . ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα. . . . ταύτης ἀκούσας μικρὰ τιττυβιζούσης. . . .

εἰ μὴ γὰρ ὑμεῖς στελεὰ πάντʼ ἐγεννᾶτε, οὐκ ἄν γεωργὸς πέλεκυν ἐν δόμοις εἶχεν.