Dialexeis

Maximus of Tyre

Maximus of Tyre. Maximi Tyrii philosophumena. Hobein, Hermann, editor. Leipzig: Teubner, 1910.

Τίς ἄν οὖν παρασκευὴ γένοιτο ἀνδρὶ φιλίας ἐραστῇ πρὸς τὸ κτῆμα τοῦτο; Χαλεπὸν μὲν εἰπεῖν, ῥητέον δὲ ὅμως·

[*](( 262/3)) ὡς οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά, οὐδὲ λύκοι τὲ καὶ ἄρνες ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν· οὐκ ἔστιν οὐδὲ ἀνδρὶ πρὸς ἄνδρα φιλίας ὁλκή, μέχρις ἂν αὐτῷ οἱ ὀφθαλμοὶ φαντάζωνται χρυσὸν καὶ ἄργυρον.

Κἂν τούτων ἀπαγάγῃς τὴν ὄψιν, οὐκ ἀπόχρη πρὸς φιλίαν ἡ καρυερία, ἀλλʼ ἐνοχλεῖ αὐθις ἢ παιδίσκων ὥρα, ἢ γυναικὸς κάλλος· κἂν καταμύσῃ πρὸς ταῦτα, [*](2. 3 πολεμοῦντας sq. νi simil. or. 26. 1 a; 29 5 c etiam or. 1.4e: 15.1 b: 39 31 || 10 χαλεπὸν sq. ut or. 22.6a || 15 οὐκ ἔστιν sq. cf. Gicer Lael. 10 33 Epici. lI 22 10 βάλε καὶ σοῦ καὶ τοῦ παι- δίου μέσον ἀγρίδιον . . βάλε κορασίδιον κομψὸν . . ἂν δὲ δοξά- ριον sq quod de canibus amicis carne vel ossibus proiectis in inimicos mutatis pronuntiat Themist. 22.269 b) [*](5 οἷς γὰρ — 6. 7 ταράττειν om. σ || 17 ἀπαγάγῃ Mα(δΔ⁰) 18 ἡ καρυερία vel καρυηρία (καρυερία R) scil. κυβεία (‘non suf- ficit ad amIcitiam iungenodan contentum esse nucibus ludere i. e. auro argentoque plane neglecto lucri ex amcitia faciendi spem deponere neque usum capere amicum ex amico velleʼ) καρ- τερία cert. (δΔ) || 18. 19 παιδικῶν α(δΔ) || 19 καταμύσῃς Duebn. )

409
(Plat. Alcib. l 132a) εὐπρόσωπος ὁ τοῦ μεγαλήτορος Ἐρεχθέως δῆμος, καὶ τὰ ἐν ἐκκλησίαις κηρύγματα, καὶ ἡ ἀπʼ αὐτῶν δόξα, κοῦφον χρῆμα, καὶ πᾶσαν γῆν ὀξέως ὑπεριπτάμενον.

Κἂν ὑπερίδῃς ταύτης, οὐχ ὑπερόψει δικαστηρίου· κἂν ὑπερίδῃς τούτου, οὐχ ὑπερόψει δεσμωτηρίου· κἂν ἐνέγκῃς δεσμά, οὐχ ὑπερόψει προσιόντος τοῦ θανάτου.