Scholia in Euripidis Hecubam (scholia vetera et scholia recentiora Thomae Magistri, Triclinii, Moschopuli et anonyma)

Scholia in Euripidem

Scholia in Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis tragoedias, Volume 1. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.

699. ψαμάθῳ: ἄμμῳ. ἄμμος τὸ τῆς γῆς χῶμα παρὰ τὸ ἀμαθὲς καὶ ἀμέτρητον εἶναι. Gu. ἄμμος ἡ ἐν ξηρᾷ, ὡς ἐν ἐρήμῳ, ψάμαθος ἡ ἐν θαλάσσῃ. Gr. λευρᾷ: ὁμαλῇ ψάμμῳ. M. ὁμαλῇ, πλατείᾳ. Gr. λεπτῇ. Gu.

701. πόντου: θαλάσσης αὐτόν. Gr. πόντος ποιητικῶς τὸ πέλαγος, κοινῶς δὲ μέρος θαλάσσης· ὅθεν καὶ ποντικοὶ οἱ ἐν τῇ ξηρᾷ τοῦδε τοῦ μέρους κατοικοῦντες. Gr.

ἐξήνεγκε: ἔξω ἔφερε. Fl. 56. 59. ἐξήνεγκεν ἡ κρίσις λόγους, ἐξήνεγκεν ἡ θάλασσα Πολύδωρον. Fl. 33. πελάγιος κλύδων: περιφραστικῶς τὸ πέλαγος. Fl. 17. τὸ ὕδωρ. Fl. 59.

702. ὤμοι αἶ αἶ: ἔμαθον τὴν νυκτερινὴν ὄψιν τῶν ἐμῶν ὀφθαλμῶν, οὐ παρέβη με τὸ φάσμα τὸ σκοτεινὸν καὶ ταχέως ἀφιστάμενον, ὃ ἐθεασάμην, ὦ τέκνον, περὶ σοῦ, οὐδαμῶς ὄντος ἐν τῷ φωτὶ τοῦ Διός. I.

ἔμαθον: ἔγνων. Gu. Fl. 17. ἔγνωκα. Fl. 6. 9. 21. 56. 59. 76. τὸ ἐνύπνιον ἢ πρὸς τὸ ὄψιν συναπτέον, ἵνʼ ᾖ τὴν ἐνύπνιον καὶ κατὰ τοὺς ὕπνους φανεῖσάν μοι ὄψιν τῶν ἐμῶν ὀμμάτων, ἢ πρὸς τὸ ἐνύπνιον ὑποστικτέον, ἵν’ ᾖ τὸ ὄψιν τῶν ἐμῶν ὀμμάτων, ὥσπερ ἑρμηνεία τοῦ ἐνύπνιον. κρεῖττον δέ ἐστι τὸ πρῶτον. Gu. I. ὀμμάτων: τουτέστιν ἢν εἶδον τὰ ἐμὰ ὄμματα. Fl. 6. 9. 21. 56. 59. 76. Gr. ἔμαθον τὸ ἐνύπνιον τῶν ἐμῶν ὀμμάτων, διελύθη τὸ ὄναρ, ὅπερ εἶδον· εἰς γὰρ τὴν ἀρχὴν τοῦ δράματος εἶδε τοῦτο ἡ Ἑκάβη· οὐδὲ γὰρ ἦλθε τὸ φάντασμα ὡς οὐδὲν, οὐδὲ ἡ μελανόπτερος ὄψις, ἣν εἶδον, ὦ παῖ, διὰ σὲ οὐκέτι μέλλοντα ὁρᾶν τὸ φῶς, ἀλλὰ ἀληθὲς ἀπεδείχθη. μελανόπτερον δὲ τὴν ὄψιν, καὶ τὰ μὲν πτερὰ διὰ τὴν ταχύτητα καὶ τὴν ἀνυπόστασιν, ἣν ἔχει, καὶ ἀφανίζεται εὐθέως ἀποχωρήσαντος τοῦ ὕπνου, μέλανα δὲ διὰ τὸ σκοτεινὸν τῆς νυκτός. Fl. 59.

703. παρέβα: παρῆλθε. B. Gr. παρέδραμε, ἀλλʼ ἐγνώσθη. Gu. φάσμα: φάντασμα. Fl. 6. 9. 21. 56. φαντασία. Fl. 59. ὄνειρον. Fl. 17. τὸ βλεπόμενον. FI. 33.

[*](18. τὸ ἐνύπνιον] τὸ om. I. ib. τὴν ἐνύπνιον] τὸ ἐνύπνιον I. 22. ἣν] ἃ Gr.)
397

705. μελανόπτερον: τὸ σκοτεινόν --- ἀφιπτάμενον. B. σκοτεινὸν καὶ ἄγνωστον. μεσεμβόλημα. Gu.

706. τὸ ἅν πρὸς τὴν ὄψιν ἐστὶ, τὸ δὲ οὔ με παρέβα μελανόπτερον φάσμα διὰ μέσου. Gu. ἐσεῖδον: ἀντὶ τοῦ εἶδον. Gu. Fl. 6. 9. 21. 56. 59. 76. ἀμφί σʼ: οἰκτρόν. Fl. 17. περὶ σοῦ. Gr. Ἰωνικῶς. Gu.

708. ὄντα: πρὸς τὸ σημαινόμενον τοῦ, ὦ τέκνον, ὦ παῖ, ἀπέδωκε τὸ ὄντα· εἰ γὰρ πρὸς τὸ τέκνον, ὅν ἔδει εἰπεῖν. Gu. οὐκέτι μέλλοντα ἔσεσθαι. Fl. 59. λείπει τὸ ὡς, ὡς οὐκέτʼ ὄντα Διὸς ἐν φάει. A.B.M. Fl. 21. Διός: τοῦ ἀέρος. Fl. 6. 9. 21. 56. 59. 76. φάει: ἐν τῷ παρόντι βίῳ. Fl. 56. ἤγουν οὐ ζῆς. Fl. 21.

709. τις γάρ: τίς δέ. Fl. 59. τίς γάρ νιν ἔκτεινεν, ὦ ἐξ ὀνειράτων φρονοῦσα καὶ διανοουμένη Ἑκάβη M. τίς αὐτὸν ἐφόνευσεν; γινώσκεις, ὦ ἐξ ὀνείρων φρονοῦσα καὶ διανοουμένη, εἰπεῖν; Fl. 59. ὀνειρόφρων: ὡς ὄνειρον φρονοῦσα καὶ διανοουμένη Ἑκάβη. B. ὦ ἡ ἀπὸ τῶν ὀνείρων διανοουμένη. Gr. ἡ τοὺς ὀνείρους κρίνουσα, ἡ φρονοῦσα καὶ πιστεύουσα τοῖς ὀνείροις. Gu. τοῦτο λέγει ἡ θεράπαινα διὰ τὸ εἰπεῖν τὴν Ἑκάβην, ἔμαθον ἐνύπνιον. Gr. ἀκούσασα ἡ θεράπαινα τὴν Ἑκάβην λέγουσαν ὅτι οὐ παρῆλθε τὸ φάντασμα ψευδὲς, λέγε, ὦ ὀνειρόφρον, ἤγουν τὸ ὄνειρον φρονοῦσα λέγειν τὴν ἀλήθειαν, καὶ τίς ἐφόνευσεν αὐτόν. Fl. 59.

710. ἐμὸς φίλος ἔκτεινεν Θρᾲξ, ὅπου ὁ πατὴρ ὁ γέρων ἔκρυψεν αὐτόν. B.

ξένος: φίλος. κατʼ εἰρωνείαν λέγει τὸ φίλος ἡ Ἑκάβη. Gr. κατʼ εἰρωνείαν εἴρηται, ὀνομαζόμενος φίλος. B. ἱππότας: φίλιππος. Gr. Fl. 6. 9. 21. 56. 59. 76. φιλιππικός. Fl. 17. καβαλλάριος. Fl. 33.

[*](3. τὸ ἄν] τὸ ἂν δὲ I. chartacea, numeris 17. et 18. no- 9. Διὸς ἐν φάει om. A.B.M. tata, quorum pagina quarta (fol. 18. ἀκούσασα—τίς ἐφόνευσεν αὐ- 18b.) vacua est, tres priores pagi- τόν] Brevius in A. ὦ ἐξ ὀνείρων φρο- nae versus continent 712.—781. a νοῦσα καὶ διανοουμένη Ἑκάβη, τίς ἐφό- manu recenti scriptos, scholiis per- νευσεν αὐτόν. Quod scholion ulti- paucis. mum est folii 16b. post quod de- 24. κατʼ εἰρωνείαν εἴρηται etiam cem exciderunt folia versus com- Gu. Florr. 21. 25. 33. κατʼ εἰρωνείαν plexa 712 (οἴμοι—κτανών) —1068. (εἴρηται addit 21.) ἢ ὀνομαζόμενος φί- (φέγγος ἀπαλλάξας.) Horum foliο- λος. MATTH. rum loco dua inserta sunt folia)
398

712. ὢμοι, τί λέξεις: οἴμοι τί λέγεις: ἔκτεινε δηλονότι, ἵνα κτανὼν ἔχῃ τὸν χρυσόν; I. τί λέξεις: τί λέγεις. Gr. ἤγουν τίνα αἰτίαν ἐρεῖς τοῦ θανάτου Gu. τὸν μέλλοντα ἀντὶ ἐνεστῶτος. Fl. 59.

713—717. ἄρρητα: οὐ δυνάμενα ῥηθῆναι, περαιτέρω, μείζονα θαυμάτων, οὐχ ὅσια, οὐδὲ φορητά. I. ποῦ ἐστιν ἡ δικαιοσύνη τῶν φίλων, ἢ ποῦ ἐστιν ἡ Δίκη τῶν ξένων, ἤγουν ἡ τούτους ἐφορῶσα θεὸς καὶ τιμωρουμένη τοὺς αὐτοὺς ἀποκτείναντας, ὃ καὶ κρεῖττόν ἐστιν τοῦ προτέρου. Gu. I. ὦ καταρῶν ἄξιε ὑπὲρ πάντας ἀνθρώπους, Πολυμῆστορ, μονονουχὶ καὶ εἰς μέρη διεῖλες τὰ τοῦ παιδὸς μέλη, ὅστις ἐμέρισας τὸ σῶμα, κόψας φασγάνῳ σιδηρῷ. I.

ἄρρητα: οὐ δυνάμενα ῥηθῆναι· ὑπερβολικῶς δὲ λέγεται. Gr. τὰ καταλαβόντα ἡμᾶς πράγματα καὶ ἃ ἐκεῖνος ἐποίησε. Gu. μὴ δυνάμενα λεχθῆναι βλέπω. Fl. 59. ἀπόρρητα καὶ ἀδιήγητα ταῦτα τὰ παρόντα δηλονότι. B. M. Fl. 10. 33. τὸ ἄρρητον λέγεται τριχῶς· ἐπὶ ἀγαθοῦ, ὡς τὸ ἄρρητος ἡ φιλανθρωπία τοῦ θεοῦ· ἐπὶ κακῆς τινος πράξεως, ἧς διὰ τὸ κακὸν οὐκ ἔστι καλὸν ῥηθῆναι ταύτην· καὶ ἐπὶ πολλῆς θλίψεως, ὡς καὶ νῦν. Fl. 59. ἀνωνόμαστα: μὴ δυνάμενα ὀνομασθῆναι. Gu. τὸ ἀνωνόμαστα μεγεθύνεται, ὡς τὸ ἀνώνυμος καὶ τὰ παρʼ αὐτοῦ. Fl. 59. πέρα: ἐπέκεινα. Gu. Fl. 6. 9. 17. 50. 59. 76. περαιτέρω καὶ μείζονα. B. M. περαιτέρω. Fl. 10. 21. 33. ὅτε μὲν δηλοῖ τόπον, γράφεται μετὰ τοῦ ν, ὡς τὸ πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅτε δὲ χωρὶς τοῦ ν, δηλοῖ τὸ ἐπέκεινα.

715. ὅσια: δίκαια. Gr. Fl. 21. 56. τὸ ὅσιον ἐπὶ θεοῦ, τὸ δὲ δίκαιον ἐπὶ ἀνθρώπου, τὸ κηδεμονικὸν ἐπὶ ζώων. Fl. 33. ἀνεκτά: ὑπομονητά. Gu. φορητὰ πάσχομεν δηλονότι. Gr. δίκα ξένων: ἡ ἔφορος τῶν ξένων. Gr. Fl. 6. 9. 21. 56. 59. 76. ποῦ τὸ δίκαιον 5. μείζονα Κing. Ω μείζονα I. 9. προτέρου] πρώτου νοῦ I. [*](6 κοῦ] ἢ κοῦ Gu., ἢ ab rubica- ib. Πολυμῆστορ] πολυμήστορ(sic)I. tore addito. In Gu. lemma est 10. ὅστις—σιδηρῷ om. B. δίκα ξένων, in 1. ποῦ δίκη ξένων. Ver. 14. ἀπόρρητα] ἤγουν ἀπόρρητα B. ba ποῦ ἐστιν ἡ δικαιοσύνη τῶν φίλων ib. καὶ ἀδιήγητα om. Fl. 10. cum lemmate ποῦ δίκα ξένων in I. 15. δηλονότι om. B. Fl. 10. leguntur etiam supra post verba διὰ 19. ὡς addidit Matth. μέσου, quibus finitur scholion v. 706. 23. χειμάρρου τῶν κέδρων] Reg. 2 7. θεὸς proximumque τοὺς om. 1. 15, 23.)

399
τὸ ἐν τοῖς φίλοις (τοῦ ξενίου Διός addit 10.) ἢ ποῦ ἡ ἐκδίκησις τῶν ξένων. Gu. Fl. 10. 21. ποῦ ἐστιν ἡ δίκη τῶν φονευόντων τοὺς ξένους. Fl. 59.

716. ὦ κατάρατʼ:  ὦ κατάρας ἄξιε ὑπὲρ τοὺς ἀνθρώπους Πολυμῆστορ. M. ἀντὶ τοῦ καταρατότατε. (Fl. 6. 9. 21. 56. 59. 76.) τοῦτο πρὸς τὸν Πολυμήστορα (Fl. 17. 59.) λέγει ἡ Ἑκάβη βλέπουσα τὰς τομάς. Gr. διεμοιράσω: ἔκοψας. Gr. μονονουχὶ εἰς μέρη διεῖλες. B. M. Gu. ἔταμες. Fl. 17. ἤγουν εἷλες. Fl. 6.

718. φασγάνῳ: ξίφει. Gr. Fl. 6. 9. 17. 21. 56. 59. 76.

720. μέλεα: εἰς μέλη. Gr. ᾤκτισας: ᾤκτειρας. Fl. 10. 17. 59. ἠλέησας. Gr.

721. ὡς: λίαν. Gr. ὄντως, λίαν. Fl. 17. 59. πολυπονωτάτην: πολυστένακτον. Fl. 33. πολύλυπον. Gr. ἀθλιωτάτην. Gu.

723. δαίμων: κακοποιὸς θεός. Fl. 17. ὁ θεός. Gr. ἡ τύχη. Gu. βαρύς: κακός. Fl. 21. 56. κακωτικὸς, ἐπαχθής. Gr. πολέμιος, κακοποιὸς, ἐπώδυνος. Gu.

724. ἀλλ᾿  εἰσορῶ γάρ: τὸ ἀλλά πρὸς τὸ τοὐνθένδε συναπτέον. τὸ δὲ “εἰσορῶ γὰρ τοῦδε δεσπότου δέμας Ἀγαμέμνονος” διὰ μέσου. Gu. I. περιφραστικῶς δὲ τὸ τοῦ δεσπότου Ἀγαμέμνονος δέμας, ἀντὶ τοῦ, τὸν δεσπότην Ἀγαμέμνονα. I. τὸ γάρ περισσὸν κατὰ συνήθειαν τραγικήν. Gu.

725. τοὐνθένδε: κατὰ τὸ ἀπὸ τοῦδε. I. ἕνεκα τούτου. Fl. 17. ἀπεντεῦθεν, ἀπὸ τοῦ νῦν. Fl. 6. 10. ἀπὸ τοῦ νῦν, τοπικὸν καὶ χρονικόν. Gu. σιγῶμεν: αἰδεσθεῖσαι αἱ γυναῖκες τὴν παρουσίαν τοῦ Ἀγαμέμνονος, σιγῶσιν, ὡς δεσπότην αὐτῶν ὄντα. Fl. 59. φίλαι: γυναῖκες. Fl. 56. Τρῳάδες δηλονότι. Fl. 21.

726. Ἑκάβη, τί μέλλεις: Ἑκάβη, διὰ τί βραδύνεις τὴν σὴν [*](1. ἐν τοῖς φίλοις B., qui reliqua του] κατὰ περίφρασιν ἀντὶ τοῦ δεσπό- om. ἐν τῷ ξένῳ Fl. 21. In M. κοῦ του Gr. In B. M. Fl. 10. 33. περι- τὸ δ, τὸ ἐν τῷ ξένῳ. φραστικῶς τὸν δεσπότην :— 5. καταρατότατε] καταρώτατε Gr. 27. Ἑκάβη—καλῶς ἐστι] Haec (sed superscripto ατ ab Gu.) et omnia desunt in 1. Addidit King., Florr. non e codice, ut opinor, sed e 7. μονονουχὶ om. Gu. glossis suprascriptis et scholiis 17. πρὸς τὸ] Aberat τό. editis a se concinnata. quod e 18. τοῦδε] τοῦ I. comparatis scholiis, imprimis Guel. 19. περιφραστικῶς δὲ τὸ τοῦ δεσπό- pherbytanis, patebit. MATTH.)

400
θυγατέρα θάπτειν ἐλθοῦσα, καθάπερ ὁ Ταλθύβιος ἀνήγγειλέ μοι, μὴ ψαύειν μηδένα τῶν Ἀργείων τῆς σῆς θυγατέρος. ἡμεῖς μὲν οὖν εἰάσαμεν, οὐδὲ ἐψαύσαμεν· σὺ δὲ βραδύνεις, ὥστε με θαυμάζειν. μέλλω δὲ ἀποστελεῖν σε· τὰ ἀπʼ ἐκείνου γὰρ μέρους καλῶς ἐπράχθησαν, εἴ τι τῶν πραχθέντων καλῶς ἐστι.

τί μέλλεις: διὰ τί βραδύνεις. Gr. ὑπερτίθης. Gu. μέλλειν τὸ βραδύνειν, τὸ ἀποκεῖσθαι, καὶ τὸ φαίνεσθαι. Gr. I. κρύπτειν τάφῳ: θάπτειν. Gu.