De Resurrectione
Methodius
Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917
εἶτα· Ἀλλὰ καὶ ὁ Σαμουὴλ φαινόμενος, ὡς δῆλόν ἐστιν . . . , ὁρατὸς ὢν παρίστησιν ὅτι σῶμα περιέκειτο, μάλιστα ἐὰν ἀναγκασθῶμεν ὑπὸ τῶν ἀποδείξεων τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀσώματον εἶναι καθ’ ἑαυτὴν ἀποφήνασθαι.
ἀλλὰ καὶ ὁ κολαζόμενος πλούσιος καὶ ὁ ἐν κόλποις Ἀβραὰμ πένης ἀναπαυόμενος, πρὸ τῆς παρουσίας τοῦ σωτῆρος καὶ πρὸ τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος καὶ διὰ τοῦτο πρὸ τῆς ἀναστάσεως <γενόμενοι, καὶ> λεγόμενοι ὁ μὲν έν Ἅιδου κολάζεσθαι, ὁ δὲ ἐν κόλποις Ἀβραὰμ ἀναπαύεσθαι, διδάσκουσιν ὅτι καὶ νῦν <ἐν> τῇ ἀπαλλαγῇ σώματι χρῆται ἡ ψυχή.
Ὄχημα ἄλλο <τι> ὁμοιοειδὲς τῷ αἰσθητῷ τούτῳ μετὰ ἐντεῦθεν ἐκδημίαν ἔχειν ἐκτιθέμενος τὴν ψυχήν, ἀσώματον ὑπό τι [*](2 Luk. 16, 28 — 9 I Sam. 28, 12; vgl. Orig. engastrim. (Origen. Werke III) c. 6ff S. 288, 6 Kl) [*](1 βίῳ] κόσμῳ schwer]. S 2 οἰομένων] αὐτῶν S 4 τὰ ἐνταῦθα < S 5 S: τούτων Phab | τ. δάκτ. κ. τ. γλῶσσαν S 6 κ. τὴν ἀνάκλησιν Phb: < 7 σχῆμα Ph Kl, vgl. S. 416, 6. 12. 16. 21: ὄχημα S, vgl. Ζ. 19 S. 41.5, 2 Symp. S. 7, 19 | ὂν] ἐν | κ. τῶι γηΐνω < S | σώματος σχήματι S | οὕτως < S γοῦν: »auch irgendwo« S | ἱστορεῖται S 161 | φαινόμενος — σχ·ήματι Ζ. »daß er in Gestalt des Fleisches erschien« S 1) δρᾶται Pha | εἶτα] er« + S 10 ὡς δῆλον] <jako< jave S | δῆλον ἐστιν] »und es Schrift Gewalt an, welche nicht wollen, daß Samuel nach dem Tod dem Saul weissagt + S | δρᾶ ὤν Phb; < S 11 ὑπὸ < S 12 καὶ ταύτην Phab) ἀποφήν. < S 13 πένης: »Lazarus« S 14 σωτῆρος] 15 γενόμ. καὶ + S 16 κο λάζεσθαι Ph b 235: κολαζόμενος S ἐν κολπ. Ἀβρ. ἀναπ.] ἐν φωτὶ ὤν S 17 διδάσκεται las schwerl. S (javljaetsja »erscheint«, wohl aus javljajut) | νῦν Pha 313r b | ἐν + Bekker (w. e. seh. S) 19 πρὸς ταῦτα ὁ ἅγιος τάδε φησι· vor Ὄχημα + Ph | Ὄχημα S: σχῆμα Ph | αἰσθητῷ: »fleischlichen« übersetzt S | μετὰ — ἐκδημίαν Ζ. 20 < S 20 ἔχειν: »brauchen« »bedürfen« S | ἐκτιθ.: »meinend« S | ἀσώματον — αὐτήν S. 415, 1 <S)
εἰ μὲν οὖν ὑπὸ ἀλόγου οὐ περιείλκετο ὅλως ἐπιθυμίας, οὐδὲ συμμετεβάλλετο ἀλγοῦντι καὶ πάσχοντι τῷ σώματι ἀσώματον γὰρ σώματι ἢ σῶμα ἀσωμάτῳ οὐκ ἄν ποτε συμπάθοι), ἠν ἂν ἀσώματον δόξαι αὐτὴν ἀκολούθως τοῖς εἰρημένοις.