De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

ἀρχαγγέλου<, καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, ἔπειτα »ἡμεῖς οἱ ζῶντες«, τουτέστιν αὐτὰ ἡμῶν [*](2 vgl. Amos 9, 11; De res. I, 51, 5. II, 21, 4 — 5 vgl. Symp. 9, 2 S. 116, 7 f — 8 vgl. Ezech. 37, 4 — 10 vgl. s. 23, 5. 11. 231, 2. 275, 4. 384, 8 — 12 Ezech. 37, 5. 6 — 15 I Thess. 4, 16 f) [*](1 ff vgl. Greg. Nyss. De an. et res. 244 B (136 Oehler) — 16—S. 376, 6 Phot. Bibl. 234 S. 298b, 14—22) [*](1 οὖν] μὲν Cr | φράσατε < S | εἰσήχθη: »ward geboten« S | μήνυμα verbindet S mit dem Folgenden 1 ff Greg. τούτου χάριν . . ὁ . . κύριος ἑαυτὸν ἐπέφανεν ἡμῖν, ὡς ἂν συσταίη τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει ἡ τοῦ διαλυθέντος ἡμῶν οἰκητηρίου σκηνοπηγία 1 f τῆς ἀληθ. ἡμ . . . τ. σκηνῆς: »nun uns . . der Auferstehung unserer Hütte« S 2 ὦ ἄνδρες < Cr | ἣν] τὴν Cc | εἰς φθορὰν < S 5 f ἐν τῇ ἀν.] τῆς ἀναστάσεως w. e. sch. S 6 ὁπότε—ἀνίστανται Ζ. 7 < S, wohl wegen des Homoioteleuton | ὅπον τε Cc 7 συμφωνίας C < S | τ. ἁρμονίας] τὰς ἀρμογὰς Jh, aber vgl. Ezech. 37,7 10 ἀριστοτέχνα 1. Hd. Cc 11 συμμιγνῦντος Cr | τοιούτοις] τοῖς πρῶτοις 1. Hd. Cc | τὸ < Cr 12 ἰδού etc. — »verheißen« S. 377, 10 < C | ἰδού — ἀρχαγγέλου z. 16 S, der griech. Text aus Ezech. 37, 5. 6 und I Thess. 4, 16 13 ἐφ᾿ ὑμᾶς vor νεῦρα + Ezech. 37,6 16 ἀρχ. S 130 | καὶ οἱ—ἀπειλήφαμεν S. 376, 6 Ph | ἐν Χριστῷ < S 17 ἐπειτα —ζῶντες < S | ζῶντες] ὁ ἅγιος Μεθόδιος οὕτω φησί + Ph | αὐτὰ . . ταῦτα S. 376, 1: »jene« S)

376
ταῦτα τὰ σώματα· »ἡμεῖς« γὰρ »οἱ ζῶντες« αἱ ψυχαί ἐσμεν, οἱ ἀπολαμβάνοντες ἐγερθέντας ἐκ τῆς γῆς τοὺς νεκρούς, ἵνα »εἰς ἀπάντησιν« »ἅμα αὐτοῖς« αὐτοῖς« ἀρπασθέντες τοῦ κυρίου ἐνδόξως ἑορτάσωμεν αὐτῷ τὴν φαιδρὰν τῆς ἀνασ΄τασεως ἑορτὴν, ἀνθ᾿ ὧν αἰωνίους ἡμῶν τὰς σκηνάς, <τουτέστι τὰ σώματα,> οὐκέτι τεθνηξομένας ἢ λυθησομένας, ἀπειλήφαμεν. <»ἀναστήσω«, γάρ φησι, »τὴν σκηνὴν Δαυὶδ τὴν πεπτωκυῖαν καὶ τὰ πεπτωκότα αὐτῆς ἀνοικοδομήσω καθὼς αἱ ἡμέραι τοῦ αἰῶνος«<.

Εἰ τιμιώτερον σῶμα ἀνθρώπου τοῦ ἄλλων ζῴων, ὅτι χερσί τε θεοῦ λέγεται πεπλάσθαι καὶ ὅτι τιμιωτέρου τῆς ψυχῆς τετύχηκεν ὅχημα, πῶς τοῦτο μὲν ὀλιγοχρόνιον, ἀλόγων δέ τινων πολλῷ πυλυχρονιώτερα; ἢ δῆλον ὡς ἡ τούτου πολυψρόνιος ὕπαρξις μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἔσται;

Aber daß die Leiber der Menschen die Unsterb- [*](2 I Thess. 4, 17; Symp. 6, 4 S. 69, 8ff. De res. II, 15, 3. 7 S. 362f. III, 21, 12 — 6 Amos 9, 11 — 9 vgl. De res. I, 34f s. 273ff. Justin De res. (S. Parall. 107, 265ff Holl). Iren. Adv. haer. V, 5, 1. Klem. Alex. Paed. I, 3 S. 94, 9ff Stählin. Tert. De resurr. 5—7 —10 vgl. S. 7, 19. 414, 19. Plato Tim. 69 C) [*](1 Oekumenius zu I Thess. 4, 16ff PGr 119, 92 A B — 9—13 Phot. Bibl. 234 S. 301 b, 18—23; vgl. z. B. Makar. Magn. 30 S. 222, 27) [*](1 Oekum. ζῶντας τὰς ψυχάς, κοιμηθέντα δὲ τὰ σώματα λέγει. . . λέγει οὖν ὅτι οἱ ζῶντες αἱ ψυχαὶ οὐκ ἂν τὰ σώματα προφθάσωμεν ἐν τῇ ἀναστάσει . . . οὕτως ὁ ἐν ἁγίοις Μεθόδιος ἐν τῷ περὶ ἀναστάσεως λόγῳ 2 ἐγερθέντας S: ἐγερθέντες Ph | ἐκ τῆς γῆς <S 3 τοῦ κυρίου < S | σὺν αὐτῷ S 4 τὴν Ph b 233 | φαιδρὰν < S 5 τ. τὰ σ. + S | οὐκέτι — λυθησομένας < S 6 ἀπειλ.] es endet Ph | ἀναστήσω — αἰῶνς Ζ. 8 aus S Amos 9,11 7 τὰ πεπτωκότα?: »das Zerst:orte« S | ἀνοικ. Amost 9, 11: καὶ ἀναστήσω αὐτὴν S 9 Εἰ—ἔσται Ζ. 13 Ph: »Ferner; leben nicht viele Geschöpfe, wie die Elefanten und Raben, so lange Zeit, aber sein persönlich eigenes Geschöpf, der Mensch, der das Ebenbild Gottes besitzt, wegen dessen alles dies geworden ist, sollte schnell alternd vergehen?« S | Justin ὁ δὲ θεὸς τὸ αὐτοῦ κτῆμα καὶ πλάσμα περιεῖδεν ἂν ὡς τὸ μὴ ὄν; — Iren. εἰθισμέναι γὰρ ἦσαν ἐν τῷ Ἀδὰμ αἱ χεῖρες τοῦ θεοῦ ῥυθμίζειν καὶ κρατεῖν καὶ βαστάζειν τὰ ἴδιον πλάσμα. Klem. καὶ τὰ μὲν ἄλλα κελεύων μόνν πεποίηκεν, τὸν δὲ ἄνθρωπον δι᾿ αὑτοῦ ἐχειρούργησεν καὶ τι αὐτῷ ἴδιον ἐνεφύσησεν. Tert. 5 homo . . ab ipso Deo exstructus est, ut dominus esse posset, dum fit a domino. 6. . . totiens honoratur quotiens manus Dei patitur. 7 habes et limum de manu Dei gloriosum et carnem de adflatu Dei gloriosiorem, quo . . et animae rudimenta suscepit | τιμωτέρον τῆς λογικῆς Phb 11 ὀχήματος corrig. in Pha 13 vor »Aber (>Und<?) daß« + »Daß die Leiber der Menschen die Unsterblich. keit ererben werden (>teilhaftig sind<)«)

377
lichkeit ererben werden, durch die Kraft Gottes, wohin (worein?) er will umgewandelt, sei es zur Auflösung, sei es zur Hestellung, ist ein großes Wahrheitszeugnis die vierzigjährige Wanderung des Vlkes in der Wüste, wo ihnen nicht nur die Leiber gesund blieben und ohne leiden, sondern auch die Kleider und Schuhe nicht alterten, wie er im Deuteronomium sagt.

Wenn aber nun diese vergänglichen, schnell alternden Kleider so lange zeit aushielten, indem Gott es so befahl und uns kund tat, wie ist es möglich die Auferstehung nicht zu glauben in betreff der Leiber, welche, nachdem er sie selbst geschaffen, wieder aufzuwecken er verheißen?

Ἐθεασάμην γὰρ ἐν Ὀλύμπῳ ἐγὼ — ὄρος δέ ἐστιν ὁ Ὄλυμπος τῆς Λυκίας — πῦρ αὐτομάτως κατὰ τὴν ἀκρώρειαν τοῦ ὄρους κάτωθεν ἐκ τῆς γῆς ἀναδιδόμενον, περὶ ὃ πῦρ ἀγνος φυτὸν ἑστός, οὕτω μὲν εὐθαλὲς καὶ χλοερόν, οὕτω δὲ σύσκιον, ὡς ὑποτοπῆσαι παρ᾿ ὕδωρ μᾶλλον ἀένναον αὐτὸ βεβλαστηκέναι.

δι᾿ ἣν αἰτίαν οὖν, εἰ φύσεις εἰσὶ φθαρτῶν καὶ ὑπὸ πυρὸς καταναλισκομένων σωμάτων καὶ ἀδύνατον ἀκαυστα διαμεῖναι τὰ ἅπαξ φύσεως ὑπάρχοντα καυ- [*](3 Deut. 29, 5 — 11 vgl. Acta Pion. 4, 21 (Ausgewählte Märtyrerakten S. 100, 8 ff v. Gebhardt)) [*](11—S. 378,13 (11—379, 8 S. Parall. 429, 37ff) Phot. Bibl. 234 S. 298b, 23—40. Pitra Anal. Sacra IV, 202f. 435f) [*](1 »er. w.« »teilhaftig sind« sutj pričjastna 1f »er will« S 130v 2 »Herstellung« sŭstavlenie: »Aufschub« stavlenie Sb 3 »Wahrh.« istinjstvo 4 »wo« iŽde: »welche« iŽe S 11 es beginnen Ph C Syr (in B Bl. 2v, Lemma Sancti Methodii ex tractatu de resurrectione) | vor Ἐθεασάμην »Von dem in Olympus aufsteigenden Feuer« + S | γὰρ < Ph; γοῦν S | ὄρος: civitas Syr 11f ὁ Ὄλυμπος < C Syr: οὗτος S 12 κατὰ — κάτωθεν Ζ. 12 f < S 13 ὃ πῦρ: et . . ignem Syr | ἄγνου φυτὸν ἐστὼς C: »ist ein Baum« S; arborem dictam pulchram ipsius lateri asidentem Syr | ἐστὸς] ἐστιν Ph 14 οὕτω μὲν] πάνυ w. e. sch. s, < Syr | εὐθαλὲς: »schön« S | δὲ σύσκιον < Syr | ὡς—βεβλαστηκέναι Z. 15: »wie auch nicht die am Wasser stehenden Bäume seien« S 14 f ὑποτοπῆσαι (ὑποτοπᾶσαι Cr) παρ᾿ (<Cr) ὕδωρ C (vgl. S), ὑποτ. παρὰ ὑδάτων πηγὴν Syr: ὑπὸ πηγῆς αὐτὸ δοκεῖν Ph 15 μᾶλλ. Cc 84v | φύσεις—καυστικῆς Ζ. 17f < S | εἰ φύσεις εἰσὶι: ἡ φύσις ἐστὶ Cc | ἀναλισκομένων Ce: καταναλουμένων RH 17 καὶ ἀδύνατον—καυστθξῆς Ζ. 17f < 17 f τῆς καυστικῆς Cr)

378
στικῆς, οὐ μόνον οὐ καταφλέγεται τὸ φυτὸν τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἀκμαιότερον μᾶλλον ὑπάρχει καὶ χλοερώτερον, ὃ τῇ φύσει ἐστὶν εὔκαυστον, καὶ ταῦτα περὶ αὐτὰς αὐτοῦ τὰς ῥίζας τοῦ πυρὸς ἐντυφομένου;

κλάδους γοῦν ἐγὼ δένδρων ἐκ τῆς παρακειμένης ὕλης ἔρριψα καθ᾿ ὃν ἀνερεύγεται τὸ πῦρ τόπον, καὶ εὐθέως εἰς φλόγα ἀρθέντες ἐτεφρώθησαν.

φράσατε οὖν δή, δι᾿ ἣν αἰτίαν τὸ μὴ ὑποφέρον μηδὲ τὴν ἐξ ἡλίου δέξασθαι ἔκκαυσιν, ἀλλὰ ξηραινόμενον ἐὰν μὴ ἀρδευθῇ βραχέν, τοσούτῳ πυρὸς φλογμῷ συνεχόμενον . . οὐ καταναλίσκεται, ἀλλὰ ζῇ

τε καὶ θάλλει; τί οὖν βούλεται τὸ παράδοξον; δεῖγμα τοῦτο τῆς μελλούσης ὁ θεὸς ἡμέρας καὶ προοίμιον ἔθετο, ἵνα γινώσκωμεν ἐνδηλότερον ὅτι πάντων πυρὶ καταβασίῳ κατομβρουμένων τὰ ἐν ἁγνείᾳ σώματα διατρίψαντα καὶ δικαιοσύνῃ καθάπερ ψυχρῷ ὕδατι τῷ πυρί, οὐδὲν ἀλγυνόμενα πρὸς αὐτοῦ, ἐπιβήσονται.

ἀληθῶς γάρ, ὦ μεγα- [*](12 vgl. Dan. 3, 50) [*](1 οὐ μόνον — τοῦτο: »kann jener brennende Baum nicht brennen noch vertrocknen« S | ἀλλ᾿ ohne καὶ Cr 1f μᾶλλον ἀκμαιότερον Ph | κ. ἀκμαιότερον .. καὶ: »als andere Bäume« S 2 κ. χλοερώτερον < Ph | ὅ — εὔκαυστον vor ἀλλὰ Z. 1 S | ὃ] εἰ Ph | εὔκαυστον Ph S: καυστικὸν C c, καυστὸν Cr 3 καὶ ταῦτα — ἐντυφομένου: »obschon seine Wurzeln am Ausgang des Feuers sind« S | τὰς Ph a 310v b | ἐντυφωμένου Ph 4 γοῦν] δὲ(γε) S | ἐγὼ] ego . . experimentum tentavi Syr | δένδρων — ὕλης: »von jenem Baum abgebrochen habend« S | δένδρων: e quadam arbore übersetzt Syr | ἔρριψα C, w. e. sch. S Syr: ἐπέρριψα Ph 4f καθ᾿ ὃν — τόπον Z. 5: »ins Feuer« S Syr 5 ὡς εἰς C c | εἰς φλόγα ἀρθέντες < S 5f ἐτεφρ.: »verbrannten sie« S 6 φράσατε — θάλλει Z. 9 < Ph, φράσατε — παράδοξον Z. 9 < Syr | τὸ μὴ — βραχέν Z. 7 < 8 πυρὸς φλογμῶ Cr: πυρὸς πλήθει Cc: πυρὶ S | συνεχόμενον: »stehend« S und + »nicht begossen mit Wasser« | οὐ κατ. — θάλλει Z. 9; »so sehr grün ist« S | οὐκ αναλίσκεται (1. Hd.) C c 9 βούλεται myslit: mysli S (myslite 2. Hd. S a) | δεῖγμα τοῦτο (wohl τοῦτο τὸ δεῖγμα) verbindet S mit dem Vorhergehenden | τοῦτο — ἔθετο Z. 10 < Syr | vor τῆς »Vom Gericht und von (i o: >aber< no S) der Auferstehung« + S 10 ἡμέρας: »Gerichts« S | καὶ < S 10f εὐδηλότερον Ausgg.: < Ph Syr 11 ὅτι — ἐπιβήσονται Z. 13: in fine peccatores arsuros fore in igne iustosque per medium eius transituros, non tantum sine incommodo, verum inde, auri instar, splendentiores evasuros Syr | καταβασίῳ < Ph S 12 καὶ δικαιοσ. διαπρέψαντα C | ὕδατι: »übrgossen« + | τῷ πυρὶ — ἐπιβήσονται Z. 13: »so bleiben werden« S 13 οὐδὲν ἀλγ. πρ. αὐτοῦ < Ph | ἐπιβήσονται] es enden Ph Syr | ἀληθῶς — θέλεις S. 279, 8 auch C c 137v; Lemma τοῦ ἁγίου Μεθοδίου | γὰρ < 137 v 13f μεγαλόφωτε C 137 v S: μεγαλώφελε C c, μεγαλωφελῆ Cr )

379
λόφωτε καὶ μεγαλόδωρε δέσποτα, ἡ »κτίσις σοι τῷ ποιήσαντι ὑπηρετοῦσα ἐπιτείνεται εἰς κόλασιν κατὰ τῶν ἀδίκων καὶ ἀνίεται εἰς εὐεργεσίαν ὑπὲρ τῶν ἐπὶ σοὶ πεποιθότων«, καὶ θέλοντός σου πῦρ μὲν καταψύχει, λυμαινόμενον οὐδὲν ὧν αὐτὸς κρίνεις διασῴζεσθαι, ὕδωρ δέ ἔμπαλιν δριμυτέραις καταφλέγει πυρὸς προσβολαῖς, καὶ οὐδὲν ἀντιτάσσεται τῷ ἀνικήτῳ σου κράτει καὶ τῇ σῇ ἰσχύϊ.

πάντα γὰρ ἐκτισας ἐξ οὐκ ὄντων· διὸ καὶ πάντα μεταλλεύεις, σὰ ὑπάρχοντα, καὶ μετασκευάζεις, μόνος ὑπάρχων θεός, ὡς θέλεις.

--- Αὐτίκα γοῦν τῶν τῇδε βασιλέων αἱ εἰκόνες, κἂν μὴ ἀπὸ τῆς πολὺ τιμιωτέρας ὕλης, χρυσοῦ, ἀργύρου, ἠλέκτρου ἢ ἐλέγαντος, ὦσι κατεσκευασμέναι, τιμὴν ἔχουσι πρὸς ἁπάντων· οὐ γὰρ τὰς μὲν ἀπὸ τῆς πολὺ τιμιωτέρας ὕλης τεχνημένας θεραπεύοντες ἐξολιγωροῦσι τῶν ἄλλων οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ πάσας ἐπίσης τιμῶσιν, εἰ καὶ ἀπὸ γύψου ἢ χαλκοῦ ὑπάρχουσιν, καὶ ὁ δυσφημήσας εἰς ὁποτέραν οὔτε 15 ὡς πηλὸν ἀτιμάσας ἀφιεται, οὔτε ὡς χρυσὸν ἐξευτελίσας κρίνεται, ἀλλ᾿ ὡς εἰς αὐτὸν ἀσεβήσας τὸν βασιλέα καὶ κύριον.