De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

διὸ ἐπειδὴ μεθόριος τῆς ἀφθαρσίας ἐγενήθη καὶ τῆς φθορᾶς ἡ σάρξ, οὐκ οὖσα οὔτε φθορὰ οὔτε ἀφθαρσία, ἐκρατήθη δὲ διὰ τὴν ἡδονὴν ὑπὸ τῆς φθορᾶς, ποίημα τῆς ἀφθαρσίας καὶ κτῆμα ὑπάρχουσα, διὰ τοῦτο γεγένηται φθαρτὴ καὶ »εἰς γῆν« ἐκλίθη »χώματος«.

καὶ ἐπεὶ συνεκρατήθη ὑπὸ τῆς φθορᾶς καὶ θανάτῳ διὰ παιδείαν παρεδόθη, εἰς νῖκος αὐτὴν ὁ θεὸς τῇ φθορᾷ καθάπερ κληρονομίαν οὐ κατέλιπεν, [*](2 Gen. 6,3 — 4 I Kor. 15,50 — 7 vgl. I Petr. 2,11 —8 vgl. Iren. Adv. haer. V, 12,3 — 12 vgl. Symp. 3,7 S. 34, 10f — 16 vgl. Dan. 12, 2; Symp. S. 34, 8f. De res. I, 51,5. II, 21,2 — 17 vgl. De res. I, 43,3. 44, 2 S. 291, 4ff.292,2ff) [*](4—S. 371,9 Phot. Bibl. 234 S. 298a, 8—298b, 13 — 12 — S. 371,9 S. Parall. 428 S. 179 Holl) [*](4 Τοῦτο — ἡδονάς Z. 7: »Daher hat auch der Apostel >Fleisch und Blut kann das Reich Gottes nicht empfangen‹ nicht von diesem Fleisch gesagt (reče: rek S), sondern von den Lüsten des fleisches, welche die Seele verderben« S 7 τὰς <Ph a 8 ὅτι < Ph a | καὶ αἷμα < S | θεοῦ Ph a 310r a 9 οὐσὲ ni: οὐ ne S 10 αὐτό < S | φθεῖρον: »wie auch Tod ist nicht das Sterbende, sondern das sterben Machende« + richtig S | ἐπικρατήσαντος — χώματος Z. 16 < S 12 διὸ < Ph a | ἐπειδὴ] es beginnt C in C 82v — 83v und R 90v— 91r; Lemma ἐκ τοῦ αὐτοῦ C, ohne Lemma R; vorausgeht in C und R De res. I,48,4—52,1 13 μεθόριον Ph | ἐγενήθη καὶ] καὶ κατῆμα ὑπάρχουσα C | τῆς < C 14 οὐδὲ.. οὐδὲ Ph 16 γεγένηται] ἐγένετο Cr | φθαρτὴ C: εἰς φθορὰν Ph | καὶ εἰς —χώματος < Ph 16f συνεκροτήθη Ph, οὖν ἐκρατήθη C, ἐκρατήθη w. e. sch. S 17 φθορᾶς] hier aus Z. 14 διὰ τὴν ἡδονὴν + S | παιδαίαν Ph: παιδαγωγίαν C c, παρακοὴν C r 17f εἰς νῖκος] »völlig« S S, vgl. zu De res. I, 44, 1 18 αὐτὴν < S | ὁ θεὸς < Ph | τῇ φθορᾷ] τῷ θανάτῳ oder (S a) ἐν τῷ θανάτῳ S | καθάπερ κληρονομίαν < S | οὐ < Ph a)

369
ἀλλὰ πάλιν διὰ τῆς ἀναστάσεως νικήσας τὸν θάνατον ἀπέδωκε τῇ ἀφθαρσίᾳ, ἵνα μὴ κληρονομήσῃ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν, ἀλλ᾿ ἡ ἀφθαφσία τὸ φθαρτόν.

ἐπαποκρίνεται γοῦν »δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν, καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν«. φθαρτὸν δὲ καὶ θνητὸν ἐνδυόμενον ἀθανασίαν καὶ ἀφθαρσίαν τί ἄν ἕτερον εἴη παρὰ τὸ σπειρόμενον »ἐν φθορᾷ« καὶ ἀνιστάμενον ἐν »ἀφθαρσίᾳ« (ὅτι μὴ φθαρτή ἐστιν ἢ θνητὴ ἡ ψυχή, ἀλλὰ τὸ θνητὸν τοῦτο καὶ φθειρόμενον σαρκίον), ἵνα »καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσωμεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου;« τό »γῆ εἶ καὶ εἰς