De Resurrectione

Methodius

Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917

οὐκοῦν [*](6 vgl. De res. I, 38, 5. 39, 5 S. 281, 14ff. 283, 15f—16 Gen. 3, 21—24) [*](6ff vgl. Prokop. S. 165, 12f. Greg. Naz. Orat. 38, 12. Greg. Nyss. III, 253 B) [*](1 ἀγευστήσαντα V Dd, ein Verbum ἀγευστεῖν ist jedoch nicht bezeugt; vgl. aber unten S. 301, 8 ἄγερσταοι λύπης, Plat. Pol. IX 576 A ἐλευθερίας ἄγευστος vgl. Jh: »nicht schmecke und« S | τοῦτο φαίη U 2 vor ἀσθενὴς + »DaB es Gott nicht gereut« mit roter Schrift S | αὐτῶν U 3 εἰσάγων:»Sagend« S | ἀξύνετος U 4 ὁ < U 5 ὥστε < V | διὰ τὸ — ἐξέβαλεν Z. 6] »nicht deshalb ihn aus dem Paradiese (getrieben), daB (etwa διὰ τοῦτο αὐτὸν ἐκ τοῦ παραδείσου διὰ τὸ) er <nicht> essend von dem Baum lebe in Ewigkeit« S | σῴζεσθαι] ζῆσαι? S | ζωζ. corr. in σώζ. U 6 τ. ζωῆς<S 7 ἵν᾿]καὶ S 8 τῆς ἁμαρτ. U 122 | ὁ < U | καθαρὸς < V Prok 165, 12 9 δὲ:οὖν schwerlich + S 10 ὅλως< S | τὴν < V 11 ἀθανασίας S 80 v | ὄντως < 8 |ὑπεύθ.]ὑπαίτιος U 8 | νοσῶν V: » ist und« S 13 ἐκβάλλεται] ἐκ παραδείσου + S 16 λαβών<S | γίνεται U | κύριος < S 18 κύριος ὁ θεός S | ἐ|ξ V 360 | ὑμῶν V 20 λἁβῃ . . καὶ < S 21 τῆς τρυφῆς < S 22 ἑλἠφθη] ἐκτίσθη? S (» geschaffen war«))

285
ἐσύνατο ζῆν εἰς τὸν αἰ[να τὸ σῶμα καὶ ἀθάνατον ἔσεσθαι, εἰ μὴ κεκώλυτο γεύσασθαι τῆς ζωῆς. ἐκωλύθη δέ, ὅπως ἡ μὲν ἁμαρτίαν συναποκτανθεῖσα τῷ σώματι θάνῃ, τὸ δὲ σῶμα ἀνασταθῇ τῆς ἁμαρτίας ἀπολομένης.

ἵνα τοίνυν μὴ ᾖ κακὸν ἀθάνατον ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἔφην, ἣ ἀείζῳον, ἔχων ἐν ἑαυτῷ τὴν ἁμαρτίαν κρατιεύουσαν, ἅτε ἐν ἀθανάτῳ βλαστήσασαν σώματι καὶ ἀθάνατον ἔχουσαν τὴν τροφήν, ὁ θεὸς αὐτὸν διὰ τοῦτο θνητὸν ἀπεφήνατο νεκρότητι περιβαλών.

τοῦτο γὰρ οἱ δερμάτινοι χιτῶνες ἐβούλοντο, ἵνα δὴ διὰ τῆς λύσεως τοῦ σώματος καὶ τῆς διαιρέσεως ἡ ἁμαρτία κάτωθεν αὐτόπεεμνος πᾶσα διαφθαρῇ, ὡς μηδὲ κἂν βραχύτατον ῥίζης ἐαθῆναι μέρος, ἀφ᾿ οὗ νέαι βλάσται πάλιν ἁμαρτημάτων ἀναβήσονται. |