In Jeremiam (Homiliae 1-11)
Origen
Origenes. Origenes Werke, Vol 3. Klostermann, Erich, editor. Leipzig: Hinrichs, 1901.
Ἀλλ’ οὐκ ἐν τούτοις ἵστανται οἱ λόγοι τοῦ θεοῦ, ἐπὶ τῷ »ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν καὶ ἀπολλύειν«. ἔστω γὰρ ἐκρεριζωμένα ἀπ' ἐμοῦ τὰ φαῦλα, κατασκαφέντα τὰ χείρονα, τί μοι ὄφελος, ἐὰν μὴ ἀντὶ τῶν ἐκριζωθέντων καταφυτευθῇ τὰ κρείττονα; τί μοι ὄφελος, ἐὰν μὴ ἀντὶ τούτων ἀνοικοδομηθῇ τὰ διαφέροντα; διὰ τοῦτο οἱ τοῦ θεοῦ λόγοι ποιοῦσι πρῶτον ἀναγκαίως τὸ »ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν καὶ ἀπολλύειν, μεθ’ ἃ τὸ »οἰκοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν«. καὶ ἀεὶ ἐν τῇ γραφῇ τετηρήκαμεν τὰ σκυθρωποφανῆ, ἵν' οὕτως όνομάσω, Πρῶτα ὀνομαζόμενα, εἶτα τὰ δοκοῦντα εἶναι ἱλαρὰ δεύτερα λεγόμενα. »ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω«. οὐκ εἶπεν· »ἐγὼ ζῆν ποιήσω«, μετὰ τοῦτο· »ἀποκτενῶ« · ἀμήχανον γάρ, ὃ πεποίηκε ζῆν ὁ θεός, ὑπ' αὐτοῦ ἢ ὑπ' ἄλλου τινός. ἀλλ’ ἀλλ' ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω«. τίνα ἀποκτενῶ; Παῦλον τὸν προδότην, Παῦλον τὸν διώκτην· »καὶ ζῆν ποιήσω«, ἵνα γένηται »Παῦλος ἀπόστολος Ἰησοῦ χρι- [*](5 Vgl. Matth. 3, 12. — Vgl. Matth. 13, 30. — 9 Lev. 14, 40 f. — 10 Psal. 18, 42. — —16 Vgl. Matth. 13, 25 u. 30, — 18ff. Vgl. c. Cels. 4, 1 (Orig. I, 271, 17). — 24ff. Vgl. Hom. 16, 6. — 27—31 Deut. 32, 39. — 31 Vgl. II Kor. 1, 1 u. ö.) [*](5 δεσμάς2] ΗCo; doch vgl. Manich. ap. Epiph. 66,65 | 10 ὁμοίως τῷ Hu juxta quod scriptum est Η ὁμοίως τὸ S | 11/12 Subversum est aliquid, lapides quoque ipsi qui destructi sunt conterantur, ne . . . . assumi valeant Η | 11 τι Blass vgl. Η δέ S | 12 τὴν streicht Blass | 15 τοῦτο] + jubet Dominus Η | κατακαύσατε Co H κατακαύσαται V καταπαύσατε S | 16/17 Η kennt nur ein ἀπόληται w. e. seh. | 24 τὸ »οἰκοδομεῖν mit Η: aedificant (vgl. S. 4, 24. 26 geg. S. 15, 14) | 27/28 οὐκ — ἀποκτενῶ mit Η: Νοn dixit (+ prius Vall.) Ego uiuificabo, et postca, oceidam.)
Οὐκοῦν ἀπὸ σκυθρωποτέρων μὲν φωνῶν, ἀναγκαίων δὲ ἄρχεται οἶον »ἀποκτενῶ« εἶτα ἀποκτείνας »καὶ ζῆν ποιήσω· πατάξω, κἀγὼ ἰάσομαι«· »ὅν γὰρ ἀγαπᾷ κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται«. πρῶτον πατάσσει καὶ μετὰ τοῦτο ἰᾶται· »αὐτὸς γὰρ ἀλγεῖν ποιεῖ καὶ πάλιν ἀποκαθίστησιν«. οὕτω δὲ καὶ ἐνθάδε· »καθέστακά σε σήμερον ἐπὶ ἔθνη καὶ βασιλείας, ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν καὶ ἀπολλύειν καὶ ἀνοικοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν«. πλὴν πρῶτόν ἐστιν ἐκεῖνα τὰ φαῦλα ἀφαιρεθῆναι ἀφ’ ἡμῶν. οὐ δύναται εἰς τόπον τῆς οἰκοδομῆς τῆς φαύλης οἰκοδομεῖν ὁ θεός. »τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; τίς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος«; δεῖ τὴν κακίαν ἐκ βάθρων ἐκριζωθῆναι, δεῖ τὴν οἰκοδομὴν τῆς κακίας καταναλωθῆναι ἀπὸ τῆς ψυχῆς ἡμῶν, ἵνα μετὰ ταῦτα οἱ λόγοι τοῦ θεοῦ οἰκοδομῶσι καὶ φυτεύωσι· οὐ δύναμαι γὰρ ἄλλως νοῆσαι τὰ γεγραμμένα· »ἰδοὺ δέδωκα τοὺς λόγους μου εἰς τὸ στόμα σου«. τί ποιοῦσιν οἱ λόγοι; »ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν καὶ ἀπολλύειν«. λόγοι ἐκριζοῦσιν »ἔθνη«, λόγοι [*](1ff. Vgl. c. Cels. II, 24 (Orig. Ι, 153, 25 f.): τοῦ μὲν »ἐγὼ ἀποκτενῶ« δοκοῦσιν ἀκηκοέναι καὶ πολλάκις ἡμῖν αὐτὸ ὀνειδίζουσι, τοῦ δὲ »ζῆν ποιήσω« οὐδὲ μέμνηνται, in Luc. Hom. 16 (Lo 5, 142 f.): contra Conditorem latrant, et hinc inde de veteri testamento, quae non intelligunt testimonia congregantes, simplicium corda decipiunt. Aiunt enim: ecce, Dens legis et prophetariim, videte qualis sit. „Ego, — inquit, — „occidam, et ego vivere faciam: percutiam, et ego sanabo ‘‘ Audiunt „occidam", et non audiunt: „vivificabo": audiunt: „percutiam", et audire contemnunt: „et ego sanabo". Vgl.inMatth.Tom. 15, 11(Lo3,349), in Jerem. Hom. 12, 5 usw. — 3 Deut. 32, 39. — 6 Vgl. öm. 6, 4. — 9 Vgl. Deut. 32, 39. — 10 Hebr. 12, 6. — 11 Hiob 5, 18. — 12 ff. Vgl. in Jos. Hom. 13, 3. 4 (Lo 11, 121): et sicut dicebamus tunc, cum Jeremiam dissereremus, quia acceperat verba in os suum, quibus subverteret et aedificaret, evelleret et plantaret: ita . . . . Necessarium ergo et primum hoc opus Verbi Dei est, plantam eradicare peccati . . . . Secundi jam operis est plantare etc., in Num. Hom. 13, 2 (Lo 10, 145 f.). — 16 II Kor. 6, 14.) [*](3 νόμου] + et Prophetarum Η | λέγει Co dicit Η λέγοι S | 4 ἐπαγγελίαν] adnuntiationem Η ἀπαγγελίαν S | 4/5 οὐ βλέπεις . . . . ἢ οὐχ ὁρᾷς] non advertentes . . . . non considerantes Η | 15 ἀφαιρεθῆναι (vgl. Hu) nach H: auferantur ῥηθῆναι S | 17 τίς] aut (od. et) quae Η | 19 οἱ — ἄλλως (z. Τ. mit Blass) nach H: sermones Dei aedeficent atque plantent. Possumus siquidem et aliter οἱ λόγοι οἰκοδομηθῶσιν· οὐ δύναμαι γὰρ ὅλως S.)
»Ὁ θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ' ἀπωλείᾳ ζώντων· ἔκτισε γὰρ εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα, καὶ σωτήριοι αἱ γενέσεις τοῦ κόσμου, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς φάρμακον ὀλέθρου, οὐδὲ ᾄδου βασίλειον ἐπὶ γῆς«. εἶτα ὀλίγον ὑπερβὰς τὸ ῥητὸν ἐρῶ, πόθεν θάνατος εἰσῆλθεν· »φθόνῳ δὲ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον«. εἴ τι οὖν ἄριστον περὶ ἡμᾶς, ὁ θεὸς πεποίηκεν, ἡμεῖς δὲ ἑαυτοῖς ἐκτίσαμεν τὴν κακίαν καὶ τὰς ἁμαρτίας. διὰ τοῦτο καὶ ἐν- [*](4ff. Vgl. c. Cels. 6, 2 (Orig. II, 72, 1ff.), c. Cels. 4, 1 (Orig. I, 273 f.). — 5 Psal. es, 11. — 7—11 Vgl. II Kor. 6, 16 Barn. 16, 6—10? — 10 Vgl. Gen. 2, 8. — Sal. 1, 13. 14. — 18 ff. Vgl. Euseb. Praep. ev. 18, 3, 38. 39. — 22 Weish. Sal. 2, 24.) [*](1 ἀλλ’ οὐ τὰς βασιλείας nach Η: sed non regna | 6 εἴ τις ἀκολασία; οὐκ ἔστι κατασκάπτουσα, εἴ που εἰδωλεῖον] si qua luxuria, si qua discordia non est suffossa. Sicubi idolum Η | 10 οὐκ ἄλσος] non infertilis, sive lucus exsurgens Η vgl. S. 27, 7ff. | paradisi Η παραδείσου Hu | τοῦ θεοῦ] < Η | 14 μέχρις S | 14/15 ἐὰν — < Η | 17 Homilia ΧΙΙΙ Η | 18 — S. 17, 10 Hierzu Fragm. 5 in C: Εἰ—Σιών | ὁλέθρου] mortis Η | 21 ὑπερβὰς] ὑποβὰς Blass | τὸ ῥητὸν ἐρῶ] reperio Η τὸ ῥητὸν εὐρίσκω Hu | οὖν] < Η ὁ Ru | 23 ἄριστον CRu ἀρεστὸν S ἀρετὴν Co Η | 24 ἐκτίσαμεν SC adtraximus Η ἑλκήσαμεν Hu [sic].)
Μετὰ ταῦτα ἴδωμεν τὸ »ἐὰν ἀποπλύνῃ ἐν νίτρῳ καὶ πληθύνῃς [*](8 Vgl. Gen. 1, 26. — 8 ff. Vgl. in Joh. Tom. 13, 50 (Br I, 305, 24): τοῦτο λέγοντος τοῦ θεοῦ περὶ πάντων ἀνθρώπων, Sei. in Gen. 1, 26 (Lo 8, 51): ὁ δὲ φάσκων τὸ »κατ' εἰκόνα« μὴ ἐν σώματι εἶναι, ἐν δὲ τῇ λογικῇ ψυχῇ κτλ., in Luc. Hom. 39 (Lo 5, 235): Duae sunt imagines hominis: una, quam accepit a Deo factus in principio . . . . altera choici . . . . postquam propter inobedientiam atque peccatum ekectis de paradiso assumsit eam, u. u. ö. — 9 Gen. 1, 26. — 13 — 16 Vgl. I Kor. 15, 49. — 19f. VglZ. 7 ff.?) [*](1 προφήτῃ] + nunc queritur Deus et Η | 5 τίς Co qua (causa) Η | 14 τῆς2] τοῦ Hu vgl. imagine Zahuli H, doch übers. Η d. ganzen Abschnitt sehr frei | χείρνος] + imde debemus magnorere laborare, ut quomodo H, was vielleicht einzufügen | 16 πλὴν] ad quam Η καθ’ ἣν Hu unter Streichung von κατ' εἰκόνα (so las man statt ἐν εἰκόνι) τοῦ ἐπουρανίου | 19 γὰρ] autcm Η | 24 οὐδὲ — ψευδῆ] et mendacetn ex parte plantavi Η.)
Διὰ τοῦτο ὁ Ἰησοῦς βαπτίζει (τάχα νῦν εὑρίσκω τὸν λόγον) »ἐν πνεύματι [καὶ] ἁγίῳ καὶ πυμί«. οὐχ ὅτι τὸν αὐτὸν »ἐν πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί«, ἀλλὰ τὸν μὲν ἅγιον »ἐν πνεύματι ἁγίῳ«, τὸν δὲ μετὰ τὸ πιστεῦσαι, μετὰ τὸ ἀξιωθῆναι ἁγίου πνεύματος, πάλιν ἡμαρτηκότα λούει ἐν »πνρί«’ ὡς μὴ τὸν αὐτὸν εἰναι βαπτιζόμενον ὑπὸ Ἱησοῦ »ἐν πνεύματι ἀγίῳ καὶ πυρί«. μακάριος οὖν ὁ βαπτιζόμενος ἐν ἁγίῳ πνεύματι καὶ μὴ δεόμενος βαπτίσματος τοῦ ἀπὸ πυρός. τρισάθλιος δὲ ἐκεῖνος, ὅστις χρείαν ἔχει βαπτίσασθαι τῷ πυρί. πλὴν ἀμφότερα ἔχει ὁ Ἰησοῦς. »ἐξελεύσεται« γὰρ »ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἱεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται«. »ῥάβδος« ἐπὶ τοὺς κολαζομένους »ἄνθος« ἐπὶ τοὺς όικαίους. οὕτως »ὁ θεὸς πῦρ καταναλίσκον« ἐστί, καὶ »ὁ θεὸς φῶς ἐστι«· πῦρ καταναλίσκον τοῖς ἁμαρτωλοῖς, φῶς τοῖς δικαίοις καὶ ἁγίοις. καὶ >μακάριος ὁ ἕχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ ὀ τηρήσας τὸ βάπτισμα τοῦ ἀγίου πνεύματος. τίς ἐστιν ὁ ἐν ἑτέρᾳ [*](2 Vgl. Ι Joh. 5 16. 17. — 2 ff. Vgl. in Luc. Hom. 14 (Lo 5, 134): »spiritu judicii« sordem »et spiritu combustionis« sanguinem, Hier. Comm. in Jes. 4, 4, u. ö. Nur scheinbar anders in Luc. Hom. 24 (Lo 5, 179; gegen Hu). Vgl. auch de princ. 2, 6 (Lo 21, 238f.). — ff. Vgl. in Luc. Hom. 24 (Lo 5, 179): Numquid uno atque eodem tempore Spiritu et igne baptizat, an vario atque diverso? — 10 Vgl. Luk. 3, 16. — 17 Jes. 11, 1. — 18 Vgl. in Joh. Tom. 1, 36 (Br I, 49, 31) ῥάβδος μὲν τοῖς δεομένοις κολάσεως, ἄνθος δὲ τοῖς σῳζομένοις, sel. in Ezech. 7, 10 (Lo 14, 200), in Jes. Hom. 3, 1 (Lo 13, 254f.). — 19ff. Vgl. Hom. 16, 6. — 19 Hebr. 12, 29. — 1. Joh. 1, 5. — 20 f. Vgl. sel. in Luc. 14, 18ff. (Lo 5, 242): τῷ γὰρ οὐκ ὄντι ἀξίῳ καταναλίσκεσθαι φῶς ἐστι κτλ., in Matth. Tom. 17, 19 (Lo 4, 127 f.), in Joh. Tom. 13, 21 (Br I, 267 19f.). — 21 Vgl. Apok. Joh. 20, 6. — 22 ff. Vgl. in Luc. Hom. 24 (Lo 5, 179f.): sie stabit in igneo flumine Dominus Jesus . . ., ut quemcunque post exitum vitae hujus, qui ad paradisum transire desiderat, et purgatione indiget, hoc eum amne baptizet . . . eum vero, qui non habet signum priorum baptismatum, lavacro igneo non baptizet. . . . . ostendat se et aquae et Spiritus lavacra servasse.) [*](1 πνεύματι mit H: spiritu u. Hom. 14 in Luc. | 1 — 7 Η frei: Si peccasti, et peccatorum. sorde pollutus es, lavabit Dominus sordes filiorum, et filiarum Sion, et sanguinem emundahit de medio eorum. Si aiitem mortale peccatwn est, nonpossumus nitro poaque mundari et spiritu judicii sed spiritu combustionis et poenae | 5 πρὸς2 — καύσεως Blass | 10 καὶ streicht Co | 11 ἁγίῳ καὶ CoH καὶ ἁγίῳ S | 18/19 ἄνθος — δικαίους nach Η: flos justis | 21 μακάριος Co heatus Η μακαρίοις S.)
Φησὶν ὁ κύριος ἐν τῇ ἀρχῇ τῶν ἀναγνωσθέντων περὶ τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι »ἔρημος« αὐτῷ οὐκ ἐγένετο οὐδὲ »γῆ κεχερσωμένη«. τίς οὖν γενόμενος έν τῷ τόπῳ οὐκ ἂν ζητήσαι ἐξετάζων τὸ βούλημα τοῦ γεγραμμένου; ἔστω, ὁ θεὸς ἐν τῷ Ἰσραὴλ οὐ γέγονεν ἔρημος, οὐ γέγονεν έν τῷ Ἰσραὴλ γῆ κεχερσωμένη· ἆρα οὖν ἔρημος γέγονεν ὁ κύριος τῷ Ἰσραὴλ σήμερον ἢ γῆ κεχερσωμένη νῦν αὐτῷ ἐστιν; τί δέ: ὅτε τῷ Ἰσραὴλ ἠν οὐκ ἔρημος οὐδὲ γῆ κεχερσωμένη, τοῖς ἔθνεσιν ἦν ἔρημος καὶ γῆ κεχερσωμένη; εἰ γὰρ πᾶσιν ἀεὶ οὐκ ἔρημός ἐστι καὶ πᾶσιν ἀεί ἐστιν οὐ γῆ κεχερσωμένη, τίς χρεία τοῦ ἰδίως πρὸς τὸν Ἰσραὴλ κατ᾿ ἐξαίρετον λεχθῆναι· »μὴ ἔρημος ἐγενόμην τῷ οἴκῳ Ἰσραὴλ ἢ γὴ κεχερσωμένη«; ἀλλ’ ἔστιν ἐλθεῖν ἐπὶ τὰς καθολικὰς εὐεγεσίας τοῦ θεοῦ, εἶτα μετὰ τὰς καθολικὰς εὐεργεσίας αὐτοῦ ἐπὶ τὰς ἰδικάς.
Οὐδενὶ ἔρημός ἐστιν ὁ θεός ἀνατέλλων τὸν ἥλιον ἐπὶ πονηροὺς καὶ · οὐδενὶ κεχερσωμένη γῆ ἐστι, >βρέχων ἐπὶ [*](2ff. Vgl. Ι Kor. 3, 12. 13. — 3 Vgl. Hom. IG, G, c. Cels. 5, 15 (Orig. II, 16, 11), in Joh. Tom. 13, 23 (Br I, 269f.), de princ. 2, 4 (Lo 21, 234): cujus ignis materia atque esca iiostra sunt peccata, quae ab apostolo Paulo ligna, et foenuiu, et stipula nominantur. — 26ff. Vgl. Matth. 5, 45.) [*](2 ἐπὶ] < V | 5 ἀποτιθώμεθα Ru reponamus Η ἀποτιθέμεθα Scorr. ἀποτιθόμεθα S* W. e. seh. | 6 ἐὰν δυνηθῶμεν] ut . . . si fieri potest Η ἵνα δυνηθῶμεν Co | 8 ἀγαθοῖς] scmcfis Η | 18 f; GhCo ἡ S | τί Blass ὅτι S | 26—S. 28, 2 Fragm. 6/7 in C: Καθόλου — δικαίων.)
Αὐτὸ τὸ ῥητὸν τῆς ἀναγνωσθείσης λέξεως ἔχει τι ἀσαφές, ὅπερ πρότερον νοηθήτω· καὶ μετὰ τοῦτο, ἐὰν ὁ θεὸς διδῷ, εἰσόμεθα τὸ βούλημα αὐτοῦ τὸ μυστικόν. οὐκοῦν θέλει ἡμᾶς εἰδέναι ἐν ὅτι, ὡς ἐν ταῖς Βασιλείαις γέγραπται, διῃρέθη ὁ λαὸς ἐν λαὸς χρόνοις Ῥοβοὰμ εἰς τὴν ὑπὸ Ἱεροβοὰμ βασιλείαν τῶν δέκα φυλῶν καὶ εἰς τὴν ὑπὸ Ῥοβοὰμ δύο φυλῶν· καὶ ἐκλήθησαν οἱ μὲν ὑπὸ τῷ Ἱεροβοὰμ Ἰσραήλ, Ἰούδα Ἰούδα οἱ ὑπὸ τῷ Ῥοβοάμ. καὶ ἔμεινεν αὕτη ἡ διαίρεσις τοῦ λαοῦ, ὅσον κατὰ τὴν ἱστορίαν, μέχρι τοῦ δεῦρο· οὐκ οἴ- δαμεν γὰρ ἱστορίαν συναγαγοῦσαν τὸν Ἰσραὴλ καὶ τὸν Ἰούδαν | τὸ αὐτό«. ἥμαρτεν οὐν πρῶτον Ἰσραὴλ πλείονα, ὁ ὑπὸ τῷ Ἱεροβοὰμ καὶ τοῖς διαδόχοις αὐτοῦ, καὶ τοσαῦτα ἥμαρτε παρὰ τὸν Ἰούδαν ὥστε αὐτοὺς καταδικασθῆναι ὑπὸ τῆς προνοίας γενέσθαι αἰχμαλώτους > εἰς Ἀσσυρίους< ὡς λέγει ἡ γραφή, >μέχρι τῆς σήμερον<. μετὰ τοῦτο ἥμαρτον καὶ οἱ υἱοὶ Ἰούδα καὶ κατεδικάσθησαν αἰχμάλωτοι εἰς Βαβυλῶνα, οὐχὶ μάρι τῆς σήμερον ὡς ὁ Ἰσραήλ, ἀλλὰ ἐπὶ »ἑβδομήκοντα ἔτη«, περὶ ὧν ὁ Ἱερεμίας προεφήτευσεν, ὧν ἐμνήσθη καὶ ὁ Δανιήλ. εἰ νοοῦμεν ταῦτα ὡς πρὸς τὸν λαὸν ἐκεῖνον τὸν τότε, ἴδε τὰς λέξεις τοῦ προφήτου, εἰ μὴ τοιοῦτό τι δηλοῦσι. κατηγορεῖ γὰρ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Ἰσραὴλ ὡς λόγος, καί φησιν ὅτι τοσούτων ἁμαρτημάτων γεγενημένων τῷ Ἰσραήλ, ἀκούσασα ἡ Ἰούδα συναγωγὴ τὰ ἐκείνων πταίσματα καὶ τίνα τρόπον πεποίηκα αὐτοὺς γενέσθαι ἐν αἰχμαλωσίᾳ. οὐκ ἐπαιδεύθη ἀλλὰ προσέθηκε ταῖς ἁμαρτίαις, ὥστε διὰ τὴν προσθήκην τῶν ἁμαρτημάτων συγκρινομένων τοῖς ἁμαρτήμασι τοῦ Ἰσραὴλ δικαιοσύνην εὑρῆσθαι ἐν τῷ Ἰσραὴλ παρὰ τὸν Ἰούδαν. εἶτα ἐπὶ τούτοις κελεύεται ὁ προφήτης προφητεῦσαι, ὡς χείρονος χείρονος τοῦ [*](8flf. Vgl. Ι Kön. 12 Hos. 1, 11. Vgl. Hier. Comm. 859. — 13 Vgl. Jerern. 3, 18. — 17 Vgl. II Kön. 17, 23 εἰς Ἀσσυρίους ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης). — 19 Vgl. 25, 11. — 20 Vgl. Dan. 0, 2 Θ' LXX).) [*](4 Homilia ΧΙΙΙΙ Η | 7 οἰκοῦν Co Εἰ οὖν Ἐ konig. aus T?) V | 8 λαὸς] + post Salomonis interitum Η | 11 Ἰσραήλ, Ἰούδα Co Η Ἰούδα, Ἰσραὴλ S | 14 πρῶτον Ru nach Η: primus πρὸς τὸν S (vgl. S. 26, 6) | 22/23 κατηγορεῖ — φησιν) Accusatur Israel et dicitiir Η | 26 οὐκ ἐπαιδεύθη] Που egit pocuitentiam, nec conrersa est ad mc Η | 27 τοῦ Co τώ S | 29 προφητεῦσαι + ad Israel H, wohl richtig.)
»Καὶ εἶπε κύριος πρός με ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰωσίου τοῦ βασιλέως· εἶδες ἃ ἐποίησόν μοι ἡ κατοικία τοῦ Ἰσραήλ«, οὐκ Ἰούδα, ἀλλὰ τοῦ Ἰσραὴλ« πρῶτον; »ἐπορεύθη ἐπὶ πᾶν ὄρος ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου ἀλσώδους καὶ ἐπόρνεθσεν ἐκεῖ καὶ εἶπα μετὰ τὸ αὐτὴν πάντα ταῦτα· ἀνάστρεψον πρός με· καὶ οὐκ ἀνέστρεψε. καὶ εἶδεν τὴν ἀσυνθεσίαν αὐτῆς« τῆς Ἰσραὴλ συναγωγῆς »ἡ ἀσύνθετος Ἰούδα. καὶ εἶδον« οἱ ἀπὸ Ἰούδα, »διότι περὶ πάντων ὡν| ἐν οἷς ἐμοιχᾶτο ἡ κατοικία τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἐξαπέστειλα αὐτὴν καὶ ἔδωκα αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου«. δέον παιδευθῆναι τὸν Ἰούδαν — ἐξαπέστειλα γὰρ τὸν Ἰσραήλ, τὴν συναγωγὴν Ἰσραήλ, ἐξέβαλον αὐτοὺς εἰς Ἀσσυρίους »καὶ ἔδωκα αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς« — »καὶ οὐκ ἐφοβήθη ἡ ἀσύνθετος Ἰούδα«. μετὰ τοσαῦτα δὲ ἃ ἐποίησα τῷ Ἰσραήλ, ἐξαποστείλας αὐτόν, δοὺς βιβλίον ἀποστασίου, δέον παιδευθῆναι τὴν Ἰούδα συναγωγὴν ἐξ ὧν πεπόνθασιν ἐκεῖνοι, οἳ δὲ οὐ μόνον οὐκ ἐπαιδεύθησαν, ἀλλὰ προσέθηκαν τοῖς ἁμαρτήμασιν, ὥστε τὰ ἁμαρτήματα τῆς Ἰσραὴλ συναγωγῆς συγκρίσει τῶν ἁμαρτημάτων τῆς συναγωγῆς τοῦ Ἰούδα δικαιοσύνην εἶναι δοκεῖν. καὶ ἔδωκα αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς· καὶ οὐκ ἐφοβήθη ἡ ἀσύνθετος Ἰούδα ἡ ἀδελφὴ αὐτῆς καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐπόρνευσε καὶ αὐτή, καὶ ἐγένετο αὐτῆς εἰς οὐδὲν ἡ πορνεία, καὶ ἐμοίχευσε τὸ ξύλον καὶ τὸν λίθον. καὶ ἐν πᾶσι τούτοις οὐκ ἐπεστράφη πρός με ἡ ἀσύνθετος Ἰούδα ἐξ ὅλης τῆς καρδίας αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἐπί ψεύδει« ἐπέστρεψε πρός με. οὐκ ᾐδέσθῃ με ὧν πεποίηκα πεποίηκα τῷ Ἰσραήλ, ἕνα τελείως ἐπιστρέφῃ, ἀλλὰ δέον αὐτὴν ἐπιστρέφειν ἐν ἀληθείᾳ, ἣ δὲ ἐπὶ ψεύδει ἐπέστρεψε· »καὶ ἐν πᾶσι τούτοις οὐκ ἐπέστρεψε πρός με ἡ ἀσύνθετος Ἰούδα ἐξ ὅλης τῆς καρδίας αὐτῆς ἀλλ’ ἐπὶ ψεύδει. καὶ εἶπεν κύριος πρός με· ἐδικαίωσε τὴν ψυχὴν αὐτῆς Ἰσραὴλ ἀπὸ τῆς ἀσυνθέτου [*](1ff. Vgl. Jerem. 3, 12. 14. 18. — 16 Vgl. II ön. 17, 23.) [*](1 Ἰσραήλ] · ·ἐιτ ABBREV S Ἰσραήλ· εἶτα Co | 4 μέλει] μέλλει S | 7 — 8. 28, 20 Hierzu Fragm. 9 in C: Λύ)ζει — ἀνέξεται | 8 ἐποίησάν μοι] fecit mihi Η ἐποίησέ μοι Ru | 9 »Ἰσραὴλ« πρῶτον mit Η: lyrius Israel Ἰσραήλ. Πρῶτον S | 10 ἐκεῖ mit Η: illie U. LXX | 11 καὶ οὐκ ἀνέστρεψε Co vgl. LXX et non est conversa Η | 13 ὡν] < Η w. e. seh. | 15 δέον παιδευθῆναι τὸν Ἰούδαν] < Η | 16 τὴν συναγωγὴν Ἰσραήλ] < Η | 19 ἐποίησα] ἐποίησε S passa est Η | ἀποστασίου] + in manus suas Η.)
»πορεύου« οὖν »καὶ ἀνάγνωθι τοὺς λόγους τούτους πρὸς βορρᾶν«.
Εἰ νενόηται τὸ ῥητόν, ἴδωμεν τί βούλεται ἐν τούτοις δηλοῦσθαι. ἡ κλῆσις τῶν ἐθνῶν ἀρχὴν ἔσχεν ἐκ τοῦ παραπτώματος τοῦ Ἰσραή, | καὶ λέγουσιν οἱ ἀπόστολοι κηρύξαντες ταῖς τῶν Ἰουδαίων συναγωγαῖς ὅτι >ὑμῖν ἦν ἐξαπεσταλμένος ὁ λόγος τῆς σωτηρίας· ἐπειδὴ ἀνξίους κρίνετε ἑαυτούς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ . καὶ ὁ ἀπόστολος περὶ τούτων εἰδὼς ἃ οἶδε λέγει· »τῷ αὐτῶν παραπτώματι ἡ σωτηρία τοῖς ἔθνεσιν, εἰς τὸ παραζηλῶσαι αὐτούς«. οὐκοῦν αἱ πολλαὶ ἁμαρτίαι ἐκείνου τοῦ λαοῦ πεποιήκασιν αὐτὸν ἐγκατυαλειφθῆναι καὶ ἡμᾶς ἥκειν ἐπὶ τὴν ἐλπίδα τῆς , ποὺς τοὺς τῶν διαθηκῶν, τοὺς ἀλλοτρίους τῶν . πόθεν γὰρ ἐμοὶ τῷ ὁπουποτοῦν γενομένῳ ξένῳ τῆς λεγομένης ἁγίας γῆς, νῦν περὶ τῶν ἐπαγγελιῶν διαλέγεσθαι τοῦ θεοῦ, καὶ πιστεύειν εἰς τὸν θεὸν τῶν πατριαρχῶν Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, καὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν < ὑπὸ τῶν προφητῶν χάριτι θεοῦ παραδέχεσθαι; εἰ νοεῖς τοὺς δύο τούτους λαούς, τὸν ἀπὸ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὸν ἀπὸ τῶν ἐθνῶν, ἴδε μοι τὴν μετοικίαν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἐπὶ τοῦ λαοῦ ἐκείνου τοῦ Ἰσραήλ, καὶ περὶ ἐκείνου νόει μοι γεγράφθαι· »ἐξαπέσταλκα αὐτὴν καὶ ἔδωκα αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου«· ἐξαπέστειλε γὰρ τὸν λαὸν ἐκεῖνον ὁ θεὸς καὶ ἔδωκεν αὐτῷ βιβλίον ἀποστασίου. ὅπερ τοιοῦτόν ἐστιν ἐπὶ τῶν γεγαμηκότων· ἐὰν δυσάρεστος ᾖ ᾗ γυνὴ τῷ ἀνδρί, λέγει ὁ Μωσέως νόμος, »βιβλίον ἀποστασίου« ἀπὸ τοῦ ἀνδρὸς ἐγίνετο καὶ ἐξαπεστέλλετο ἡ γυνή, καὶ ἐξῆν τῷ ἀποστείλαντι τὴν προτέραν γυναῖκα διὰ τὸ δοκεῖν ἠσχημονηκέναι γαμεῖν ἑτέραν γυναῖκα. οὕτως τῷ λόγῳ ἴδε ἐκείνους λαμβάνοντας βιβλίον ἀποστασίου. καὶ ἐπεὶ ἔλαβον τὸ βιβλίον τοῦ ἀποστασίου, διὰ τοῦτο ἐγκατελείφθησαν πάντῃ. ποῦ γὰρ προφῆται ἔτι παρ᾿ αὐτοῖς; ποῦ σημεῖα ἔτι παρ᾿ αὐτοῖς; ποῦ ἐπιφάνεια θεοῦ; ποῦ ἡ λατρεία, ὁ ναός, αἱ θυσίαι; ἐξεβλή- [*](2 Jerem. 3, 12. — 5 Vgl. Rom. 11, 11. — 7 Vgl. Act. 13, 46. 26. — 9 Vgl. Rom. 11, 11. — 12 Vgl. I Thess. 5, 8. Vgl. Eph. 2, 12. — 14 Vgl. Rom. 9, 4f. Eph. 2, 12. — 15 Vgl. Act. 3, 13. 24. — 16 Vgl. Act. 3, 20. — 23ff. Vgl. Deut. 24, 1. 2 7 ff. Vgl. in Matth. Tom. 14, 19 (Lo 3, 311): καὶ σημεῖον τοῦ εἰληφέναι αὐτὴν βιβλίον ἀποστασίου τὸ Ἱερουσαλὴμ μὲν καθῃρῆσθαι μετὰ τοῦ . . . ἁγιάσματος . . . καὶ τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτομάτων καὶ πάσης τῆς παρ’ αὐτῷ λατρείας κτλ. — 29/30 Vgl. Psal. 74, 9.) [*](2 γέγονε] + quodammodo Η | τῆς Ἰσραὴλ συναγωγῆς] vgl. S. 23, 22 ejus Η | 3 οὖν] < HLo | 5 ἡ κλῆσις nach Η: vocafio (jentiuni ἢ κἆν εἷς S κἂν εἰς Co κλῆσις Hu | 7 τῆς σωτηρίας] < Η || 11 ἐγκαταλειφθῆναι] + a domino Η | 29 πάντῃ] + α domino Η.)
Εἶτα ἡμεῖς Ἰούδα (Ἱούσας δὲ διὰ τὸν σωτῆρα ἐξ Ἰούδα ἀνατείλαντα· πρόΜον γὰρ ὅτι ἐξ Ἰούδα ἀνατέταλκεν ὁ κύριος ἡμῶν«) ἐπεστρέψαμεν πρὸς κύριον, καὶ τὰ τελευταῖα ἡμῶν, ἅπερ Με μὴ ἤδη εἴη, παραπλήσια ἔοικε γίνεσθαι τοῖς ἐκείνων τελευταίοις, εἰ μὴ ἄρα καὶ χείρονα.