In Jeremiam (Homiliae 1-11)
Origen
Origenes. Origenes Werke, Vol 3. Klostermann, Erich, editor. Leipzig: Hinrichs, 1901.
Εἴτε δὲ πρὸς τὸν Ἱερεμίαν εἴτε πρὸς τὸν σωτῆρα λέγεται· »πρὸ τοῦ με πλάσαι σε ἐν κοιλίᾳ ἐπίσταμαί σε«, ἀναγνοὺς τὴν Γένεσιν καὶ τηρήσας τὰ εἰρημένα περὶ τῆς κτίσεως τοῦ κόσμου εὑρήσεις, ὅτι ἡ γραφὴ πάνυ διαλεκτικώτατα οὐκ εἶπεν ὅτι πρὸ τοῦ με ποιῆσαί σε ἐν κοιλίᾳ ἐπίσταμαί σε. ὅτε μὲν γάρ ὁ »καὶ [*](1 Vgl. Joh. 1, 1. 2. — 6. 21 Vgl. Joh. 14, 10. 11. — 10 Vgl. Kol. 1, —11 Vgl. Hebr. 9, 26. — 24 Vgl. Matth. 7, 23 Luk. 13, 27. — 25 Vgl. Eph. 1, 19 II Kor. 3, 10. — 31 Vgl. Gen. 1, 26. — 32 ff. Vgl. in Gen. Hom. 1, 13 (Lo 8, 121): Non enim . . . . factus esse corporalis horao dicitur, sed plasmatus . . . . Is autem, qui ad imaginem Dei factus est et ad similitudinem, interior homo noster est etc., u. ö.) [*](12 καὶ Co et Η | 15 u. 16 τοῦ θεοῦ] < Η, nach Hu mit Recht | 17 εἰμι1] + καὶ εἶπε κύριος πρός με Co | μή — εἰμι mit Η: Noli divcre: Juvenis ego sum | 19/20 δίδωσιν — λόγους2] ut det eiverha Η | 21 τῷ] vgl. Ζ. 6 | 23 ἐκριζώσεως] + Sed nunc accipit (od. accepit) ijarva, desercns maiora paid isper Η vielleicht richtig.)
»Πρὸ τοῦ με πλάσαι σε ἐν κοιλίᾳ ἐπίσταμαί οε«. εἰ πάντας ἠπίστατο ὁ κύριος [†πρὸς τὸ »οὐκ ἐπίσταμαι λαλεῖν« ἐπεὶ πάντας ὁ κύριος λεκτέον γάρ], οὐκ ἂν ὡς ἐξαίρετον ἔλεγε τῷ Ἱερεμίᾳ τὸ καὶ ἐπίσταμαί οε«. οὐκοῦν τοὺς διαφέροντας ἐπίσταται ό θεός, τοὺς ἀξίους τῆς γνώσεως αὐτοῦ ἐπίσταται ό θεός, καὶ »ἔγνω κύριος τοὺς ὄντας αὐτοῦ«, τοὺς δὲ ἀναξίους οὐκ ἐπίσταται ό θεὸς, ὡς οὐδὲ ό σωτὴρ γέγων· »οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς«. ἡμεῖς ἄνθρωποι ὄντες, ὅσον προκόπτομεν, κρίνομέν τινα ἄξια ὄντα τοῦ ἐπίστασθαι ἡμᾶς αὐτά· καί τινα οὐδὲ ἀκούειν θέλομεν, ἵνα μὴ αὐτὰ ἐπιστώμεθα μηδὲ εἰδῶμεν, τινὰ δὲ θέλομεν ἐπίστασθαι. τί δὲ ὁ τῶν ὅλων θεός; θέλει ἐπίστασθαι τὸν φαραώ, θέλει ἐπίστασθαι τοὺς Αἰrυπτίους, οὐκ εἰσὶ δὲ ἄξιοι τῆς ἐπιστήμης τοῦ θεοῦ· Μωσῆς δὲ ἄξιος, καὶ ἕκαστος τῶν προ- φητῶν τηλικοῦτος. πολλά σε δεῖ κατορθῶσαι, ἵνα ὁ θεὸς ἄρξηταί σε ἐπίστασθαι. τὸν μὲν γὰρ Ἱερεμίαν πρὸ τοῦ πλάσαι ἐν καοιλίᾳ< ἠπίστατο· ἄλλον δὲ ἄρχεται ἐπίστασθαι τριάκοντα ἔτη γεγονότα, ἄλλον τεσσάρακοντα ἔτη γεγονότα.
Λόγοι εἰσὶν ἀπόρρητοι, περὶ μὲν οὖν τοῦ σωτῆρος οὐ ζητούμενοι, περὶ δὲ τοῦ Ἱερεμίου τοῖς ὦτα ἔχουσιν ἐπιστάσεως δεόμενοι. [*](1 Vgl. Gen. 1, 26. — 2/3 Vgl. Gen. 2, 7.— 4/5 Vgl. Gen. 2,8.15.—5 Vgl. c. Cels. 4, 37 (Orig. I, 307, 25): περὶ διαφορᾶς ποιήσεως καὶ πλάσεως. — 9 Vgl. Gen. 2, 7. (Cat. Cram. IV, 14, 27ff.): τοιοῦτος ἦν Μωϋσῆς καὶ οἱ προφῆται....καὶ εἴτις παρ᾿ αὐτοῖς τούτοις παραπλήσιος. — 27 Vgl. Matth. 11, 15.) [*](5 ὅρα Co ὁρᾶν S intelligere H (l. intellege?) | 6 καὶ πλάσεως nach H: et plasmationis und c. Cels. (s. ob.) | εἴτε πρὸς τὸν1] πρὸς τὸν εἴτε S | 8 γίγνεται S | 11/12 πρὸς—γάρ] > Η w. e. sch. | 12 οὐκ ἂν] quomodo H | 18 ἐπιστώμεθα Hu ἐπιστάμεθα S | 19 τί δὲ nach H: quid arbitraris εἰ δὲ S | 21 θεοῦ] + sed ipsi faciunt ut ignorentur H, wohl Ausschmückung | 21/22 καὶ—τηλικοῦτος] Η scit prophetas et si quis H | 25 ἄλλον Ru nach H: alium.)
πῶς λέγει· »πρὸ τοῦ με πλάσαι σε ἐν κοιλίᾳ ἐπίσταμαί σε, καὶ πρὸ τοῦ σε ἐξελθεῖν ἐκ μήτρας ἡλιακά δε«; ὁ θεὸς ἐαυτῷ ἁγιάζει τινάς. τοῦτον οὐ περιέμεινεν, ἵνα ἐλθόντα εἰς γένεσιν ἁγιάσῃ, ἀλλὰ πρὶν ἐξελθεῖν ἐκ μήτρας ἤδη ἡγίασεν. ἐὰν ἐπὶ τὸν σωτῆρα ἀναφέρῃς, οὐ χαλεπὸν εἰπεῖν, ὅτι πρὶν ἐξελθεῖν ἐκ μήτρας ἡγίασται. ἐπὶ τὸν σωτῆρα ἐὰν ἀναφέρῃς, οὐ ·μόνον πρὶν ἐξελθεῖν ἡγίασται, ἀλλὰ καὶ ἔτι πρότερον ἡγίασται. οὑτος δὲ ὁ Ἱερεμίας πρὶν ἐξελθεῖν ἐκ μήτρας ἡγίασται.
»προφήτην εἰς ἔθνη τέθεικά σε«. ἐπὶ τοῦ Ἱερεμίου ἐὰν ἀναζητήσῃς τὸ »προφήτην εἰς ἔθνη τέθεικά σε«, τήρησον ἐν τοῖς ἑξῆς, ὅτι κελεύεται προφητεῦσαι »ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη«, καὶ ἔστι προγραφή· »Ἃ προεφήτευσεν Ἱερεμίας ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη« τῇ »Αἰλὰμ«, »τῇ Δαμασκῷ«, »τῇ Μωάβ«. καὶ ἔχομεν, ὅτι »προεφήτευσεν ἐπὶ πάντα τά ἔθνη«, ὡς πρὸς τὸ ῥητὸν ὅτι »προφήτην εἰς ἔθνη τέθεικά σε« πρὸς ἐκεῖνον. ἐὰν δὲ πρὸς ἀναγωγήν , ἐὰν μὲν ἐπὶ τοῦ Ἱερεμίου, προειρήκαμεν, ἐὰν δὲ ἐπὶ τοῦ σωτῆρος, τί δεῖ καὶ λέγειν; οὑτος ἀληθῶς ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη προεφήτευσεν· ἔστι γὰρ ὥσπερ ἄλλα μυρία οὕτως καὶ προφήτης. ὥς ἐστιν ἀρχιερεύς, ὥς ἐστι σωτήρ, ὥς έστιν ἰατρός, οὕτως καὶ προφήτης. Μωσῆς γοῦν προφητεύων περὶ αὐτοῦ οὐχὶ προφήτην μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐξαιρέτως εἶπεν εἰπών· »προξήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ἀναστήσει ὑμῖν κύριος ό θεὸς ὡς ἐμέ, αὐτοῦ καὶ ἔσται, ὃς ἂν μὴ ἀκούσῃ τοῦ προφήτου ἐκείνου ἐξολοθρευθήσεται ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ«. οὑτος οὖν έστιν ὁ καὶ προφήτης »εἰς ἔθνη« τεθειμένος καὶ ἔλαβε χάριν ἀπὸ θεοῦ ἐκχυθεῖσαν ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ, ἴνα μὴ μόνον, ὅτε παρῆν τῷ οώματι, ἀλλὰ καὶ νῦν, ὅτε πάρεστι δυνάμει καὶ τῷ πνεύματι, προφητεύῃ »ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη«, ὥστε ἀπὸ πάντων τῶν Μνῶν ἀνύειν αὐτοῦ τὴν προφητείαν καὶ ἕλκειν ἀνθρώπους ἐπὶ σωτηρίαν.
»Καὶ εἶπα· ὁ ὤν δέσποτα κύριε, ἰδοὺ οὐκ ἐπίσταμαι λαλεῖν ὅτι νεώτερος ἐηώ εἰμι. καὶ εἶπε κύριος πρός με· μὴ λέγε ὅτι νεώτερος ἐγώ εἰμι, ὅτι πρὸς πάντας οὓς ἐὰν ἐξαποστείλω σε πολλάκις εἴπομεν, ὅτι ἔστι κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον εἶναι παιδίον, κἂν ἐν γεροντικῇ τις ᾖ ἡλικίᾳ σώματος· ἔστι δέ ποτε κατὰ τὸν ἔξω [*](5 Vgl. Hier. Comm. 837. — 10 Vgl. Jerem. 25, 14. — 11—13 Jerem. 25, 14 30, 12. 31, 1. — 15 Vgl. Jerem. 25, 14. — 19 Deut. 18, 15. 19. 20 vgl. Act. 3, 22. 23. — 23 Vgl. Psal. 44, 3. — 25 Vgl. Jerera. 25, 14. — 31 Vgl. in Psal. 37 Hom. 4, 3 (Lo 12, 212 f.): videamus, ne forte sint aliquae aetates interioris hominis nostri . . . . Unde et interdum ad vires jam matura aetate dicitur, quia pueri sunt, et aliis, quia senes, et aliis, quia juvenes etc., u. ö.) [*](10 ὅτι] cum Η (= ὅτε) | τοῦ Ἱερεμίου] vgl. Ζ. 8 de Jeremia Η τὸν ιερεμίαν S Ι 20 ὑμῶν nach Η: vestris | 25 προφητεύῃ Ru προφητεύει S | 30 οὓς ἐὰν Lo quoscumque Η.)
»Ὅτι μετὰ σοῦ εἰμι τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε, λέγει κύριος. καὶ ἐξέτεινε κύριος τὴν χεῖρα αὐτοῦ πρός με, καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου, καὶ εἶπε κύριος πρός με«. τήρει διαφορὰς Ἱερεμίου καὶ Ἡσαΐου. ὁ Ἡσαΐας [*](4 Vgl. Eph. 4, 13. — 9 Matth. 13, 57. — 10 ff. Vgl. in Joh. Tom. 13, 55 (Br I, 313), in Luc. Hom. 33 (Lo 5, 210) u. in Matth. Tom. 10, 18 (Lo 3, 49): ἃ πέπονθεν Ἱερεμίας ἐν τῷ λαῷ . . . . Ὅσα δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ τότε βασιλέως τοῦ Ἰσραὴλ πέπονθεν, ἐν τῇ προφητείᾳ αὐτοῦ ἀναγέγραπται. — 14 f. Vgl. Jerem. 45, 6 44, 21. — 17 Act. 7, 52. — 18 Vgl. II Tim. 3, 12. — 20 Vgl. I Petr. 4, 12? — Vgl. I Petr. 2, 19. — 23 Matth. 5, 11. 12.) [*](6 ἐὰν nach S. 4, 12 ἂν S | 10 οὗ Hu nach H: cujus rei | 15 ἕνα ἄρτον nach LXX cod. 88 vgl. auch H: panem, τ`` [??] ἀρτίων S μόλις ἄρτον Co | 19 πάντως SH πάντας? Blass vgl. II Tim. 3, 12 | 21 πάντα] + quae (od. quae eis) praecepta sunt H.)
Τίς οὕτως μακάριός ἐστιν ὡς τὰς βασιλείας πολλὰς οὔσας, ἃς >δείκνυσιν ὁ διάβολος<, βασιλείας οὔσας δυνάμεων ἀντικειμένων, βασιλείας κατὰ τὰς ἁμαρτίας, ἐκριζοῦν τοῖς διδομένοις ὑπὸ τοῦ θεοῦ λόγοις; γέγραπται γάρ· »ἰδοὺ δέδωκα τοὺς λόγους μου εἰς τὸ στόμα σου. ἰδοὺ καθέστακά σε σήμερον ἐπὶ ἔθνη καὶ βασιλείας, ἐκριζοῦν«. ὥσπερ δὲ βασιλεῖαί εἰσιν, οὕτως καὶ ἔθνη οὐδὲ δύναται λέγεσθαι βασιλεία εἰ μὴ ἡ ἔχουσα ὑφ᾿ ἑαυτὴν ἔθνη. οἷον, βασιλεία ἐστὶ τῆς πορνείας, ἔθνη τῆς πορνείας ἑκάστη πορνεία†. μία βασιλεία ἐστὶ αὐτὸ τὸ γενικὸν ἁμάρτημα τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς ἀποστερήσεως, καὶ εἰσὶ πολλαὶ βασιλεῖαι ἐν τοῖς πολλὰ εἴδη ἔχουσιν ἁμαρτημάτων. [*](1 Jes. 6, 5. — 3 Vgl. Jes. 6, 5. — 3 ff. Vgl. in Lev. Hom. 9, 7 (Lo 9, 354): quibus solis se mundum non esse profitetur. Ex quo ostenditur, quo usque ad verbum tantummodo peccatum ejus inveniretur, in facto vero vel opere nullo peccaverit, u. ö. Hier. Comm. 838: Notandum quod hic manus mittatur Dei . . . . in Isaia autem . . . . mittitur unus de Seraphim, qui non manu, sed forcipe et carbone tangat os ejus etc. — 5 Jes. 6, 7. — 7 Vgl. Jes. 6, 6. — 14 Vgl. Matth. 4, 4. — 22 Vgl. in Luc. 4, 5 (Cat. Cram. II, 36, 5ff.): »Βασιλείας κόσμου«, φησὶ, τὸν [l. τῶν] κοσμικῶν ἀνθρώπων, τίνα τρόπον οἱ μὲν βασιλεύονται ὑπὸ πονηρίας, οἱ δὲ βασιλεύονται ὑπὸ φιλαργυρίας, οἱ δὲ ὑπὸ κενοδοξίας, de princ. 4, 17 (Lo 21, 439. 511).) [*](5 τὸ δὲ ἓν] neque unum H; hiernach Hu: μηδὲ ἓν, Blass: οὐδὲ ἕν; aber man müsste dann auch bei Orig. etwas freier behandelt zu sein, während H in der Übers. wie im Comm. genauer ausmalt | 6 ἐπεὶ δὲ] mit H: autem quia (od. quia iam) ἐπειδὴ S | 13—S. 14, 30 Hierzu Fragm. 3 in C: Μακάριον—ποιήσω | ὡς Hu nach H: ut ὃς S Co (der vorher οὗτος liest) | ἃς] + Christo H | 18 ἐκριζοῦν Lo eradicare H | 18/19 οὐδὲ —ἔθνη nach H: Nec potest aliquod regnum dici, nisi quod sub se continet nationes | 19/20 βασιλεία2—ἐστὶν] S w. e. sch. lückenhaft regnat fornicatio in homine peccatore, necesse est ut regnum fornicationis habeat gentes suas H | 21 αὐτὸ τὸ mit H: Ipsum illud | 21/22 ἀποστερήσεως — ἁμαρτημάτων] fraudis, quo vix aliquis immunis est, habet regnum suum, et sub regno uno multas possidet gentes, per plurimas scilicet species avaritiae.)
»Ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν«.
ἔστι τις οἰκοδομὴ τοῦ διαβόλου, ἔστι τις οἰκοδομὴ τοῦ θεοῦ. ἡ »ἐπὶ τὴν ἄμμον« οἰκοδομὴ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ἐπ᾿ οὐδενὶ γὰρ ἐστήρικται ἑδραίῳ καὶ βεβαίῳ καὶ ἡνωμένῳ· ἡ δὲ οἰκοδομὴ ἡ »ἐπὶ τὴν πέτραν« τοῦ θεοῦ ἐστιν. ὅρα τί λέγεται τοῖς τοῦ θεοῦ· »θεοῦ γεώργιον, θεοῦ οἰκοδομή ἐστε«. οἱ λόγοι τοίνυν τοῦ θεοῦ »ἐπὶ ἔθνη καὶ βασιλείας« εἰσίν, »ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν καὶ ἀπολλύειν«. ἐὰν ἐκριζωθῇ μέν, μὴ ἀπόληται δὲ τὸ ἐκριζωθέν, ἔστι τὸ ἐκριζωθέν. ἐὰν κατασκαφῇ μέν, οἱ λίθοι δὲ τῆς [*](7 Matth. 15, 13. — 9 Vgl. Matth. 15, 19. — 12 Matth. 13, 28. — 13 Vgl. Matth. 13, 25. — 15 Vgl. Eph. 4, 27. — Vgl. Matth. 13, 25 Matth. 15, 13. — 17 Vgl. Eph. 4, 27. — 20 ff. Vgl. in Ezech. Hom. 1, 12 (Lo 14, 25f.): Benignus est Deus, dans sermones ad eradicandum etc. — 22 Vgl. Matth. 3, 2 usw. — 24—27 Vgl. Matth. 7, 24. 26. — 28 I Kor. 3, 9.) [*](1—4 εἶτα—ὀργήν] et ob id H | 3 τῆς1 V τὴν S | 8 ἐν vgl. S. 36, 21/22 | τῆς ψυχῆς vermutet Hu | 10 πορνεῖαι mit C: μοιχεῖαι, πορνεῖαι καὶ τὰ λοιπά und H: fornicationes τὸ ἐκριζωθέν nach H: adhuc permanet quod evulsum est.)