Ancoratus

Epiphanius

Epiphanius. Epiphanius, Volume 1. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915.

τάχα δὲ θεὸς ὣν ἐπελάθετο ὅτι δάκνει τὸ πῦρ [*](7 ff vgl. G. Michaelis, de origine indicis deor. cogn. Berlin 1898 W. Bobeth, de indicibus deorum. Leipzig 1904 — 9 vgl. Theophilus ad Aut. II 3; S. 52 Otto dem. Hom. VI21; S. 80, 6 Lagarde dem. Recogn. Χ c. 23 Clemens AI. Protr. 37, 4; I 28, 7 ählin — 10 vgl. Theophilus ad Aut. I 10; S. 30f Otto Clemens AI. Protr. 28, 1ff; I 20, 30 ff ählin 37, 1f; I 27, 26 ff (Cicero de nat. deorum III 53 Amobius adv. nat. IV 14 Joh. Laurentius Lydus de mens. IV 38) — 13 zu καυκασίῳ ἔρει vgl. dem. Hom. (IV 16; S. 60,26 Lagarde) V 23; S. 7028 VI 21; S. 80, 2 — zu Δατιάριος Theophilus ad Aut. III 8; S. 210 Otto (Eusebius praep. ev. IV 16; Migne 21, 272 C) — 14 τραγῳδὸς Theophilus ad Aut. III 8 S. 210 Otto, vgl. Sueton Augustus 57 (Wilamowitz S. 769) — 15 ff vgl. Plutarch de cap. ex inimicis util. c. 2; 86 F L J ïd.) [*](1 ἀετὸν L 1 f ἀετὸς δὲ <γενόμενος *> μηδεπώποτε ἀναπετασθεὶς er ist aber atuh Adler. Er flog aber nie ïd.; zur Sache vgl. Clem. AI. Protr. 37, 2 I 27, 29 ählin οὐχ ἵπταται θεός 2 als er auf diesen ß u. ädchenverführer war ïd 3 ἐν πλοίῳ παρασήμῳ ἀετῷ ὀνομαζομένῳ] in einem einem schiffe, an dem ein Korymboszeichen war ïd. 3f διὰ τὸ τάχος < ïd. 4 Wilamowitz, < ïd. 5 πρὸς Πασιφάην < ïd. 6 πρὸς Εὐρώπην er ἐφήλετο) ïd. 7 <τῶν φθορῶν> *, die vielen Befleckungen ïd. 8 <παρθένων> ïd. | καὶ φθορέων διδασκάλου < ïd. | φθορείων J 9 οὐκ < ïd. | vor ἐν τῷ + καὶ ïd. 11 ἢ δύο — τέσσαρες] sondern es gibt Zeus u. sogar vier an Zahl ïd. 13 Καυκασίῳ] Kausios ïd. | Δατιάριος Scaliger] λαπατριάριος J πατριάριος L Ladiarios ïd. | λεγόμενος Wilamowitz] γενόμενος LJ ßt ïd. 14 γεγόνασιν] γεγόνασιν] ämpfen ïd. | τραγῳδὸς] Trakontos ïd. 15 καύσας + im Feuer ïd.)

129
καὶ οὐκ εἶχε τὴν πρόγνωσιν τοῦ λέγοντος τράγῳ τῷ σατύρῳ, εὑρόντι πρότερον τὸ πῦρ καὶ προσελθόντι φιλῆσαι »μὴ ἅψ,ῃ, | τραγε· αψαμενος γὰρ σοῦ ἐμπρήσεις τὰ γένεια«.

Αθηναῖ δὲ γεγόνασιν οὐ μία, ἀλλὰ πολλαί· μία μὲν ῥεμβομένη καὶ περὶ τὴν Τριτωνίδα λίμνην ἀλωμένη, ἄλλη δὲ ή Ὠκεανοῦ, ἑτέρα δὲ ἡ Κρόνου καὶ πολλαὶ ἄλλαι.

Αρτέμιδες πολλαί· μία μὲν ή Ἐφεσία, ἄλλη ἄλλη ἡ τοῦ Διὸς καὶ ἄλλαι ὡσαύτως οὐκ ὀλίγαι. καὶ Διόνυσοι <δὲ> ὸ Θηβαῖος, ἄλλος ὁ Σεμέλης, ό ἐπὶ τῶν Κορυβάντων καὶ ό ὑπὸ τῶν Τιτάνων διασπώμενος καὶ Κουρήτων ὸ] τὴν κρεωνομίαν μυῶν.

Ἡρακλῆς δὲ ὸ λεγόμενος παρ᾿ αὐτοῖς ἀλεξίκακος, οὗ τὰς πράξεις πόσας ἀποσιωπήσω, μίαν δὲ ἀπὸ πασῶν τὴν παρ’ αύτοιῖς ταχα ἐπαινουμένην ὐποδείξω· ἀρκέσει τούτῳ τὸν κάματον τοῦτον ὑποστῆναι, ἕνα τῷ βίῳ σωτηρία γένηται. εἰ μὴ γὰρ ἔφθειρεν ἐν μιᾷ νυκτὶ πεντήκοντα παρθένους, πῶς ὁ κόσμος ἐσᾠζετο; μᾶλλον δὲ ὠλώλει.

καὶ ἁπλῶς όμολογῶ σοι, περικακῶ τὰς κακὰς αὐτῶν πράξεις καταλογάδην ἀναγράψαι.

ἔτι δὲ βασιλεῖς καὶ τύραννοι ἀπηνέστατοι, ἐπιποθήτους τινὰς ἐσχηκότες καὶ τούτους ἐν τῇ κατορύξαντες, πλέον τι μὴ ἔχοντες τούτοις χαρίσασθαι οἶα δὴ καὶ αὐτοὶ φθαρτοὶ κατ΄ αὐτοὺς ὄντες), εἰς τὴν ἐκείνων εὔνοιαν τοὺς τάφους αὐτῶν ἐπὶ πλάνῃ τοῦ βίου [*](3 ff vgl. Clemens AI. Protr. 28, 2; I 20, 32ff ählin (Firm. Maternus de errore prof. rell. c. 16) — 6 vgl. Cic. de nat. deorum III 58 — 7 f vgl. Clemens AI. Protr. 12, 2 u. 19, 1; I 11, 14ff u. 15, 1ff ählin (Cicero de nat. deorum III 58 Amobius adv. nat. IV 15 Joh. Laur. Lydus de mensib. IV 38) — 9 ff vgl. Clemens AI. Protr. 13, 4; I 24, 18 ff ählin — 19f vgl. Weish. Sal. 14, 15 L J ïd.) [*](1 τράγῳ] des DraJcontos ïd. 1 f εὑρόντι πρότερον] zuerst fand ïd.; πρῶτον? * 2 καὶ προσελθόντι φιλῆσαι < ïd. 3 σοῦ Meineke] μου L deinen ïd. | ἐμπρήσεις] trauern πενθήσεις) ïd. 4f μία — ἀλωμένη] die sich rasend dreht; die dritte und die, die an dem See verrucht ist ïd., μία μὲν ή περὶ τὴν Τριτωνίδα λίμνην ῥεμβομένη Wilamowitz 5 ἁλομένη L | καὶ πολλαὶ ἄλλαι < ïd. 6 τοῦ Διὸς] des Ucheus ïd., Οὖπις E. Meyer bei S. 169 7 Διόνυσοι Wilamowitz] Διόνυσος L J ïd. | <δὲ> *, aber 8 καὶ < ïd. | Τιτάνων] Tianer ïd. 9 Κουρήτων ὸ] *] ό τῶν Wilamowitz | κρεωνομίαν μυῶν Pet. nach Panarion ßabschnitt περὶ πίστεως 11] κληρονομίαν μείων L J ährend die Kureten an seinen ücken Anteil hatten ïd. 11 τὴν *] τῶν L J | τάχα + <μάλιστα> ? * 12 ählen . . . u. werde sie vielen kundtun ïd. 15 σοι < ïd. | αὐτῶν] ïd. 16 ἔτι] weshalb διὰ τι) ïd. 17f schenkten . . ihnen mehr Ehre, da doch auch sie Leute waren, die verdienten in ihrer Weise zugrunde zu gehen ïd.)

130
τοῖς ἰδίοις ὑπηκόοις ἐπὶ κακῇ προφάσει ὡς θεῶν θρῃσκεύεσθαι παραδεδώκασιν, ὡς ό Αντίνους ὁ ἐν Ἀντινόου κεκηδευμένος,

καὶ ἐν λουσορίω πλοίῳ κείμενος ὑπὸ Ἀδριανοῦ οὕτως κατετάγη. Τιμογένης δὲ ἐν Ασίᾳ, Κάνωβός τε ὁ Μενελάου κυβερνήτης καὶ ἡ τούτου γυνὴ Ἐνμενουθὶς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ τεθαμμένοι τιμῶνται πρὸς τῇ ὄχθῃ τῆς θαλάσσης, ἀπὸ δεκαδύο σημείων διεστῶτες, καὶ Μαρνᾶς δοῦλος Ἀστερίου τοῦ Κρητὸς παρὰ Γαζαίοις, Βάσιος δὲ ό ναύκληρος παρὰ ΙΙηλουσιώταις.

107. Ταῦτα οὖν πάντα ὅταν <ἐν> μέσῃ τῇ ἐκκλησίᾳ ἀκριβοῦτε, κακὸν † ὺπόδειγμα θανασίμης οδοῦ * τοὺς * οὕτω προαχθέντας ὑπολύετε, ἄλλους δὲ ἀπὸ μοιχείας εἰς σωφροσύνην φέρετε καὶ μὴ μόνον τοῦ κλεψιγαμεῖν αὐτοὺς ἀπαλλάττετε, ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδίας <γαμετῆς> κατὰ ἐγκράτειαν * καταφρονεῖν, ὡς ἔτι »ό καιρὸς συνεσταλμένος ἐστίν«, ὥς φησιν ὁ ἱερὸς ἀπόστολος, πόρνους δὲ κατηχειτε, ἵνα μὴ τὴν ἀθέμιτον πρᾶξιν παρὰ θεῷ τε καὶ ἀνθρώποις ἐργασάμενοι τιμωρηθῶσιν.

καὶ ὅταν πάντα ταῦτα διὰ στόματος καὶ δι᾿ ἔργων κάμνοντες παραδῶτε, πείθετε αὐτοὺς τὰ πάντα ἐγκαταδέξασθαι ὑμῶν, [*](2 vgl. Theophilus ad Aut. III 8; S. 210 Otto Clemens AI. Protr. 49, 1 I 38, 5ff ählin — 13 I Kor. 7, 29 L J ïd.) [*](1 ὡς θε(ῦν *] κακῶς L J damit sie ihnen wie öttern dienten ïd. 2 ἐν 2] σὺν L 3 indem er . . . lag, da Adrianos so befohlen hatte ïd. | λεισορίω L | Τιμαγένης J Titnognes ïd., Θεαγένης? Wilamowitz Wendland 4 ἐν Ασίᾳ] ἀνασία J | ό Μενελάου] Schiffer Schiffer der ölker ïd. 5 νμενουδὶς] Neueise ïd.; Ἐνμενουθὶς ist nicht zu ändern, vgl. die von W. Weber, Drei Untersuchungen zur äg. Religion S. 41 ührte Inschrift | τιμῶνται + nachdem sie Geschenke von sich dorthin gelegt hatten δώροις ἐκεῖσε αὐτοῖς τεθεῖςι) ïd. 6 Barnas ïd.) [*](7 Αστερίου] des Assyrios ïd. 9 <ἐν> *, inmitten der Kirche ïd. | J 10 κακὸν † ὐπόδιγμα θανασίμης όδοῦ * τοὺς *] den ösen Berg des Weges der Toten, die zu den üβεν derer sind, die man von Anfang an ïd.; darnach etwa: κακὸν τέλος ὺποδείξανες θανασίμης ὁδοῦ <τῆς πρὸ ποδῶν τοὺς <ἀπ’ ἀρχῆς> κτἑ * 11 ὑπολύετε *] ὑπολύεται LJ öset auf ïd.; zum Sinn von ὑπολύω vgl. S. 122, 27 12 ἀπαλλάτητε L 12 f τῆς ἰδίας <γαμετῆς> ἰδίας τῆς L J von ihrer Frau ïd. 1 3 κατὰ ἐγκράτειαν *] κατὰ φύσιν L J in Μäßigkeit said. | * etwa <διδάσκετε> * 16 ὅτι J | ταῦτα + ihnen ïd. στόματος] eurem Munde ïd. 17 αὐτὰ J | ὑμῶν + und es tun ïd. (aus ἔργῳ entstanden; dadurch auch das Folgende in ïd. verwirrt: nachdem ihr über als sie alle waret u. sie in der Sache machtet))

131
ἔργῳ πάντα πρῶτον πράξαντες καὶ ἐν αὑτοῖς ἀνατυπωσάμενοι, τοὺς λόγους πιστοποιοῦντες διὰ τῶν πράξεων, οἶς ἑαυτοὺς πρῶτον ἐδιδάξατε, ἵνα καὶ ἑτέρους μαθητεύσητε.

ἐπέχετε γὰρ καὶ σιωπῶντες τρόπον ἡλίου τοῦ καὶ σιωπῇ πάντας πανταχοῦ διδάσκοντος· εὐθὺς γὰρ ἀνατέλλων καὶ σιωπῶν τὰς τέχνας αὐτῶν πάντας ἀναδιδάσκει.

καὶ ὅταν μὲν τούτων ἁπάντων τὴν ὠφέλειαν τοῖς ἑαυτῶν τέκνοις εἴτ᾿ οὖν ἀδελφοῖς πιστοτάτοις παραδῶτε, προβιβάζετε μὲν αὐτοὺς ἐπὶ γῆς μὲν βαδίζειν, »ἐν οὐρανῷ« δὲ ἔχειν »τὸ πολίτευμα«, μοναχῶν δὲ ζῆλον τοῖς πλείστοις ἐγγεννᾶτε·

διὰ τῆς ἐν ὺμῖν στερρότητος καὶ ἀνυποκρίτου πίστεως αἱρεσιώτας στυγοῦντες, Μανιχαίους φιμοῦντες Μαρκιωνιστάς <τε> καὶ λοιποὺς ὁμοίους αὐτῶν, τῆς τοῦ θεοῦ ἀπελαύνετε, πάσας αὐτῶν τὰς προφάσεις παραλύοντες καὶ ἐπιστομίζοντες.