Apocalypsis Enochi
Liber Enoch
Das Buch Henoch. Flemming, Johannes Paul, and Radermacher, Ludwig, editors. Leipzig: Hinrichs, 1901.
Καὶ ἐγένετο ὅταν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, [*](VI—VIII cf. Clemens homil. VIII 12 sq. recognit. IV 26, 27 Papias fr. Routh, rell. sacrae I p. 14. Acta Thomae c. 32. Commodianus Instr. I 3. Julius Africanus ap. G. Syncellum p. 19 Goar, p. 34 Dind., Lactantius Inst. II 14. Oracula Sibyll. I 65—124.) [*](1 αὐτῶν τὰ ἔργα < A tilgt C Ι 2 αἱ θάλασσαι A. | ὡς ὁμοίως] ὁμοῦ A Ι 3/4 καὶ οὐκ — αἰτοῦ < A I 4 οκ Ι 6/7 ὅτι — ὑμῶν < A Ι 8 κατηρασασθαι DC Ι καὶ τὰ ἔτη D] κατα Ι 9 απολιται Ρ] ἀπολεῖτε C Ι τὰ ἒτη — ὑμῶν < A | 10 καὶ εἰρήνη < A Ι 13 — 17 καὶ — κατάρα tilgt D Ι 13 ἀμίαντοι] αμα/τοι im P, nicht αμαρτητοι, ἀναμάρτητοι D, öglich äre ἀμάθητοι Ι 17 καταλυσιν καταραν Ρ] verb. D Ι χαρὰ A Ι 19/20 φῶς — ἐκλεκτοῖς tilgt D Ι 21 σοφιαν P] verb. D Ι 22 καταληθειαν P] verb. D κατ’ ἂγνοιαν Wellhausen, viell. κατ’ ἀμάθειαν Ι 22/23 ἀνθρώπῳ — cpwg καὶ < A Ι 23 νόημα] ταπεινὸν νόημα A? | 24 ἀμάρ- δίκην δῶσιν A Ι 25 αὐτῶν] τῶν xfjg D Ι 29 ὃταν] ουαν Ρ ὃτε D)
Teil I.
Der Fall der Engel und Henochs Himmelsreisen.
Cap. 6—36.
CAP. 6. Und als die Menschenkinder zahlreich geworden waren, da wurden ihnen in jenen Tagen schöne und liebliche Töchter geboren.
Cap.5, 4 Psal.12, 4. Dan. 7, 8. 11. 20. — 5 Jes. 48, 22. 57, 21. — 7 Psal.37, 11. — 8 Num. 15, 29. 30. — 9 Jes. 85, 10. 51, 11. 65, 20. — Cap. 6, 1 Gen. 6, 1—4.
[*](7 verlustig gehen] »vernichten« Χ; »verlustig gehen [durch einen ewigen Fluch« M Ι 8 »und der ewige Fluch wird sich mehren« Q II | 10 Τ2, II <Μ | 12 schwören] d. gr. ὀμοῦνται steckt in hebȗra mesla = ὁμοῦ so auch Beer Ι 15 »dann« (wa-amêhâ = τότε) ist zu lesen für »wenn resp. »wann« (amahi) der HSS., s. Dn. Sitzber. Ι 20 sondern . . . Frieden] »und zahllos werden ihre Lebenstage im Frieden « Q.)ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν <αὐτοῖς< θυγατέρες ὡραῖαι καλαί.
καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἂγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ, καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλους· δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἱαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ γεννήσωμεν ἑαυτοῖς τέκνα.
καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς, ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν· φοβοῦμαι μὴ οὐ θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο, καὶ ἒσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης.
ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες· ὀμόσωμεν ὃρκῳ πάντες καὶ ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην, μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο.
τότε ὤμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ
* * * *
καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν· Σεμιαζᾶ<ς< οὗτος ἦν ἄρχων αὐτῶν, Ἀραθάκ, Κιμβρά, Δανειήλ, Ἀρεδρώς, Σεμιήλ, Ἰωμειήλ, Χωχαριήλ, Ἐζεκιήλ, Βατριήλ, Σαθιήλ, Ἀτριήλ, Ταμιήλ, Βαρακιήλ, Ἀνανθνὰ, Ῥαμιήλ, Ἀσεάλ, Ῥακειήλ, Τουριήλ.
οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν, οἱ <ἐπὶ< δέκα.