De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

334.

σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα· τοῖο γὰρ ὥρη. ἤδη γὰρ φάος οἴχεθ’ ὑπὸ ζόφον.

*) 334.[ἡ διπλῆ ὅτι] ἀρσενικῶς εἶπε τὴν κοίτηνQ. cf. ad α 246 et locos ibi collatos.

*) 335.

[ἡ διπλῆ ὅτι ἐξ ἡρωϊκοῦ προσώπου εἴρηται]· ὁ δὲ ποιητὴς εἰς ὠκεανὸν τὴν δύσιν καὶ ἐξ ὠκεανοῦ τὴν ἀνατολήν φησι γίνεσθαι.
MQRT. cf.L. Ar. 175.μ 3.γ 1.Correxi initium pro cod. ἡρωϊκὸν πρόσωπόν ἐστι τὸ λέγον.

†) Ζηνόδοτος ᾤχετο H. pro οἴχεται.

345. cf. notam 6.

349.

ᾧ οὔτε χλαῖναι καὶ ῥήγεα πόλλ’ ἐνὶ οἴκῳ.

Fuit diple periestigmene, quod Zenodotus scripsit: ᾧ οὔπερ χλαῖναι καὶ κτήματα πόλλ’ ἐνὶ οἶκω ἀκαίρως MT. Aristarchus legit ᾧ οὔτι, αἱ φαυλότεραι ᾧ οὔτε cf. Didymum ad hunc versum in M.

362.

οἶος γὰρ μετὰ τοῖσι γεραίτερος εὔχομαι εἶναι.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ τοῦ γεραιός· κακῶς δὲ Ζηνόδοτος γεραίτατος (cod. γεραίτερος) γράφει. M.

cf. F. Ar. p. 30. γ 125. η 159.

368.

ἐπεὶ τεὸν ἵκετο δῶμα.

Diple periestigmene propter Zenodoti scripturam ἐπεὶ τὰ σὰ γούναθ’ ἱκάνει. cf. in HQN.

378.

ἀλλὰ Διὸς θυγάτηρ, ἀγελείη τριτογένεια.

Zenodotus pro ἀγελείη dedit κυδίστη, quam ob rem fuit diple periestigmene cf. schol. in HM. Eust. 1473, 18. ἀγελείη legitur in codd. ABDEHIKLMNP: κυδίστη in EQV. cf. La Roche.

380.

ἀλλὰ ἄνασσ’ ἵληθι, δίδωθιδέ μοι κλέος ἐσθλόν.

†) Ζηνόδοτος ἀλλὰ ἄνασσ’ ἐλέαιρε HM. pro ἵληθι legit.

396.

οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν.

†) κοιμηθησόμενοι· ἐνεστὼς δὲ ἀντὶ μέλλοντος. κείω γὰρ τὸν μέλλοντα οὐκ ἔχει, ὥσπερ καὶ τὰ ἄλλα ὅμοια, καὶ χρῆται τῷ ἐνεστῶτι ἀντὶ μέλλοντος. E.

Fluxit ex Ar. cf. F. Ar. p. 6. γ 82 et locos ibi collatos.

399.

ὑπ’ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ.

Quod afferunt BEQV de vocabulo αἴθουσα ex Ar. fluxisse videtur, qui sic interpretatur Υ 11: αἱ αἴθουσαι οὐκ εἰσὶ θρόνοι ἢ καθέδραι, ἀλλὰ στοαὶ καὶ στυλωταὶ ἕδραι ἢ τόποι ὑφ’ ἡλίου καταλαμπόμενοι.

400 et 401.

πάρ δ’ ἄρ’ ἐυμμελίην Πεισίστρατον, ὄρχαμον ἀνδρῶν, ὃς οἱ ἔτ’ ἠίθεος παίδων ἦν ἐν μεγάροισιν.

Hos versus Zenodotus expunxit cf. schol. HMQR.

402.

αὐτὸς δ’ αὖτε καθεῦδε.

Fuit diple periestigmene propter Zenodoti lectionem: αὐτὸς δ’ αὖτ’ ἐκάθευδε cf. in H, ubi Zenodotus quidem non nominatur, sed ex adnotationibus Ar. ad Α 68. 611. Ο 716 scimus, illum ante praepositionem augmentum ponere amavisse, quod

Aristarchus omisit, ὅτι οὐκ ἐᾷ ἑλληνίζειν τὸν Ομηρον. cf. ζ 1. δ 304.

422.

ἐλάσῃ δὲ βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ.

*) ὅτι τὸ βοῶν παρέλκει καὶ μετὰ τῆς προθέσεως εἴρηται ἐπιβουκόλος. H.

cf. L. Ar. 109. γ 195 et exempla quae ibi collegi. Eust. 1475, 11.

425.

χρυσοχόον Λαέρκεα.

†) τινὲς τὸ λαέρκεά φησιν ὄνομα κύριον, τινὲς δὲ ἐπίθετον παρὰ τὸ ἐπαρκεῖν τοῖς λαοῖς E. Ex schol. ad Π 197 Aristarchum Λαέρκεα nomen proprium existimavisse constat. Praeterea certe fuit nota de homonymia. cf. ibid.

Quod fuse legitur in EMQ ad v. 440 de vocabulis χέρνιβα et λέβης fluxit fortasse ex Ar., qui ad Ω 304 sic interpretatus est: λέβητα τὸ ἀγγεῖον τὸ ὑποδεχόμενον τὸ ὕδωρ, τὸ παρ’ ἡμῖν λεγόμενον χέρνιβον (sic etiam EMQ), τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα. cf. α 136.

444.

Περσεὺς δ’ ἀμνίον εἶχε.

Notata fuit Zenodoti lectio δάμνιον pro ἄμνιον, ἅπαξ εἰρημένον cf. M.: ἄμνιον ἀγγεῖον εἰς ὅ τὸ αἷμα τοῦ ἱερείου ἐδέχοντο. Ζηνόδοτος δὲ ἐν ταῖς ἀπὸ τοῦ δ γλώσσαις τίθησι τὴν λέξιν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦθα παρ’ Ὁμήρῳ ἡ λέξις M. cf. Apoll. l. h. 25, 26.

445. not. 7.

449.

τένοντας.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] πάντα τὰ διατεταμένα νεῦρα τένοντας καλεῖ ὁ Ὅμηρος. EQM. cf. ad Υ 478. Χ 396.

453.

οἱ μὲν ἔπειτ’ ἀνελόντες ἀπὸ χθονὸς.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] τὸ ἀνελόντες δηλοῖ τὸ ἄνω ἑλόντες· ἐκ

τούτου δὲ τὸ αὖ ἐρύσαντες δηλοῦται. BHMQ. cf. ad Μ 261. Θ 325.

456.

ἄφαρ δ’ ἐκ μηρία τάμνον πάντα κατὰ μοῖραν.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ πάντα ἀντὶ τοῦ ὅλα,] ὅλα διεμέλισαν τὰ μηρία, ὡς τὸ πᾶσαι δ’ ὠΐγνυντο πύλαι (Β 809) HM.

cf. L. Ar. 126. Eust. 1476, 65.