De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

4-13.

οἱ ἀστερίσκοι, ὅτι ἀναγκαίως ἐνθάδε, ὅτε καὶ ἑώρακε τὰ ὅπλα
HMQ. Vind. 133.

Asterisci appicti sunt in Vind. 133. cf. π 281. Eust. 1853, 10.

28.

χοίνικος ἅπτηται.

†) ἀντὶ τοῦ δαπάνης, τροφῆς, τό τε μετροῦν καὶ τὸ μετρούμενον. ἅπαξ ἐνταῦθα ἡ φωνή· καὶ οὐ διὰ τοῦτο χωριστέον τῆς Ἰλιάδος τὴν Ὀδύσσειαν· κἀκεῖ γάρ εἰσι τοῦδε εὐτελέστερα ὀνόματα ὅλμον δ’ ὡς ἔσσευε βαλὼν (Λ 147) ἀμφ’ ἀστραγάλοισι χολωθεὶς (Ψ 88) πτύον HQ. (πτύον (?) sic H. πτύοντ’ Q. πτύοντα plene legitur Ψ 697. Buttmannus coniecit πτυόφιν Ν 588). cf. Ar. ad Λ 147. Ψ 88. Eust. 1853, 60.

34.

χρύσεον λύχνον ἔχουσα.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ λύχνον] ἀπὸ τοῦ λύειν τὸ νύχος. λέγει δὲ τὴν δᾷδα κυρίως· τοῦ δὲ παρ’ ἡμῖν καλουμένου λύχνου τοὺς ἥρωας χρωμένους ὁ ποιητὴς οὐκ εἰςάγει. οὐδὲ Ἡσίοδος μέμνηται HQV. cf. ad Λ 147. Orion. p. 94, 16: λύχνος ὁ λύων τὸ νύχος, τουτέστι τὸ σκότος. οὕτως Ἀριστόνικος ἐν τῷ περὶ σημείων τοῦ Ὁμήρου. Etym. M. 565, 37. Eust. 1854, 50.

37.

ἔμπης μοι τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι.

†) ὁ Ἀρίσταρχος τὰ μεσόστυλα. BHQ.

cf. L. Ar. 151. Eust. 1855, 1. Notatum fuit praeterea vocabulum ἔμπης hoc loco significare ὁμοίως cf. Eust. 1854, 58. ε 205. L. Ar. 143.

38.

κίονες ὑψόσ’ ἔχοντες.

*) ὅτι καὶ ἀρσενικῶς ὁ κίων H.

Forma feminina est α 53. 127. ρ 29. χ 176. 193. ψ 90. masculina θ 66. 473.

46.

ἡ δέ μ’ ὀδυρομένη εἰρήσεται.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ὁ δὲ ἀντὶ τοῦ γάρ H. cf. F. Ar. p. 35. β 6.

69.

εἶσθα θύραζε.

Notata fuit forma εἶσθα ἀπὸ τοῦ εἶμι cf. ad Φ 424. Legitur etiam Κ 450. υ 179.

71.

δαιμονίη.

†) θαυμασία ἐπὶ κακῷ H.

cf. L. Ar. 155. σ 406 schol. in ADL ad Β 190.

111.

εὐδικίας ἀνέχησι.

†) ὁ Ἀρίσταρχος εὐδικίας ἄνω ἔχῃ. Apoll. l. h. 36, 20.

130-33.

ὅσσοι γὰρ νήσοισιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι, Δουλιχίῳ τε Σάμῃ τε καὶ ὑλήεντι Ζακύνθῳ, οἵ τ’ αὐτὴν Ἰθάκην εὐδείελον ἀμφινέμονται, οἵ μ’ ἀεκαζομένην μνῶνται, τρύχουσι δὲ οἶκον.

†) ἠθέτηνται δ′ H. Cod. λ′, corr. Porsonus, cuius notam v. apud Dindorfium p. 637. Leguntur iidem versus α 245-248. π 122-25. Eust. 1858, 4.

131.

ὑλήεντι Ζακύνθῳ.

*) [ὅτι] ἀρσενικῷ θῆλυ ἐπήγαγεν, ὡς τὸ κλυτός Ἱπποδάμεια H. cf. F. Ar. p. 31. β 214.

160.

ἤδη γὰρ ἀνὴρ οἷός τε μάλιστα || οἴκου κήδεσθαι.

†) δυνατός· καὶ ὁ τε πλεονάζει H, cf. ad Ε 5. Χ 29. 118. F. Ar. p. 34.

174.

(Κρήτη) καὶ ἐννήκοντα πόληες.

*) [ἡ διπλῆ πρὸς τοὺς χωρίζοντας, ὅτι] ἐν Ἰλιάδι (Β 649) ἑκατόμπολιν τὴν Κρήτην λέγει, οὐχ ὡρισμένως ἑκατὸν πόλεις ἔχουσαν, ἀλλὰ ἀντὶ τοῦ πολλάς V. cf. Ar. ad Β 649.

204.

ἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα.

†) τινὲς βούλονται τὸ ἔλεγε σημαίνειν. ἄλλοι δὲ (sc. Aristarchus) τὸ ἤϊσκε, τὸ εἴκαζεν, ὁμοίου· τὸ γὰρ ὅλον, πολλὰ ψευδῆ λέγων εἴκαζεν, ὥστε ὅμοια εἶναι ἀληθέσιν V.

Observavit enim Ar. verbum ἴσκεν nunquam significare inquit, sed ubique aequavit. Ratio habita est huius loci ab Ar. ad Π 41. χ 31.

229.

ἀσπαίροντα λάων.

†) ὁ μὲν Ἀρίσταρχος ἀπολαύων, ἀπολαυστικῶς ἔχων. ὁ δὲ Κράτης λάων φησὶν ἀντὶ τοῦ βλέπων· ὅθεν κατα στέρησιν ἀλαὸς ὁ τυφλός V.

Quae de cognato vocabulo λάρυξ Orion Etym. p. 94 excerpsit ex Aristonico ἐν τῷ περὶ σημείων Ὀδυσσείας: ὁ λάρυξ λαιμός· διὰ γὰρ τούτων, τοῦ λαιμοῦ καὶ λάρυγγος, τὴν ἀπόλαυσιν ἔχομεν τῶν τροφῶν. οὕτως Ἀριστόνικος ἐν τῷ περὶ σημείων Ὀδυσσείας — ex scholio integriore ad hunc versum deprompta esse coniecit Lehrsius Ar. p. 3. cf. L. Ar. 151. Apoll. l. h. 107, 15. Eust. 1863, 42.

Versibus 304-307 appicti fuerunt asterisci cf. ad ξ 159 et 162. In G cod. v. 308 habet obelum.

343.

οὐδέ τί μοι ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ γίγνεται.

†) τὰ ἐπικουρητικὰ τῆς ψυχῆς. Sic Aristarchus teste Apoll. I. h. 73, 11, qui (contra Eust. 1867, 29) ἐπίηρ’ ἀνὰ θυμῷ legit.

346-48.

εἰ μή τις γρῆυς ἔστι παλαιή, κεδνὰ ἰδυῖα, ἥ τις δὴ τέτληκε τόσα φρεσίν, ὅσα τ’ ἐγώ περ· τῇ δ’ οὐκ ἂν φθονέοιμι ποδῶν ἅψασθαι ἐμεῖο.

*) ἀθετοῦνται οἱ τρεῖς, πρῶτον μὲν ὅτι αἱρεῖται τὴν δυναμένην ἐπιγνῶναι· εἶτα δὴ καὶ γέλοιον τὸ ἥτις δὴ τέτληκε; τίς γὰρ φθονεῖ τῶν μὴ σπουδαίων; MN. Vind. 56. μή addidit Barnes. Obeli sunt in G appicti, athetesin τῶν παλαιῶν commemorat etiam Eust. 1867, 13.

378.

ἐπεί μοι ὀρώρεται ἔνδοθι θυμός || κήδεσιν.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ἀντὶ τοῦ διὰ τὰ σὰ κήδεα B. cf. ι 19. Ε 875. F. Ar p. 25.

393.

τήν ποτέ μιν σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι.

†) τύψας ἐποίησε B. cf. L. Ar. 65. ε 132. η 250. σ 91.

450.

λικριφὶς ἀίξας.

Fuit diple ὅτι δὶς κέχρηται τῇ λέξει, νῦν καὶ ἐν Ἰλιάδι (Ξ 463). σημαίνει δὲ πλάγιος ὁρμήσας, ἀπὸ τοῦ λέχριος, κατὰ κοινωνίαν τῶν συμφώνων. cf. Ar. ad Ξ 450.